Γιατί η απώλεια του «πολύτροπου» δασκάλου Δημήτρη Μαρωνίτη κοστίζει πολύ
«Έφυγε ο Μπαμπάς μας Μίμης Μαρωνίτης». Η ανάρτηση στο Facebook υπενθύμισε τη ματαιότητα της σάρκας και την αθανασία που ένα πνεύμα μεγάλο και γενναιόδωρο μπορεί να σου εξασφαλίσει. Η κόρη του Εριφύλη δεν είναι η μόνη που θρηνεί την απώλεια του άντρα που τόλμησε επίμονα και στωικά να κάνει τον κόσμο μας καλύτερο φέρνοντας στο τώρα κάτι από τα παλιά.
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης έφυγε σε ηλικία 87 ετών έπειτα από μάχη με την απάρατη νόσο. Πνευματικός άνθρωπος σπάνιας αξίας ήταν ένας από τους σημαντικότερους μεταφραστές αρχαίων κειμένων, συγγραφέας, αρθρογράφος, μελετητής, οτιδήποτε άγγιζε τη σφαίρα του Ελληνικού πνεύματος που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην αρχαιότητα και τη νεοελληνικότητα, ήταν δικό του.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1929. Απόφοιτος του Πειραματικού Σχολείου της πόλης ο Δημήτρης Μαρωνίτης σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης και συνέχισε το ταξίδι του στη γνώση στα πανεπιστήμια της Γερμανίας όπου και έκανε τις μεταπτυχιακές του σπουδές με υποτροφία της Humboldt-Stiftung. Ο Δημήτρης Μαρωνίτης πήρε το διδακτορικό του από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο το 1962. Εκεί δίδαξε Αρχαία Ελληνικά από το 1963 έως το 1968 ως εντεταλμένος υφηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή.
Η δικτατορία τον απολύει, τον συλλαμβάνει και τον φυλακίζει για οκτώ μήνες. Εκεί γράφει για τη δική του «Μαύρη Γαλήνη», ένα κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 1973 στο 8ο και τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Η Συνέχεια», και το 2007, στις εκδόσεις «Το Ροδακιό».
«Ομιλητικό κείμενο αμίλητης, βασανιστικής απομόνωσης στα κελιά του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Χαραγμένο με μολύβι σε φθαρμένες χαρτοπετσέτες την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1973. Σωματική απογραφή, με εγκοπές και ανακοπές, μιας οριακής και αδιαίρετης δοκιμασίας, όπου αίσθηση και παραίσθηση συγχέονται, αφήνοντας πίσω τους την ανακουφιστική συγκίνηση. Κείμενο εγγαστρίμυθο, που ύστερα από σαράντα χρόνια γυρεύει τώρα φωνή και όψη» έγραφε ο ίδιος υπογράφοντας ως Δ.Ν.Μ. στο σημείωμα του για τη μεταφορά του έργου του στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Η επιστροφή του στα έδρανα της Φιλοσοφικής Σχολής το 1975 διαρκεί έως το 1996 ωστόσο ο ίδιος είχε έρωτα με το «αθάνατο» πνεύμα της Ελλάδας που επινόησε έννοιες.
«Η Οδύσσεια είναι ένα έπος από κάποια άποψη πιο γοητευτικό, πιο πιασάρικο, με τα παραμυθικά του στοιχεία, με τα αφηγηματικά του κόλπα. Σε γοητεύει να το ακούς, να το σκέφτεσαι, ακόμα και να το παριστάνεις με τον έναν ή τον άλλο τρόπο» είχε πει σε συνέντευξη του στη Ράνια Μπουμπουρή για το Ομηρικό έπος με αφορμή την έκδοση της Ιλιάδας σε δική του μετάφραση το 2013.
«Σε αντίθεση με αυτόν τον γοητευτικό, πιασάρικο τόνο και τρόπο της Οδύσσειας, τουλάχιστον στην επιφάνεια, γιατί από κάτω τρέχει αρκετή μελαγχολία και απαισιοδοξία και στην Οδύσσεια –απλώς θέλει λίγο σκάψιμο το πράγμα–, η Ιλιάδα είναι ένα καταρχήν ακατάδεκτο έπος, δεν καταδέχεται με τίποτε να δελεάσει τον ακροατή της ή και τον αναγνώστη της με ένα είδος γοητείας και στον αφηγηματικό της τρόπο και στη μυθοπλασία της και στη δραματοποίησή της....Όποιος την τολμήσει, ανταμείβεται. Όποιος δεν την τολμήσει, μένει έξω ή τον σπρώχνει έξω από τον χώρο της η Ιλιάδα» πρόσθεσε.
Στην εργογραφία του Δημήτρη Μαρωνίτη συγκαταλέγονται μελέτες για τους Έλληνες του πνεύματος που έλαμψαν μετά τον πόλεμο (Σινόπουλος, Ρίτσος, Σαχτούρης κα.) αλλά και άλλους που είχαν προηγηθεί. Ο Κ.Π. Καβάφης θα ήταν υπερήφανος για αυτόν τον ακαδημαϊκό που ήταν ειλικρινής με τη ζωή, τις σκέψεις και τα πάθη του. Ήταν ένας άντρας τολμηρός που δεν θέλησε ποτέ να κρατήσει τη γνώση και τις εμπειρίες του στον εαυτό του, ο Δημήτρης Μαρωνίτης ήταν ένας φάρος και αυτό είναι η δυσκολία στην αποδοχή αυτής της απώλειας που ρίχνει σκοτάδι στο σήμερα.
