Σαν σήμερα ο αμφισβητίας Κώστας Γ. Καρυωτάκης φανέρωσε την τραγωδία του
“Την τρίτη συλλογή του έλεγε το 1923 να την εκδώσει χωρίς τίτλο, με μια νεκροκεφαλή στο εξώφυλλο και δύο κόκαλα χιαστί κάτω απ' αυτή με την ακόλουθη λεζάντα: Με το Μηδέν και Άπειρο να συμφιλιωθούμε”.
Αυτό αναφέρεται στην πρώτη έκδοση των Απάντων του 1938 σε επιμέλεια Χ. Σακελλαριάδη του Κώστα Γεωργίου Καρυωτάκη που γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1896 και έδωσε τέλος στη ζωή του στις 21 Ιουλίου του 1928. Ήταν 32 ετών, ήξερε πια ότι ακόμη και αν δεν κατάφερε να πνιγεί στη θάλασσα, ένα πιστόλι θα του έδινε το τέλος που επιθυμούσε.
Ο δευτερότοκος του νομομηχανικού Γεωργίου Κ. Καρυωτάκη (από τη Συκιά της Κορινθίας) και της Τριπολιτσιώτισσας Κατήγκως Αθ. Σκάγιαννη αυτοκτόνησε σαν σήμερα αφήνοντας πίσω του μια πνευματική κληρονομιά γεμάτη οξυδέρκεια. Και μια αποχαιρετιστήρια επιστολή, το σημείωμα αυτοκτονίας του που έφερε υστερόγραφο.
“Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου.
Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι.
Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος.
Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Κ.Γ.Κ.
[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
Κ.Γ.Κ.
"Όταν η Αικατερίνη Καρυωτάκη έχανε τον γιο της, αναγγελλόταν στην Ελλάδα το πέρασμα ενός ποιητή"
Χρόνια μετά το θάνατο του, η Λιλή Ζωγράφου γράφει για τον σαν από σαιξπηρικό έργο Έλληνα ποιητή που όρισε το πνεύμα της αμφισβήτησης μιας χώρας που επιμένει να υπομένει το κωμικοτραγικό. Παραθέτουμε αποσπάσματα από το βιβλίο της “Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης”.
“Οι άνθρωποι πεθαίνουν αμετάκλητα. Οι ποιητές σκοτώνονται μόνο. Οι νεκροψίες δεν ωφελούν. Τα σώματα των ποιητών είναι διάτρητα από την ευαισθησία τους κι από τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων. Τα σώματα των ποιητών είναι σημαίες ήττας. Όμως δεν υπάρχουν ποιητές νικημένοι, όπως δεν υπάρχουν ποιητές νικητές. Υπάρχουν ποιητές.”
“Στις 28 Ιουλίου του 1928, με τον ίδιο πυροβολισμό που η Αικατερίνη Καρυωτάκη έχανε τον γιο της, αναγγελλόταν στην Ελλάδα το πέρασμα ενός ποιητή.”
“Όσο είναι μικρός, λοιπόν, ο Καρυωτάκης, τα παιδιά τον αποφεύγουν. Δεν θα τρέξει, δε θα ξεφωνίσει, δε θα ξεκαρδιστεί. Περήφανος και τρομοκρατημένος, ίσως, θα καταλαγιάσει φυλακίζοντας μέσα του ένα σμάρι πουλιά που λαχταρούν να ορμήσουν στο πανηγύρι του σούρουπου. Ο λιγοστός αυθορμητισμός, που πιθανόν να του άφησε η "αυστηρή ανατροφή", θα ξεψυχήσει στην αμείλικτη κι άκαρδη αδιαφορία των συνομηλίκων του.”
“Ο Καρυωτάκης θα γράψει τα πρώτα του «στιχάκια» στα 16 του χρόνια. Η καλλιτεχνική δημιουργία, όπως και η τρέλα -- ναι, η παραφροσύνη -- είναι η διέξοδος από την εσωτερική σύγκρουση του ατόμου με τον κόσμο ή με το άμεσο περιβάλλον του. Η Δημιουργία είναι η πρόσκαιρη κατάργηση ενός κλίματος και η μετάβαση σ' ένα άλλο, που κατασκευάζει ο Δημιουργός, όπου και καταφεύγει για να ανασαίνει άνετα μέσα του.”
