Dear Child: Άλλη μια φορά που το Netflix δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον εαυτό του
Καθώς κοιτάει κανείς την κεντρική σελίδα της πλατφόρμας πραγματικά απογοητεύεται. Τα ίδια και τα ίδια, και όχι μόνο αυτό, αλλά το σκεπτικό της «πλαστικοποιημένης διασκέδασης» έχει μολύνει και όλες τις νέες παραγωγές τους.
Είπα κι εγώ να δω κάτι για να περάσει η ώρα, κάπου μεταξύ βαρετής Κυριακής και μιας σακούλας πατατάκια.
Τι το ήθελα;
Το μάτι μου έπεσε, όπως όλων, στο chart του Netflix, το οποίο είχε πρώτη στις σειρές το Dear Child. Μετά από μία μικρή έρευνα που έκανα για να δω περί τίνος πρόκειται, χάρηκα που ήταν βασισμένο στο βιβλίο του Romy Hausmann, τον οποίο δεν τον ήξερα μεν, αλλά αισθάνθηκα πως ήταν θετικό μια σειρά να είναι βασισμένη σε λογοτεχνία. Κι όμως έκανα λάθος.
Θα πεις τώρα, τι τόσο κακό είχε το Dear Child, αλλά εγώ θα σου απαντήσω πως το πρόβλημα είναι αυτά που δεν είχε. Η κάθε σειρά του Netflix, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, πρέπει μάλλον να έχει κάποιες στάνταρ προδιαγραφές γιατί αλλιώς δεν εξηγείται όλη αυτή η πραγματικά ενοχλητική ομοιομορφία τους. Με λίγα λόγια η πλατφόρμα κολοσσός που έχει ουσιαστικά αλλάξει τα δεδομένα στο πως βλέπουμε σινεμά και τηλεόραση, θέλει να βγάζει σειρές λες και βγάζει κουτάκια αναψυκτικών:
Όλα πρέπει να είναι τα ίδια και να έχουν ακριβώς την ίδια γεύση.
Έτσι ακριβώς και το Dear Child μοιάζει με χίλια δύο ίδια πράγματα που έχουμε δει κατά καιρούς. Η ιστορία μιλάει για μία απαγωγή, αλλά το θέμα δεν είναι η ιστορία, το σενάριο είναι καλό, το πρόβλημα έρχεται όταν μιλάμε για χαρακτήρες που είναι τόσο ρηχοί και για διαλόγους που είναι τόσο προβλέψιμοι που τελικά σε «βγάζει». Επίσης ένα από τα πιο σημαντικά μειονεκτήματα της σειράς είναι φυσικά και ο φωτισμός που είναι λες κι έχει βγει από κάποιο «εργοστάσιο Netflix» σειρών. Καμία πρωτοτυπία για το Dear Child.
Τώρα φυσικά θα υπάρχουν και οι αντίθετες απόψεις, αλλά είπαμε όλα σε αυτή τη ζωή είναι θέμα αισθητικής και γούστου, και το Dear Child το χάνει και στα δύο.