ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Επίσημη πρεμιέρα για το «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου

Επίσημη πρεμιέρα για το «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου
ΑΠΕ-ΜΠΕ

Στην αυγή του 2024 οι κινηματογράφοι υποδέχονται - από την Πρωτοχρονιά - την τελευταία πολυαναμενόμενη και βραβευμένη με τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία, ταινία του Γιώργου Λάνθιμου «Poor Things», με την Έμα Στόουν.

Από σήμερα, όμως, οι σινεφίλ και οι λάτρεις της μουσικής, θα μπορούν να απολαύσουν το ντοκιμαντέρ για τον ανυπέρβλητο Ένιο Μορικόνε «Ο Μαέστρος» του Τζουζέπε Τορνατόρε, ενώ προβάλλεται και η περιπέτεια «Άγραφος Νόμος» με τον Λίαμ Νίσον.

Poor Things

Δραματική κομεντί επιστημονικής φαντασίας, βρετανικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λάνθιμου, με τους Έμα Στόουν, Μαρκ Ράφαλο, Γουίλεμ Νταφόε, Ράμι Γιούσεφ, Κρίστοφερ Άμποτ, Τζέροντ Καρμάικλ, Λοράν Μπορέλ, Χάνα Σίγκουλα κα.

Ο Γιώργος Λάνθιμος, με την «Ευνοούμενη» έκανε ένα σημαντικό βήμα στην καριέρα του, μπαίνοντας για τα καλά στα διεθνή σαλόνια, ανεβάζοντας τον πήχη και βάζοντας από μόνος του τα δύσκολα στο αναγνωρισμένο ήδη όνομά του στο κινηματογραφικό κύκλωμα. Και αυτό χωρίς, προς τιμήν του, να υποκύπτει στις σαλονάτες ιδέες, τις φόρμες και τα προαπαιτούμενα της κινηματογραφικής ελίτ, για να μπει και στον κύκλο των οσκαροθήρων ή του ευνοούμενου των μεγάλων στούντιο.

Έρχεται, λοιπόν, το παιδί από το Παγκράτι, με τη νέα του ταινία, να βάλει στα καλάθια όλους αυτούς που τον αμφισβήτησαν ή τον χαρακτήρισαν ως ένα φαινόμενο, έναν κομήτη που θα σβήσει γρήγορα. Και τα καταφέρνει όχι μόνο για την εξαιρετική του θεματική ή την εμπνευσμένη σκηνοθεσία του, αλλά κυρίως γιατί τολμά να δοκιμάσει κάτι καινούργιο, να χτυπήσει στο ψαχνό τον κλασικισμό ή τα καθιερωμένα, τη σιγουριά και ταυτόχρονα να διαιωνίσει το brand name του «σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος».

Έχοντας αφήσει πίσω του τα στενά περιθώρια του ελληνικού κινηματογράφου κι έχοντας δίπλα του έναν εξαιρετικό σχεδιασμό παραγωγής, που αξιοποιεί στον μέγιστο βαθμό, ο Λάνθιμος διατηρεί τα καλλιτεχνικά του στάνταρ και αποφεύγει τη «μοναξιά» του φεστιβαλικού κοινού. Στη φάση που βρίσκεται πλέον ο Έλληνας σκηνοθέτης αυτό δεν είναι εύκολο και κρύβει πάντα παγίδες, με κυριότερη αυτή της κατάταξής του στους επιτηδευμένους «καλλιτέχνες» της σκηνοθεσίας.

Άλλωστε, είχε την τύχη και τον χρόνο να δουλέψει, απ' ότι φαίνεται, σκληρά πάνω στην αφήγηση, για να κάνει κάτι το εντελώς διαφορετικό απ' τα συνήθη, παρότι βασίζεται στον σκελετό ενός διαδεδομένου μύθου, του «Φρανκεστάιν».

Η ιστορία μας μεταφέρει στο Λονδίνο του 19ου αιώνα, όπου ένας πρωτοπόρος οραματιστής γιατρός θα επαναφέρει στη ζωή την Μπέλα, από τα νερά του Τάμεση, στα οποία βρέθηκε αυτοβούλως. Θα την πάρει στην ιδιόμορφη έπαυλή του και θα αναθέσει στον βοηθό του Μαξ να την προσέχει, καθώς η Μπέλα συμπεριφέρεται σαν παιδί, θέλοντας να ανακαλύψει τη ζωή. Θα αναζητήσει την ελευθερία της και παρόλο που θα υποσχεθεί να παντρευτεί τον καλόκαρδο Μαξ, αποφασίζει να φύγει μακριά με τον σαγηνευτικό τυχοδιώκτη Ντάνκαν, για να ανακαλύψει τον έρωτα, τον εαυτό της, τον κόσμο.

