ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η Ελλάδα και ένα ρόδο επάνω στον τάφο του Ομήρου από τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Η Ελλάδα και ένα ρόδο επάνω στον τάφο του Ομήρου από τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Σαν σήμερα ο μεγάλος παραμυθάς των παιδικών μας χρόνων έφυγε από τη ζωή. Ήταν 4 Αυγούστου του 1875 στην Κοπεγχάγη όταν ο μοναχογιός ενός φτωχού τσαγκάρη και μιας πλύστρας μας κληροδότησε 150 ή περίπου τόσα παραμύθια για να ζούμε εμείς καλά και εμείς καλύτερα.

Περιηγητής όπως πολλοί μάστορες της λογοτεχνίας και της φαντασίας του 19ου αιώνα, οδοιπόρος με το μυαλό αλλά και το σώμα ήταν Νοέμβριος του 1840 όταν ο μοναχογιός ενός φτωχού τσαγκάρη και μιας πλύστρας, ζητεί τον Νοέμβριο του 1840, από τον προστάτη του Γ. Κόλιν, να μεσολαβήσει στο Δανό βασιλιά για χορήγηση υποτροφίας προκειμένου να ταξιδέψει στην Ανατολή.

Μόλις είδε τα ελληνικά παράλια, από την κουπαστή του ατμόπλοιου “Λεωνίδας”, έγραψε τους στίχους:

Από τα γαλάζια, φωτεινά νερά,
Με χαιρετάς, Ελλάδα,
Τα μάτια μου βλέπουν το Μωριά
Τα ολοχιόνιστα βουνά
Στον ήλιο να φεγγοβολάνε,
Κι απ' τη θάλασσα αναπηδά
Το βαρύσωμο δελφίνι.

Ήταν ο πρόλογος σε ένα ταξίδι του στη χώρα μας που είχε διάρκεια ένα μήνα. Ρομαντικός και αρχαιολάτρης όταν βρέθηκε στην Ελλάδα την άνοιξη του 1841, είχε για πρώτη στάση του το λιμάνι της Σύρου. Όταν το ατμόπλοιο έφτασε στο λιμάνι του Πειραιά στις 22 Μαρτίου 1841 ο Άντερσεν κατέλυσε στο “Hotel du Munich” και έκανε την πρώτη του βόλτα στο ταχυδρομείο και μετά στον μπαρμπέρη.

Επόμενος σταθμός του το καφενείο “Η ωραία Ελλάς”, γωνία Ερμού και Αιόλου. Αποτυπώνοντας τις εντυπώσεις του στο έργο “Οδοιπορικό στην Ελλάδα” που περιλαμβάνεται στο “Παζάρι ενός ποιητή” (πρώτη έκδοση το 1842) όταν ο παραμυθάς περπάτησε για πρώτη του φορά στην πόλη της Μινέρβας, έτσι αποκαλούσε την Αθήνα, έγραψε:
“Περπάτησα στην οδό Ερμού που στη μέση της υψώνεται ένας μεγάλος φοίνικας και έφτασα στο Θησείο, που είναι ολόκληρο από άσπρο μάρμαρο και μοιάζει με τους ναούς στο Paestum (στη Σικελία)”. Eπισκέπτεται το βήμα “απ' όπου μιλούσε ο Δημοσθένης”, είδε τη μικρή σπηλιά “όπου λέγεται ότι φυλακίστηκε ο Σωκράτης” και ανέβηκε στον Άρειο Πάγο “όπου δικάστηκε ο Απόστολος Παύλος”.

Tην 1η Απριλίου επισκέπτεται την Ακρόπολη, αυτόν τον “γιγάντιο θρόνο πάνω από την πόλη” και έγινε συχνός επισκέπτης του Ιερού Βράχου. Εκεί γιόρτασε και τα γενέθλια του στις 2 Απριλίου και κάποιες μέρες μετά, συνοδευόμενος από διπλωμάτες και ξένους επιστήμονες στην πόλη βρέθηκε στην “άλλη πλευρά του Υμηττού”.

“Ιππεύαμε περίπου δυόμισι ώρες... Κάτω από τα πόδια μας μοσχοβολούσε το θυμάρι. Είδαμε τη θάλασσα με την Τήνο και μπροστά μας την Εύβοια. Κοντά σε μια ερειπωμένη εκκλησία, δίπλα σε μια ελιά, ένα λιοντάρι από μάρμαρο ­ το συνηθισμένο αρχαίο μνημείο σε τάφο”, έγραψε.

Όταν επισκέφθηκε τα χωριά των Μεσογείων κάθισε σε ένα μικρό καφενείο, κτισμένο δίπλα σε πεσμένα μάρμαρα. “Μας πρόσφεραν καφέ και ρακί. Η γυναίκα αγωνιούσε να βγάλει από το φούρνο ένα ψωμί που είχε πάνω του χρωματιστά αυγά. Ο άντρας καθόταν ήρεμος και την κοίταζε (στην Αθήνα έχω δει άντρες καβάλα σε άλογα και οι γυναίκες τους να κουβαλάν μεγάλα φορτία και να τους ακολουθούν πεζή)” αφηγείται ο ίδιος.

Στις 6 Απριλίου βρέθηκε μαζί με τον Χ. Χάνσεν και τον πολεοδόμο Έντουαρντ Σάουμπερτ στο Μαρούσι που ήταν γεμάτο από “μικρές ελεεινές καλύβες φτιαγμένες από λάσπη” και τα σοκάκια του ήταν “τόσο στενά, που όσοι κάθονταν στο δρόμο έπρεπε να ξαναμπούν στα σπίτια τους για να μπορέσουν να περάσουν τα αμάξια και οι ιππείς”.

