Η κλιματική αλλαγή απειλεί τα μνημεία του Πολιτισμού
Ο Παρθενώνας, η Βενετία και τα σημαντικότερα πολιτιστικά μνημεία της Γης κινδυνεύουν ολοένα και περισσότερο από τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, που αποτελεί την ταχύτερα αναπτυσσόμενη απειλή για τα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς σε όλο τον κόσμο.
Τα καιρικά και φυσικά φαινόμενα είναι σήμερα πιο έντονα από ποτέ και εμφανίζονται πολύ συχνότερα. Τόσο οι πυρκαγιές που είναι συχνότερες και μεγαλύτερης έντασης, όσο και άλλα φαινόμενα, όπως η διάβρωση των ακτών, οι συχνότερες πλημμύρες, οι βροχοπτώσεις που σήμερα είναι διαφορετικές από το παρελθόν, η αυξημένη ζέστη, ειδικά σε συνδυασμό με την υγρασία, μπορούν να επηρεάσουν δραματικά την εικόνα τους. Είναι γεγονός άλλωστε πως οι αρχαιολόγοι που ασχολούνται με τη συντήρησή τους έχουν να αντιμετωπίσουν πρωτίστως αυτή την παράμετρο: Το πώς επιδρά η κλιματική αλλαγή στη στατικότητά τους, πώς επηρεάζει τη συνολική τους οντότητα και, βέβαια, πώς μπορεί να αυτό να αντιμετωπιστεί καταλλήλως.
Η Ελλάδα, που φιλοξενεί έναν απύθμενο πλούτο Πολιτιστικής Κληρονομιάς βρίσκεται διαρκώς στην πρώτη γραμμή των διεθνών προσπαθειών για την αντιμετώπιση του ζητήματος. Η Αθήνα έχει καταθέσει πρόταση για συντονισμένη δράση για την προστασία της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ για τη Δράση για το Κλίμα που πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη τον Σεπτέμβριο του 2019, ενώ το υπουργείο Πολιτισμού έχει συγκροτήσει μια διεπιστημονική επιτροπή εμπειρογνωμόνων που είναι υπεύθυνη για την κατάρτιση ενός εθνικού σχεδίου δράσης για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στους αρχαιολογικούς χώρους και τα ιστορικά μνημεία της χώρας.
Η κατάσταση των αρχαίων ελληνικών πολιτιστικών μνημείων
Ο αρχαιολογικός χώρος της Ολυμπίας, της γενέτειρας των Ολυμπιακών Αγώνων, τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει όλο και συχνότερα τον κίνδυνο πυρκαγιάς, ενώ το 2007, στις μεγάλες φωτιές της Πελοποννήσου, είχε υποστεί ζημιές. Αντίστοιχα, δασική πυρκαγιά εισέβαλε το 2020 στον αρχαιολογικό χώρο των Μυκηνών, ενώ πολλοί αρχαιολογικοί χώροι είναι ευάλωτοι λόγω της τοποθεσίας τους σε αυτόν τον κίνδυνο.
Το υπουργείο Πολιτισμού, σε πρόσφατο συνέδριο για την επίπτωση της κλιματικής αλλαγής στα μνημεία της χώρας, επισήμανε πως ναι μεν «δεν καταγράφεται άμεσος, εκτεταμένος και συστηματικός κίνδυνος από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής», όμως, «υπάρχουν κλιματικοί κίνδυνοι, που επηρεάζουν τις ευρύτερες περιοχές στις οποίες βρίσκονται τα μνημεία/αρχαιολογικοί χώροι», αναφερόμενο στις πυρκαγιές, τις πλημμύρες, ακόμα και στην άνοδο της στάθμης των υδάτων και τη διάβρωση των ακτών. Για τους λόγους αυτούς, ανακοινώθηκε μια σειρά δράσεων, όπως η τοποθέτηση πυροσβεστικών συστημάτων σε κάποιους αρχαιολογικούς χώρους, αλλά και η πρόθεση ενίσχυσης μιας σειράς άλλων, προς αυτή την κατεύθυνση.
Η Ελλάδα, όμως, είναι κυριολεκτικά γεμάτη αρχαιολογικούς χώρους που χρειάζονται επιμέλεια και προστασία. Οι Μυκήνες, η Βεργίνα, οι Δελφοί, η Κνωσός, η Ολυμπία, νησιά όπως η Λήμνος, η Σαμοθράκη, η Σαντορίνη, η Κως, η Ρόδος και πάρα πολλά ακόμη, φιλοξενούν ανεκτίμητης αξίας αρχαιολογικούς χώρους που χρειάζονται προσοχή, καθώς είναι πλήρως εκτεθειμένοι στις καιρικές και κλιματικές συνθήκες.