Από τη Λισαβόνα έως την Αλεξάνδρεια και το Παρίσι, η Μπέλα ταξιδεύει σε μια ενήλικη χώρα των θαυμάτων, ανακαλύπτοντας το σεξ, την αυτοδιάθεση, την πολιτική, τη φιλοσοφία, τα κοινωνικά στερεότυπα και τις αλήθειες ή και τα κατά συνθήκη ψεύδη, που γιγαντώνονται και κάποια στιγμή κυριεύουν τον κόσμο, δημιουργούν την περιβόητη αστική υποκρισία.

Εδώ, όμως, για μια ακόμη φορά, αποδεικνύεται ότι το σενάριο είναι πολύ σπουδαίο πράγμα για μια ταινία. Και η δουλειά που έχει κάνει ο σεναριογράφος Τόνι ΜακΝαμάρα, με τον οποίο είχε συνεργαστεί και στην «Ευνοούμενη», είναι εκπληκτική. Μεταμορφώνει το ομότιτλο και πολυσύνθετο βιβλίο του Άλασντερ Γκρέι, σε ένα σενάριο στέρεο και διαπεραστικά σαρκαστικό και πιο πολιτικό, αλλά το βασικότερο ρίχνει τα θεμέλια, πάνω στα οποία μπορεί να οικοδομήσει ο σκηνοθέτης ζητήματα σημερινά, του δίνει το περιθώριο να βάλει και τη λοξή του ματιά στο σενάριο και τη σκηνοθεσία.

Με σαρκασμό, ο Λάνθιμος δίνει ψυχή και σάρκα σε έναν καινούργιο κόσμο, η φαντασία του, μέσω των πλάνων του, αλλά και της αξιοποίησης των σκηνικών, κοστουμιών και φωτισμών, του δημιουργικού μοντάζ από τον Μαυροψαρίδη, δείχνει αχαλίνωτη, για να φτιάξει ένα γοτθικό παραμύθι, βουτηγμένο σε κατάμαυρο χιούμορ και ιδιαίτερο ερωτισμό. Να τολμήσει, να φλερτάρει με το εξεζητημένο, χωρίς να περιχαρακωθεί σε αυτό, να παίξει με το ασπρόμαυρο και τα υπερκορεσμένα χρώματα, βοηθούμενος και από τον διευθυντή φωτογραφίας του Ρόμπι Ράιαν.

Ταυτόχρονα, ο Λάνθιμος μπαίνει στον πειρασμό να κάνει ένα διαλογισμό πάνω στη σχέση του δημιουργού και του δημιουργήματός του, ανατρέποντας το μύθο του Φρανκεστάιν, καπελώνοντας τη γραφικότητα του θέματος από την πολιτική σκέψη. Γιατί η ταινία του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένα φιλμ γυναικείας χειραφέτησης και συνειδητοποίησης και στο δικαίωμα της χαράς στον έρωτα, στην επιθυμία και την υποχρέωση να προχωρήσουμε μπροστά αφήνοντας κατά μέρος τις υποκρισίες και τον καθωσπρεπισμό. Και συνάμα να μην κάνει τα στραβά μάτια μπροστά στις ταξικές διαφορές, τις ανισότητες και όλα αυτά επιλέγοντας τον δύσκολο δρόμο να μιλήσει παιχνιδιάρικα, να γελάσει με όλα αυτά και μαζί και οι θεατές, αποκαλύπτοντας δεξιοτεχνικά μία τεράστια φάρσα, αυτή της ζωής.

Οι Γουίλεμ Νταφόε, Μαρκ Ραφάλο, Ράιμι Γιουσέφ και τ' άλλα «παιδιά» είναι ιδιαιτέρως ικανοποιητικοί και με ευκολία ξεπερνούν τις απαιτήσεις των δύσκολων ρόλων τους, αλλά η Έμα Στόουν, είναι απολαυστική, με την τολμηρή ερμηνεία της, που μπορεί να ισορροπεί σαν μπαλαρίνα στον εύθραυστο χαρακτήρα της και να ξεφεύγει από την υπερβολή ή την επίδειξη, στην οποία ορισμένες φορές υπέκυψε ο Λάνθιμος, με τις αχρείαστες βιρτουοζιτέ λήψεις του.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η απίστευτη ιστορία και φανταστική εξέλιξη της Μπέλα Μπάξτερ, μιας νεαρής γυναίκας στη βικτωριανή Αγγλία που ανασταίνεται χάρη στον ιδιοφυή και αντισυμβατικό επιστήμονα Δρ Γκούντγουιν Μπάξτερ. Υπό την προστασία του, η Μπέλα ανυπομονεί να μάθει. Διψασμένη από την εμπειρία που στερείται, το σκάει με τον Ντάνκαν Γουέντερμπερν, έναν ικανό και με μειωμένη ηθική δικηγόρο, σε μια περιπέτεια περιπλάνησης σε όλες τις ηπείρους.