“Oι άνθρωποι, καθισμένοι σε μικρές ομάδες, είχαν στήσει πάνω στην εκκλησία το λάβαρο της ελευθερίας, μια γαλάζια σημαία με άσπρο σταυρό” γράφει ο παραμυθάς προοιωνίζοντας κατά τον περίπατο του στην Κηφισιά “τις ωραίες βίλες που σε λίγο θα φυτρώνουν στο γόνιμο αυτό τοπίο”.

Ήταν Τρίτη, 20 Απριλίου, όταν ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν αναχώρησε από τον Πειραιά. “Είμαι λυπημένος, αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου εδώ” έγραψε στο ημερολόγιο του καθώς αποχωρούσε από την Ελλάδα.

Αναδημοσιεύουμε ένα από τα εκατόν πενήντα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν σε μετάφραση της Ελένης Πουλάκου από το ιστολόγιο “δέδυκε μεν α σελάνα”.

“Ένα Ρόδο απ' τον τάφο του Ομήρου”

imagegen

“Όλα τ’ ανατολίτικα τραγούδια μιλούν για την αγάπη του αηδονιού στο τριαντάφυλλο μέσα στη σιωπηλή αστροφώτιστη βραδιά. Ο φτερωτός τραγουδιστής κάνει καντάδα στα ευωδιαστά άνθη.

Κάπου κοντά στη Σμύρνη, εκεί όπου ο καμηλιέρης οδηγεί τις φορτωμένες καμήλες του, καθώς εκείνες κυρτώνουν περήφανα τους μακριούς λαιμούς τους ταξιδεύοντας κάτω απ’ τα μεγαλόπρεπα πεύκα προς τους Άγιους Τόπους, είδα ένα φράχτη από τριανταφυλλιές.

Το τρυγόνι πετούσε μέσα απ’ τα κλαδιά των ψηλών δέντρων και, όπως οι ηλιαχτίδες πέφταν επάνω στα φτερά του, εκείνα γυάλιζαν σα μαργαριταρένια. Πάνω στην τριανταφυλλιά μεγάλωνε ένα άνθος, το πιο όμορφο απ’ όλα, και σ’ εκείνο τραγούδαγε το αηδόνι τους καημούς του όμως το ρόδο έμενε σιωπηλό κι ούτε μια σταγόνα δροσιάς δεν έστεκε, σα δάκρυ συμπόνιας, στα φύλλα του. Τέλος, έσκυψε το κεφάλι του πάνω από ένα σωρό πέτρες κι είπε:

“Εδώ αναπαύεται ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του κόσμου. Πάνω απ’ τον τάφο του θα σκορπίσω τ’ άρωμά μου κι αυτού θα ρίξω τα φύλλα μου, σαν τα διαλύσει η καταιγίδα. Εκείνος, που τραγούδησε την Τροία, έγινε χώμα κι απ’ αυτό το χώμα ξεφύτρωσα. Εγώ, ένα ρόδο απ’ τον τάφο του Ομήρου, είμαι πολύ ανώτερο για ν’ ανθίσω για ένα αηδόνι”.

Και το αηδόνι έσβησε τραγουδώντας. Ένας καμηλιέρης πέρασε, με τις φορτωμένες του καμήλες και με τους μαύρους σκλάβους του. Ο μικρός γιος του βρήκε το νεκρό πουλί κι έθαψε τον τρυφερό τραγουδιστή στον τάφο του μεγάλου Ομήρου, όσο το ρόδο έτρεμε στο φύσημα του ανέμου.

Βράδιασε και το ρόδο τυλίχτηκε πιο σφιχτά στα πέταλά του κι ονειρεύτηκε: κι ήταν αυτό το όνειρό του.
Ήταν μια όμορφη ηλιόλουστη μέρα. Ένα πλήθος από ξένους πλησίασε, που είχε ξεκινήσει για προσκύνημα στον τάφο του Ομήρου. Μαζί με τους ξένους ήταν κι ένας τροβαδούρος απ’ το Βορρά, απ’ την πατρίδα των σύννεφων και των λαμπρών φώτων του βόρειου σέλατος. Έκοψε το ρόδο και το έβαλε μέσα σ’ ένα βιβλίο και το πήρε μαζί του σ’ ένα μακρινό μέρος, στην πατρίδα του. Το ρόδο ξεθώριασε απ’ τη λύπη του κι έμεινε ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου, που ο ξένος άνοιξε στο σπίτι του, λέγοντας, “Να ένα ρόδο απ’ τον τάφο του Ομήρου.”

Ύστερα το άνθος ξύπνησε απ’ τo όνειρό του, τρέμοντας στον αγέρα. Μια δροσοσταλίδα έπεσε από τα φύλλα του πάνω στον τάφο του τραγουδιστή. Η ήλιος σηκώθηκε και το άνθος άνοιξε τα πέταλά του, πιο όμορφο από ποτέ. Η μέρα ήταν ζεστή και βρισκόταν ακόμα στη δική του τη θερμή Ασία. Και τότε βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν, ξένοι, σαν κι εκείνους που είχε δει το ρόδο στ’ όνειρό του, και μαζί τους ήταν ένας ποιητής απ’ το Βορρά.

Έκοψε το ρόδο, φίλησε τα δροσερά του χείλη και το πήρε μακριά, στην πατρίδα των σύννεφων και των βορεινών φώτων. Σα μια μούμια αναπαύεται τώρα μέσα στην “Ιλιάδα” του και, όπως στ’ όνειρό του, τον ακούει να λέει, καθώς ανοίγει το βιβλίο, “Να ένα ρόδο απ’ τον τάφο του Ομήρου.”

Με πληροφορίες από το βιβλίο “Η Ελλάδα του Άντερσεν” της Μυρτώ Γεωργίου-Νίλσεν.