“Απρίλιος του '22. Η Μαρία [Πολυδούρη] είναι είκοσι χρονών και ο Καρυωτάκης 26. Και τα νιάτα τους δειλά και άγρια, απελπισμένα και διψασμένα για πίστη θ' ανάβουν φωτιές τ' Αη Γιαννιού όπου σταθούν, όπου κοιτάξουν, όπου διαβούν, όποια στιγμή της μέρας, σ' όποιο σημείο της γης συναντηθούν κι αντικρίσουν τα μάτια τους. Κάθε φόρα που τα δάχτυλα του ενός θα ακουμπούν την επιδερμίδα του άλλου. Παντού θα υψώνονται φλόγες, να καίνε τις μαρτυρίες, να πυρπολούν τα ίχνη, να λαμπαδιάζουν τα ίδια τους τα σώματα. Γιατί άλλος κανείς δε θα 'ρθει, άλλος κανείς δεν είναι άξιος ούτε να αντικρίσει την εκτυφλωτική και καταστρεπτική φλόγα που ξαφνιάζει, γεννά, μεθά τα δύο τούτα παιδιά, ώσπου να τα κατακάψει.”
“Ο Καρυωτάκης, μέσα από τα αναρίθμητα πλέγματα κατωτερότητας, φυσικά ή επίκτητα, άνοιγε έναν καινούριο δρόμο στην ποίηση της εποχής του, εξευτελίζοντας τη μεγαλοστομία, το στόμφο, την ηρωομανία και τη γλυκερή ωραιοπάθεια. Δεν ανέτρεψε απλώς αυτό το κατεστημένο, τη θεία τάξη της αστικής ποίησης, προκαλώντας την. Στάθηκε ο πρώτος αρνητής. Με τον Καρυωτάκη ξεκινάει η πρώτη υποψία ότι η ποίηση είναι ένα όπλο, το ίδιο ισχυρό και επικίνδυνο, όσο και η κοινωνική επανάσταση. Που μπορεί να γκρεμίσει αξίες, πλάνες, ψευδαισθήσεις, απάτες. Ακριβώς όπως τις συντηρούσε ως τότε η ποιητική μεγαλοστομία και η ρομαντική αβρότητα, αφήνοντας ελεύθερους τους πατριδοκάπηλους, τους εκμεταλλευτές, τους αποικιοκράτες (με μοναδική εξαίρεση τον Σολωμό και τον Καβάφη).”
“Μόνο στα τελευταία εικοσιτετράωρα της ζωής του, κι όταν πια φαίνεται να 'χει αποφασίσει το θάνατό του, αναμετρά το βάθος της άρνησής του. Και τρομάζει μπροστά στο ρήγμα που άνοιξε η αναμέτρησή του με την εποχή του, που δεν τον αφομοίωσε. Και δεν τον αφομοίωσε όχι σαν αποτέλεσμα της δικής του δειλίας, των δισταγμών του, της ανικανότητας του ν' αντιδράσει, μ' έναν δυναμισμό που δεν διέθετε, αλλά γιατί στην πραγματικότητα δεν είχε τίποτα να του προσφέρει. Πόσο μακριά βλέπει ο Καρυωτάκης τη στιγμή που γράφει το τελευταίο του S.O.S., καθώς υποψιάζεται ότι αργά ή γρήγορα κι άλλοι θα δουν κι άλλοι θα υποψιαστούν και θ' απορρίψουν ό,τι και ο ίδιος, με τον κίνδυνο να παραιτηθούν όπως έκανε αυτός.”
Φωτογραφίες από την έκδοση "Άπαντα του Κ.Καρυωτάκη", Τόμος Δεύτερος, Αθήνα 1979, Φιλολογική Επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδη, εκδ. "ΕΡΜΗΣ"
Πηγή αποσπασμάτων: http://karyotakis.awardspace.com/