Ένιο Μορικόνε: Ο Μαέστρος

Ντοκιμαντέρ, ιταλικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Τζουζέπε Τορνατόρε.

Ο Ένιο Μορικόνε, ο αθάνατος Ρωμαίος συνθέτης, του οποίου οι μελωδίες θα συνεπαίρνουν τους λάτρεις του κινηματογράφου και φυσικά της μουσικής για πάντα, σε ένα αγαπησιάρικο όσο και συγκινητικό ντοκιμαντέρ από τον ανεπιτήδευτο αισθηματία Τζουζέπε Τορνατόρε.

Ο maestro έχει χαρακτηριστεί απολύτως σωστά ως «ο μουσικός που άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε το σινεμά». Ωστόσο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ο μοναδικός συνθέτης που μπορούσε να βάλει στη σκοτεινή αίθουσα ανθρώπους, που αδιαφορούσαν για την ταινία. Τους ακροατές του κινηματογράφου. Έτσι και σε τούτο το καλογυρισμένο και συγκινησιακά φορτισμένο φιλμ, μπαίνεις στην αίθουσα, κλείνεις τα μάτια και αφήνεσαι στις μουσικές του συνεσταλμένου διοπτροφόρου συνθέτη, που χάσαμε πριν από τρία χρόνια.

Συνάμα, όμως, ο Τορνατόρε, καταφέρνει να ανοίξει τα μάτια του μαγεμένου θεατή, όταν περνούν από την οθόνη τεράστια ονόματα του κινηματογράφου, συνεργάτες του Μορικόνε, που είχαν την Θεία τύχη να τους γράψει τη μουσική της ταινίας ή των ταινιών τους. Σκηνοθέτες αγαπημένοι, με τεράστιο έργο, ανάμεσά τους και οι Κλιντ Ίστγουντ, Κουέντιν Ταραντίνο, Ρόλαντ Τζόφι, αλλά και συνάδελφοί του, όπως οι Χανς Ζίμερ, Κουίνσι Τζόουνς, Μπρους Σπρίνγκστιν και πολλοί άλλοι. Η απόλαυση, ωστόσο, δεν τελειώνει εδώ, καθώς ο Τορνατόρε του περίφημου, για να μην ξεχνιόμαστε, «Σινεμά, ο Παράδεισος», μοντάρει δεξιοτεχνικά σκηνές και κάδρα από ταινίες που σημάδεψε με τις νότες του ο Μορικόνε, φέρνοντας στη μνήμη μας σχεδόν όλους τους λατρεμένους πρωταγωνιστές. Νοσταλγικά και αποθεωτικά, θυμίζοντάς μας και τις όχι και τόσο διάσημες ταινίες του, όπως εκείνες στις αρχές της δεκαετίας του '60. Αλλά και τον ίδιο τον maestro να εξομολογείται τις αγωνίες του, την απόφασή του το '70 να σταματήσει να γράφει για το σινεμά, αλλά και την βούλησή του, αμέσως μετά, ότι θα συνεχίσει για να «τιμωρήσει» όλους αυτούς που θεωρούσαν τη μουσική για τον κινηματογράφο δευτέρας διαλογής.

Ο Τορνατόρε φτιάχνει ένα τρίωρο μουσικό έπος, τον απόλυτο φόρο τιμής στον μεγαλύτερο μουσικοσυνθέτη του κινηματογράφου, παρότι το εύρος της δημιουργίας του, με τις πάνω από 400 συνθέσεις για ταινίες, δεν μπορεί να εξαντληθεί ούτε στον διπλάσιο χρόνο.