Το ίδιο ισχύει και για τη Δήλο και τον σπουδαίο αρχαιολογικό της χώρο, όπως επισήμανε πρόσφατα σε ανακοινώσεις του ο διευθυντής της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, Alexandre Farnoux: Οι βλάβες που προκαλούνται από τη θάλασσα, τον άνεμο και τη βροχή έχουν σαφώς επιταχυνθεί τα τελευταία δέκα χρόνια. Όπως μεταδίδει το πρακτορείο Reuters, ο ίδιος ανέφερε πως «καταγράφηκαν σοβαρές ζημιές στους τοίχους, ιδιαίτερα στους ευαίσθητους τοίχους από ασβεστόλιθο, συμπεριλαμβανομένης της εξαφάνισης αρμών και της διείσδυσης νερού στα θεμέλια κτιρίων» και πρόσθεσε ότι οι βροχές έχουν ανεβάσει τον υδροφόρο ορίζοντα, γεγονός που, μαζί με την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, είχε ως αποτέλεσμα «το νερό να εισβάλει καταστροφικά στον αρχαιολογικό χώρο».
Πρόσφατα, επιστημονικές ομάδες του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ερευνώ – Καινοτομώ» της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας, μελέτησαν οκτώ σημαντικά μνημεία της χώρας: Τη Δήλο, την Αρχαία Ολυμπία, τους Δελφούς, την Επίδαυρο, τον Μυστρά, τον Ναό του Επικούριου Απόλλωνα στην Πελοπόννησο, τους Φιλίππους στη Μακεδονία και το Ηραίο της Σάμου. Στα συμπεράσματά τους, αναφορικά με το πώς επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή, κατέληξαν στους εξής κινδύνους:
- Διάβρωση εδαφών
- Ξηρότητα εδαφών
- Αστάθεια του υπεδάφους και καθιζήσεις
- Αύξηση δασικών πυρκαγιών
- Πλημμύρες στην περίπτωση ακραίων καιρικών φαινομένων
- Αυξημένες ενεργειακές ανάγκες για ψύξη στο μουσείο και στις άλλες υποδομές
- Πτώσεις βράχων.
Πόσο κινδυνεύει ο Παρθενώνας;
Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί η Ακρόπολη των Αθηνών, καθώς ο Παρθενώνας είναι το σύμβολο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και όσων αυτός πρεσβεύει στην παγκόσμια, πανανθρώπινη πολιτιστική κληρονομιά. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια, καθώς και η ατμοσφαιρική ρύπανση που ταλαιπώρησε ιδίως τις περασμένες δεκαετίες την Αθήνα, σε συνδυασμό με την όξινη βροχή που προκαλούσε, έχουν δημιουργήσει δομικά προβλήματα στα τείχη και τους ναούς της Ακρόπολης.
Αρκεί να αναλογιστεί κάποιος πως μόνο μέσα στο 2021, η Ακρόπολη εκτέθηκε σε συνθήκες ακραίου καύσωνα, με θερμοκρασίες άνω των 40°C επί ημέρες τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, ενώ μόλις λίγους μήνες νωρίτερα, τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, χρειάστηκε να αντιμετωπίσει έναν πολύ βαρύ χιονιά, την κακοκαιρία «Μήδεια». Τον καύσωνα του καλοκαιριού ακολούθησαν ακραίες βροχοπτώσεις και ακόμα ένας χιονιάς, η «Ελπίδα», τον Ιανουάριο του 2022, με την καταπόνηση των μνημείων να γίνεται σαφής στους πάντες.
Τον Ιούνιο του 2019, ο Γενικός Γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών, Εθνικός Εκπρόσωπος για την Κλιματική Αλλαγή και καθηγητής Φυσικής της Ατμοσφαίρας Χρήστος Ζερεφός, κατά τη διεθνή διάσκεψη για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην πολιτιστική κληρονομιά, που πραγματοποιήθηκε στο Ζάππειο, επισήμανε πως εκτιμά διπλασιασμό του κινδύνου για τις επόμενες δύο ή τρεις δεκαετίες. Στην ίδια διάσκεψη επισημάνθηκε πως ερευνητές του ΕΜΠ διαπίστωσαν στα μνημεία της Ακρόπολης δύο βασικές διαβρώσεις: Ζαχαροειδή φθορά στην εξωτερική στιβάδα του μαρμάρου από ένα είδος όξινης βροχής, που έχει επηρεάσει δραματικά μεγάλο αριθμών μνημείων στην κεντρική Ευρώπη και γυψοποίηση του μαρμάρου από την υγρασία, στα σημεία που δεν έρχονται σε επαφή με τη βροχή. Στις ίδιες, δε, περιοχές επικάθονται αιθάλη, οξείδια του σιδήρου και άλλα βλαπτικά μικροσωματίδια, στα οποία οφείλεται η σκοτεινή ρύπανση των μνημείων. Επιπλέον παρατηρείται φθορά από βιολογικούς παράγοντες, λειχήνες, μύκητες, περιττώματα πουλιών κ.α.
