Oppenheimer: O Christopher Nolan γράφει κινηματογραφική ιστορία με ένα τρίωρο οπτικό ποίημα
Είχαμε καιρό να αισθανθούμε ατόφια συγκίνηση από μία κινηματογραφική παραγωγή, είχαμε καιρό να νιώσουμε πως η ποίηση μπορεί να μεταγραφεί μέσα στην εικόνα από τη ματιά ενός σκηνοθέτη. Από παλιά όλοι μας ξέραμε πως τα ποιήματα βρίσκονται πάνω σε σελίδες, μετά από την ταινία του Christopher Nolan όμως, βλέπουμε ξεκάθαρα την ποίηση στην οθόνη μας.
Ο Christopher Nolan συνηθίζει να κάνει κινηματογραφικά έπη, να δίνει όλο του το είναι και την ύπαρξη έτσι ώστε ο θεατής να βγει από την αίθουσα όχι απλά ικανοποιημένος που έδωσε 8 ευρώ, αλλά εμπνευσμένος με την κινηματογραφική τέχνη. Θα λέγαμε πως το Oppenheimer είναι το magnus opus του Nolan, μιας κι εμπεριέχει όλα τα στοιχεία που για δεκαετίες αναπτύσσει υπομονετικά: δύναμη, αυτοπεποίθηση, άρτια πλάνα, άρτιες ερμηνείες, επιβλητική μουσική και φυσικά σενάρια που ιντριγκάρουν τον θεατή από την πρώτη μέχρι και την τελευταία στιγμή.
Ο J. Robert Oppenheimer ήταν ένας άνθρωπος του καιρού του, ένας άνθρωπος που χωρίς να το θέλει ακριβώς έβαλε στην πλάτη του ένα γιγαντιαίο βάρος.
Ο Nolan κατάλαβε κατά πολύ την ουσία αυτού του ανθρώπου, έτσι κατάφερε να δώσει ένα έργο το οποίο περιγράφει τον άνθρωπο που ανακάλυψε την ατομική βόμβα σε όλες του τις εκφάνσεις: ερωτικές, συναισθηματικές, επαγγελματικές, κοινωνικές, πολιτικές αλλά τελικά και ανθρώπινες.
Ένα δράμα για τη ιδιοφυΐα, την ύβρι και το λάθος, ατομικό και συλλογικό, η ταινία (διάρκειας τριών ωρών περίπου) περιγράφει έξοχα την πολυτάραχη ζωή του Αμερικανού θεωρητικού φυσικού που βοήθησε στην έρευνα και την ανάπτυξη των δύο ατομικών βομβών που έπεσαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Nolan καταλαβαίνει πως εδώ έχει να κάνει με τεράστια μεγέθη, ιστορικά αλλά και συναισθηματικά.
Επίσης να πούμε πως η ταινία είναι βασισμένη στο βιβλίο «American Prometheus: The Triumph and Tragedy of J. Robert Oppenheimer» των Kai Bird και του Martin J. Sherwin.
Ο Cillian Murphy ανταποκρίνεται στο ρόλο με ένα σθένος και με μία καλαισθησία που λίγοι ηθοποιοί καταφέρνουν στην καριέρα τους. Κυριολεκτικά ο θεατής κρέμεται από το βλέμμα του το οποίο περιγράφει, χωρίς να μιλάει, όλη τη φρίκη και όλο τον πόνο αυτού του ανθρώπου.
Η εναλλαγή από ασπρόμαυρο σε έγχρωμο φιλμ μας δείχνει αμέσως πως το αντικειμενικό και το υποκειμενικό παίζουν τεράστιο ρόλο στην αφήγηση της ταινίας.
Αυτό το είχαμε συναντήσει κάποτε και στη Λίστα του Σίντλερ, και φυσικά εδώ έχει το ίδιο αποτέλεσμα στον θεατή: τον διαχωρισμό της προσωπικής εμπειρίας των πρωταγωνιστών από εκείνη της ιστορικής ματιάς των γεγονότων.
Η κάμερα του Nolan ακολουθεί τον Oppenheimer πιστά, βρίσκεται πάντα πίσω του και εμείς σαν θεατές παρακολουθούμε τα γεγονότα μέσα από τα μάτια του επιστήμονα, κάτι που έχει τεράστιο αντίκτυπο στην ψυχολογία της αφήγησης. O Nolan καταφέρνει να κάνει το θεατή να ταυτιστεί με τον επιστήμονα βάζοντας τον μέσα στην ίδια την ψυχή του, μέσα στο ίδιο του το σώμα και τα αισθήματα. Ένα πραγματικά ιδιοφυές εύρημα που επιτυγχάνεται με το γρήγορο μοντάζ και τον καταπληκτικό ήχο.
To καστ είναι κάτι περισσότερο από ικανοποιητικό για το μάτι: Η Emily Blant υποδύεται την Kitty Openheimer, τη βιολόγο και βοτανολόγο, αντισυμβατική σύζυγο του Robert.
Ο Matt Damon είναι ο Leslie Groves Jr, επικεφαλής του Προγράμματος Manhattan, πολύ πιο συντηρητικός αλλά με θαυμασμό για το όραμα του Oppenheimer. Η Florence Pugh είναι η εκλεπτυσμένη, σέξι και ιδιαίτερη Jean Tatlock, μία ψυχίατρος με σπουδές στο Stanford, η οποία είχε μία δύσκολη και σχεδόν τραγική ερωτική ιστορία με τον Oppenheimer.
Ο Josh Hartnett ενδύεται τον Ernst Lawrence, τον επιστήμονα που έγινε, με το που τον γνώρισε, ο στενότερος φίλος του Οppenheimer.
Ο Kenneth Branagh, κλασικός ηθοποιός του Nolan, αναλαμβάνει το ρόλο του βραβευμένου με Νόμπελ Nils Bohr. Ο Benny Safdie είναι ο Edward Teller, ο πραγματικός πατέρας της βόμβας υδρογόνου με τον οποίο υπήρχε ένας αμοιβαίος σεβασμός με τον Oppenheimer.
Kαι φυσικά να μην ξεχάσουμε τον Tom Cody που δίνει ζωή στον Albert Einstein, τον θρυλικό επιστήμονα του οποίου η θεωρία της σχετικότητας έκανε δυνατή την κατασκευή της ατομικής βόμβας.
Mέσα σε τρεις ώρες ταινίας, ουσιαστικά, βλέπουμε μία πληθώρα σκηνών γεμάτη με λευκούς, Αμερικάνους να κάθονται τριγύρω και να μιλάνε για τη φυσική και την αμυντική στρατηγική. Αρχικά αυτό μπορεί να μοιάζει και λίγο βαρετό (ακόμη κι ελαφρώς ύποπτο...) θα έλεγε κανείς, κι όμως ο Nolan καταφέρνει το ακατόρθωτο και κανείς δεν ξέρει πως ακριβώς το κάνει.
Το Oppenheimer είναι το αντίθετο αυτού που συνήθως θεωρείται μία θερινή ταινία.
Ωστόσο, η ικανότητα του Nolan στην αφήγηση της ιστορίας είναι τέτοια που δεν φαίνεται ποτέ να σέρνεται και δεν σε κάνει ποτέ να βαριέσαι. Αντιθέτως η ταινία μοιάζει σαν ένα ενιαίο κόσμημα, ένα ενιαίο και ολοκληρωμένο σύμπαν που άνετα κάποιος θα αποκαλούσε «οπτικό ποίημα».