Ο μέγας Σέρτζιο Λεόνε τον έκανε παγκοσμίως διάσημο, όταν του έδωσε τον χώρο και τον χρόνο, αφαιρώντας από τη σκηνοθεσία. Ο πανούργος συνθέτης θα δώσει στα κλασικά σπαγγέτι- γουέστερν μια θεόπνευστη χάρη. Για πρώτη φορά θα ακούσουμε κουδούνια, σφυρίχτρες, ιταλικά λαϊκά όργανα, φυσικούς ήχους να συνδέονται με τόσο μαγικό τρόπο. Γιατί αν τα σπαγγέτι - γουέστερν του Λεόνε άξιζαν πολλά, οι μουσικές του Μορικόνε τα έστειλαν σε άλλη διάσταση. Μπορεί ένα πλάνο του Λεόνε να μην είναι απαραίτητα αναγνωρίσιμο, είναι όμως δυο νότες του Μορικόνε.

Το να απαριθμήσεις τις ταινίες που μας συνεπήραν με τις συνθέσεις του, είναι μάλλον μάταιο. Αν στο υπερσυντηρητικό Χόλιγουντ και στην Ακαδημία δεν κυριαρχούσαν στερεότυπα και η άρνηση του Μορικόνε να εγκαταλείψει τη Ρώμη για το Λος Άντζελες, κανονικά θα χρειαζόταν την τροπαιοθήκη της Γιουβέντους για να χωρέσει τα Όσκαρ και τα άλλα βαρύτιμα βραβεία. Αντιθέτως, θα τιμηθεί μόνο με το Όσκαρ μουσικής το 2007 για το σύνολο του έργου του και το 2016 με το χρυσό αγαλματίδιο καλύτερης πρωτότυπης μουσικής για το γουέστερν του Ταραντίνο «Μισητοί 8». Τελικά, οι τιμές, τα Όσκαρ, τα BAFTA, τα Ντονατέλο, τα Γκράμι, οι Χρυσοί Λέοντες και όλα τα βραβεία του κόσμου δεν αξίζουν τίποτα μπροστά στις ανεπανάληπτες μουσικές του Μορικόνε. Θυμηθείτε μόνο την υπέροχη σύνθεση στην «Αποστολή» του Τζόφι, μια σύνθεση ερχόμενη από ψηλά που κατεβαίνει στη ζούγκλα του Αμαζονίου λειτουργώντας ως μέσο σωτηρίας για όλους μας και συνάμα αναδεικνύοντας την ανοιχτή πληγή της αποικιακής καταπίεσης. Με λίγες νότες ο Μορικόνε είπε όσα δεν μπορεί να πει κανένας σκηνοθέτης σε ολόκληρη ταινία. Ένα μόνο μικρό δείγμα της ιδιοφυΐας του, το οποίο καταφέρνει να αναδείξει και ο Τορνατόρε με το ντοκιμαντέρ του, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας και υπήρξε τεράστια εμπορική επιτυχία στην Ιταλία.

Άγραφος Νόμος

Περιπέτεια, ιρλανδικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Λόρεντζ, με τους Λίαμ Νίσον, Τζακ Κλίσον, Κέρι Κόντον, Ντέσμοντ Ίστγουντ, Σαΐραν Χάιντς, Κολμ Μίνι κα.

Ακόμη μία περιπέτεια προστίθεται στον μακρύ κατάλογο των ταινιών του είδους που γυρίζει συνεχώς εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια ο Λίαμ Νίσον, ο οποίος παραδόξως διατηρεί την εμπορικότητά του και στη χώρα μας. Εδώ, θα συνεργαστεί για δεύτερη φορά, μετά το προπέρσινο «Ο Προστάτης», με τον Αμερικάνο σκηνοθέτη Ρόμπερτ Λόρεντζ, παρότι πρόκειται για ιρλανδική παραγωγή και με το σενάριο να μας μεταφέρει στη γενέτειρα του Λίαμ Νίσον και στα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του '70.

Μία περιπέτεια, που είναι ελαφρώς διαφορετική από τις τελευταίες του Νίσον, καθώς δεν είναι τόσο ύμνος στην μπουνοκλωτσιά, έχει στάλες δραματικότητας κι ένα άρωμα της πρόσφατης ιρλανδικής ιστορίας, που καλύτερα να είχε παραλείψει ο σκηνοθέτης.

Στην Ιρλανδία του 1974, έπειτα από μία τρομοκρατική επίθεση στο Μπέλφαστ τα μέλη του IRA θα καταφύγουν σε ένα απομακρυσμένο χωριό, όπου ζει ο Φίνμπαρ Μέρφι, ένας πληρωμένος εκτελεστής που «καθαρίζει» κακοποιούς, αλλά το χωριό δεν γνωρίζει την ιδιότητά του αυτή. Έχει, μάλιστα, αποφασίσει να κρεμάσει τα όπλα του και να ασχοληθεί με τον κήπο του. Όταν θα καταλάβει ότι η ομάδα των τρομοκρατών αρχίζει να απειλεί τη ζωή των γειτόνων και φίλων του, θα ξαναπάρει τα όπλα και θα φανερώσει το επάγγελμά του.

