«Ας περιμένουν οι γυναίκες»: Ο ύμνος του Σταύρου Τσιώλη στην νεοελληνική «ελαφρότητα»
Μια γιγαντιαία κι ακριβής προφητεία των καιρών μας, μία ταινία που όταν την βλέπεις για πρώτη φορά απλά δεν το πιστεύεις πως υπάρχει κάτι τέτοιο στον ελληνικό κινηματογράφο.
Αυτή είναι η ταινία όπου κάθε πρόταση του σεναρίου, κάθε στιγμή, κάθε λέξη μεταμορφώνεται αυτομάτως σε μία κλασική ατάκα που θα θυμάσαι για μία ζωή, θα τις λες με τους κολλητούς σου και θα γελάτε (ή θα κλαίτε ανάλογα την περίσταση πάντα).
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ταινία βαρέων βαρών που όμως τελικά σε κάνει να αισθάνεσαι πιο ανάλαφρος που είσαι Έλληνας, που είσαι έτσι όπως είσαι, που έχεις ζήσει ότι έχεις ζήσει, που δεν υπολογίζεις το κόστος, που δεν κοιτάς τις λεπτομέρειες, που δεν είσαι υπολογιστής Ευρωπαίος. Είσαι νεοέλληνας και καμάρι σου.
«Διότι οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που από έρωτα εκπέσανε».
Ξεστομίζει στα βράχια ο Αργύρης Μπακιρτζής και γράφει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στον νέο σουρεαλιστικό ελληνικό κινηματογράφο. Μία ατάκα που συνοψίζει πάραυτα την ιστορία της Ελλάδας από το 1980 και μετά. Ο Σταύρος Τσιώλης δεν γύρισε ταινία, έγραψε ιστορία.
«Φταίει η ζωή που μας στήνει παγίδες».
Λέει ο Μπακιρτζής καθώς ρουφάει το φραπεδάκι του στη βεράντα. Μία απενοχοποίηση δοσμένη με στυλ και χιούμορ, αυτό είναι η ταινία.
Οι χαρακτήρες είναι πραγματικά διαλεγμένοι αλλά την ίδια στιγμή ουσιαστικά όλοι είναι ένας χαρακτήρας, ο γνήσιος νεοέλληνας, ο γλεντζές, αυτός που δεν νοιάζεται, που ζει μόνο για το σήμερα, είναι ο άνθρωπος που είναι παθιάρης, μοναδικός, κοινότυπος αλλά ονειροπόλος, κακομοίρης αλλά και large.
Ο Σταύρος Τσιώλης ψυχογράφησε λεπτομερώς την ελληνική ψυχή του ΠΑΣΟΚ, της ρεμούλας και του σκυλάδικου, αλλά το έκανε με μία ματιά τρυφερή, με αγάπη, με σεβασμό αλλά και άπειρο χιούμορ που κλείνει το μάτι στους μεγάλους δημιουργούς του σινεμά σε όλο τον κόσμο.
Η ταινία, όπως είπε ο ίδιος ο Τσιώλης, γράφτηκε μέσα σε 20 μέρες.
Ένας Ζουγανέλης που δίνει ρέστα, δίνει ψυχή, δίνει διαμάντια στην κάμερα, ένας Μπακιρτζής που κρατάει την ισορροπία και δίνει στυλ, κάνει τον μάγιστρο του νεοέλληνα, τον μύστη, τον ιερέα.
«Δε θέλουμε το κακό κανενός και μας πατάνε όλοι»
Λέει με σθένος ο «θείος» Ζουγανέλης φορώντας την λευκή ρόμπα του. Σκηνές απείρου κάλους με φόντο μία ελληνική επαρχία που βράζει μέσα στο τίποτα της, μέσα στην ασημαντότητα του ελληνικού χάρτη.
Λαϊκά άσματα που ακούγονται από το ράδιο των ηλικιωμένων γυναικών, τηλέφωνα, Πελοποννησιακές λέρες, το συνέδριο της Βόλβης...
...κι από πότε ο Πάνος ασχολείται με την πολιτική;
Σκέτο χάσιμο.
Ένας τεράστιος Σάκης Μπουλάς που ντρέπεται για τον Ζουγανέλη όταν λέει:
«ΠΑΣΟΚ με Νέα Δημοκρατία; Από το ίδιο βαρέλι».
Ατάκες που είναι κυριολεκτικά χρησμοί του μέλλοντος μας σαν λαός, ένα ψυχογράφημα γνήσιο κι αψεγάδιαστο αισθητικά αλλά και νοηματικά.
Πώς να την πεις όμως αυτή την ταινία; Πολιτική; Αισθηματική; Ταινία δρόμου; Σίγουρα είναι σκέτη ψυχεδέλεια, μία ψυχεδέλεια made in Greece.
Αλήθειες ειπωμένες, αλήθειες βιωμένες και περασμένες στο φιλμ.
Οι διάλογοι απλά μιλάνε από μόνοι τους. Ο Σταύρος Τσιώλης ήταν και θα είναι μία γνήσια ιδιοφυΐα που κατάφερνε να βάζει την πραγματική ζωή μέσα στο σενάριο του.
«Ρε, ο διαιτητής τα είχε αρπάξει;»
«Ρε σας έδωσε δυο πέναλτι; Άμα τρώτε τρία γκολ ο διαιτητής φταίει;»
«Ήταν ανατροπή στο ενενήντα;»
«Τρία μέτρα έξω από την μεγάλη περιοχή;»
«Ρε θα μας τρελάνεις; Του βάζει τάκλιν ο Μανωλάς, πετάγεται ο Σκαρτάδος, διασχίζει τρία μέτρα στον αέρα και σκάει μέσα στην περιοχή; Και μένει το παιδί πεθαμένο στη λάσπη και πάει αυτός και του δείχνει κάρτα ότι δήθεν παίζει θέατρο και ζει ακόμα! Ήρθανε οι αγροκαλλιεργητές από τη Λακωνία να μας πούνε τι είναι πέναλτι».
Διάλογοι που δεν έχουν κανένα ιερό και κανένα όσιο για τον θεατή αλλά ταυτόχρονα είναι τρυφεροί, βγαλμένοι από την καρδιά.
Κονβέρτιμπλ, Πόρτο Καρράς, Καζίνο και ρετιρέ στο Πανόραμα. Ο φραπές χωρίς ζάχαρη είναι δηλητήριο. Δικαίωμα μου.
Ήρωες καψούρηδες με τη μανούρα, τη ζωή, ήρωες-αντιήρωες που έχουμε μάθει να μισούμε αλλά και να αγαπάμε ταυτόχρονα. Οι χαρακτήρες της ταινίας είναι οι πατεράδες μας, είναι οι μανάδες και οι παπούδες μας.
Και οι ατάκες συνεχίζονται ασταμάτητα:
Το μοσχαράκι το σωστό είναι κοκκινιστό και θέλει ΠΟΛΛΕΣ πατάτες τηγανητές, Η ζωή σαν την μπάλα είναι ρουφιάνα κι αυτή.
Το «Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες» είναι η ίδια η ζωή και η αγάπη της. Όποιος δεν το έχει δει να παρατήσει ότι κάνει άμεσα και να τρέξει τώρα.