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης έγραψε βιβλία, μονογραφίες και άρθρα για τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Σοφοκλή, τον Ηρόδοτο, τον Αλκαίο, τη Σαπφώ, διετέλεσε διευθυντής του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, από το 1994 έως το 2001, είχε μια σύντομη θητεία ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (από τις 3 Νοεμβρίου 1989 έως τις 12 Σεπτεμβρίου 1990) και από τον Φεβρουάριο του 1971, όταν και ξεκίνησε την επιφυλλιδογραφία στο ΒΗΜΑ με το πρώτο του άρθρο «Σημείο αναφοράς» δεν σταμάτησε ποτέ να μας δίνει την άκρη στο μίτο της ευφυής σκέψης του. Μετά από αυτή τη δημοσίευση συλλαμβάνεται αλλά αυτό δεν σήμαινε τίποτα για εκείνον
Αποφυλακίζεται τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς και στις 18 Δεκεμβρίου δημοσιεύεται η δεύτερη επιφυλλίδα του με τον εύγλωττο τίτλο «Επιστροφή».
«Στην αρχή κρεμιέσαι από τις γέφυρες που ενώνουν το μέσα με το έξω, το χθες με το σήμερα. Υπάρχει ευτυχώς ένας ολόκληρος κατάλογος από σωτήριες λέξεις, έτοιμες να σε ταλαντεύσουν από τη μια στην άλλη όχθη, περίπου ανέπαφο, σε μια κατάσταση ανακουφιστικής ναυτίας» γράφει.
«Η δυσκολία έρχεται, όταν πια δεν μπορείς ή αρνείσαι να χρησιμοποιήσεις αυτές τις αιώρες. Τότε τα όρια συγχέονται, το μυαλό σταματά, η μνήμη χάνει την ικανότητά της να συνθέτει από σπαράγματα ένα όποιο σχηματισμένο μωσαϊκό· ξεπέφτει στην άδηλη αναπνοή. Τα πράγματα κι οι λέξεις αλλάζουν νόημα. Άξαφνα το όμικρον: ένας λάκκος κλειστός, πιο ασφυκτικός κι από κελί. Ή η κεραία του γιώτα: συσπασμένη στην άκρη της, σαν άφωνη κραυγή. Φταίει ασφαλώς ο χώρος, μακρόστενος και περίφρακτος, όπως η πλάκα του δημοτικού σχολείου, που πάνω στο μαύρο στρώμα της συνουσιάζονται τα εφτά φωνήεντα και τα δεκαεφτά σύμφωνα της χαλασμένης γλώσσας μας. Φταίει και το φως: ένα ξόδι ηλεκτρικού, εγκλωβισμένου ανάμεσα σε δυο ταβάνια από μπετόν, που περνά από μια τρύπα στρογγυλή κι αποπατεί επάνω στο κεφάλι σου. Εκεί, που ξεφυσάς κι αναδιπλώνεις τα τρία άλφα της ανάσας σου, κι όπου περνούν μέρες πολλές, προτού ακούσεις κάτι δικό σου: πως ήσουν άλλοτε έφηβος, ύστερα άντρας με γυναίκα, πατρίδα και παιδιά, σπιτικό και φίλους. Ο χώρος περιορισμένος στις παλάμες και στα πέλματά σου· ο χρόνος ραγισμένος και ακίνητος».
«Μπουσουλάει ο νήπιος χρόνος, ωσότου να σταθεί στα πόδια του. Να δούμε πού το πάει το παιδί· πού θα μας πάει, αν δεν μας φάει» έγραφε ο ίδιος στο άρθρο του «Αναγνωστικά» από τον Ιανουάριο του 2010.
Εραστής του αδιαίρετου τρίο όπως το ονομάτιζε ο ίδιος, «της γραφής, της ανάγνωσης και της μετάφρασης», ο Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, ο ευθύς, με απόψεις προκλητικές και λόγο πολιτικό και παρεμβατικό διανοούμενος που έφερε την αρχαιότητα πιο κοντά μας, έφυγε κερδίζοντας τη θέση στο πάνθεον της αθανασίας που ένα πνεύμα με ρίζες στο παρελθόν και βλέμμα στο τώρα μπορεί να κατακτήσει.
«Πόσο μέλλον πρέπει να βρίσκεται ανακατωμένο στο παρόν, για να μην απολιθώνεται αυτό το παρόν;» αναρωτιόταν με την απάντηση να είναι μετέωρη, έτοιμη να παραδοθεί ίσως σε όλους όσοι ξεκινήσουν να ανακαλύπτουν τη σημαντικότητα του πολύτροπου σαν Ομηρικό ήρωα Δημήτρη Μαρωνίτη ξανά από την αρχή.