Το σενάριο, μπορεί να μη διαθέτει κάποια ιδιαίτερη πρωτοτυπία, αλλά εκ πρώτης όψεως φαίνεται να έχει το ενδιαφέρον του και αν μη τι άλλο να κρατήσει τον θεατή μέχρι το τέλος. Αμ δε. Το σενάριο είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα στην ταινία. Κακογραμμένο, με μονοδιάστατους «κακούς» (τα μέλη του IRA), χλωμούς χαρακτήρες που περιφέρονται δίπλα στον Νίσον, εξωπραγματικές καταστάσεις και με σαφή πρόθεση να διαστρεβλώσει την πρόσφατη ιστορία της Ιρλανδίας.

Απ' την άλλη, η σκηνοθεσία, παρότι και αυτή έχει τα θέματά της, είναι σε άλλο εντελώς κλίμα. Ο Ρόμπερτ Λόρεντς, για χρόνια βοηθός του Κλιντ Ίστγουντ, θα μας χαρίσει αρκετές καλογυρισμένες σκηνές, θα κρατηθεί στο ύψος του από τα γενικά πλάνα της άγριας ομορφιάς της ιρλανδικής φύσης, τα σκοτεινά χρώματα, που ταιριάζουν με το περιβάλλον και την ψυχολογία των ηρώων. Ορισμένες φορές, βέβαια, χάνει την αφηγηματική του ικανότητα και δείχνει αμήχανος με σκηνές που δεν οδηγούν πουθενά. Αλλά είπαμε το σενάριο είναι καταστροφικό και ίσως γι' αυτό ο Λόρεντζ δείχνει ορισμένες φορές να το αγνοεί, να το παρακάμπτει, ακολουθώντας τις δικές του ιδέες - ίσως για μία άλλη παραπλήσιου θέματος ταινία.

Κακά τα ψέματα, όμως, η τελική ευθύνη είναι του σκηνοθέτη και ο Λόρεντζ καταγράφει στο ενεργητικό του ακόμη μία τουλάχιστον μέτρια ταινία, που θα τραβήξει το ενδιαφέρον μόνο των φανατικών του εμφανώς, πλέον, γερασμένου Λίαμ Νίσον.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ιρλανδία, δεκαετία του 1970. Σε ένα απομακρυσμένο ιρλανδικό χωριό, ο κατεστραμμένος από τις πολιτικές αναταραχές Φίνμπαρ Μέρφι αναγκάζεται να πολεμήσει ξανά, αυτή τη φορά για λύτρωση μετά από μια ζωή αμαρτιών. Αλλά ποιο τίμημα είναι διατεθειμένος να πληρώσει; Στη χώρα των αγίων και των αμαρτωλών, μερικές αμαρτίες δεν μπορούν να ταφούν.

Προβάλλεται ακόμη η ταινία:

Μυστήριο στη Φάρμα των Ζώων

(A Mystery on the Cattle Hill Express) Φετινή, παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων από τη Νορβηγία, που είναι αρκετά καλύτερη από τα συνηθισμένα β' κατηγορίας animation που μας έρχονται σωρηδόν, για να καλύψουν το πολυάριθμο κοινό της πιτσιρικαρίας.

Ο συνδυασμός παιδικής διασκέδασης και μυστηρίου βρίσκει στόχο αν και ορισμένες φορές απευθύνεται σε νηπιαγωγείο και άλλες σε αρκετά μεγαλύτερα παιδιά. Όταν τα ζώα που συμβιώνουν σε μια φάρμα συνειδητοποιούν ότι το έδαφος δεν είναι πλέον καλλιεργήσιμο, αποφασίζουν να δοκιμάσουν έναν «σούπερ σπόρο», ο οποίος ίσως τους λύσει τα χέρια. Τότε, όμως, κάποιος κλέβει την εφεύρεσή τους και πλέον καλούνται να εντοπίσουν το μυστηριώδη δράστη για να σωθούν. Το φιλμ του Γουίλ Άσχερστ, που διαθέτει και αρκετές σινεφιλικές αναφορές, προβάλλεται μεταγλωττισμένο στα ελληνικά.