Αξίζει να επισημάνουμε πως η Ακρόπολη είναι ένας από τους καλύτερα διατηρημένους αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα, για τον οποίο οι προσπάθειες διατήρησης και προστασίας συνεχίζονται αδιάκοπα επί δεκαετίες. Σήμερα, βρίσκεται σε διαδικασία εκπόνησης η β΄ φάση των υδραυλικών έργων και η σύνδεσή τους με τον αποχετευτικό αγωγό της Αποστόλου Παύλου, η δεύτερη μελέτη αντικεραυνικής προστασίας και ένα σχέδιο διαχείρισης κινδύνων σε συνεργασία με το Αστεροσκοπείο και το Πολυτεχνείο.
Παγκόσμια προσπάθεια για την προστασία των πολιτιστικών μνημείων
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς αφορά σύσσωμη την ανθρωπότητα. Η προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελεί προτεραιότητα για την UNESCO, τη Διεθνή Ενωση Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS) και το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM) – μόνο που αυτοί οι οργανισμοί πλέον δεν έχουν να αντιμετωπίσουν κινδύνους λόγω πολεμικών συρράξεων ή σεισμών και ηφαιστείων, αλλά πρωτίστως, λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Πέρα από τους ελληνικούς αρχαιολογικούς χώρους, στη Μεσόγειο, που θεωρείται από τις πιο ευάλωτες περιοχές του πλανήτη αναφορικά με το κλίμα, επιστημονική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Nature το 2021, εκτιμά ότι το 86% των μνημείων της UNESCO βρίσκεται σε κίνδυνο. Ήδη εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης συζητούνται προτάσεις για τη δημιουργία ειδικού ταμείου για τη χρηματοδότηση έργων που θα έχουν ως στόχο την προστασία των χώρων πολιτιστικής κληρονομιάς στις ακτές της Μεσογείου που κινδυνεύουν από πλημμύρες και διάβρωση λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Μεταξύ αυτών βρίσκεται φυσικά και η Βενετία, η ιταλική μεσαιωνική πόλη που απειλείται ακόμα και με ολική βύθιση. Όταν το φθινόπωρο του 2021, η Βασιλική του Αγίου Μάρκου πλημμύρισε από θαλασσινό νερό προκλήθηκαν ζημιές που εκτιμώνται στο 1 δισ. δολάρια. Επρόκειτο για την υψηλότερη πλημμύρα τα τελευταία 50 χρόνια, ενώ από τις έξι φορές που έχει πλημμυρίσει ο ναός εδώ και 1200 χρόνια, οι τέσσερις καταγράφονται τα τελευταία είκοσι!
Πέρα από τη Μεσόγειο, μεταξύ άλλων μνημείων, θεωρείται πως κινδυνεύουν περισσότερο:
- Τα γιγαντιαία μονολιθικά αγάλματα του νησιού του Πάσχα
- Οι «κατεψυγμένοι τάφοι» στην περιοχή Αλτάι στη Σιβηρία, όπου βρίσκονται τάφοι ηλικίας περίπου 2.500 χρόνων και γλυπτά από τους αρχαίους Σκύθες
- Τα χωριά της Λίθινης Εποχής στα νησιά Ορκάδες της Σκωτίας
- Το αρχαίο αιγυπτιακό λιμάνι Suakin στο Σουδάν
- Η Παλιά Πόλη της Λαμού, στην Κένυα, που είναι ο παλαιότερος και καλύτερα διατηρημένος οικισμός των Σουαχίλι
- Τα έργα σε βράχους στο Twyfelfontein της Ναμίμπια, ένα «εκτεταμένο και υψηλής ποιότητας αρχείο τελετουργικών πρακτικών που σχετίζονται με κοινότητες κυνηγών - συλλεκτών στη Νότιας Αφρικής για τουλάχιστον 2.000 χρόνια», σύμφωνα με την UNESCO.
- Η θρυλική Βαβυλώνα στη Μεσοποταμία
- Το κάστρο Χερστ στην Αγγλία, που χτίστηκε το 1544 και παρέμεινε σε στρατιωτική χρήση μέχρι και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Καθώς η ανθρωπότητα προχωρά σε ένα μέλλον αειφορίας, ενσωματώνοντας τις αρχές της βιωσιμότητας και της κυκλικής οικονομίας για την προστασία του πλανήτη, τα αρχαία μνημεία, η ιστορία και η κληρονομιά μας, αναζητούν τρόπους επιβίωσης. Το ενδιαφέρον μας οφείλει να στραφεί και προς αυτή την κατεύθυνση, ώστε η πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας να ακολουθήσει σε αυτή την πορεία προς το αύριο, υπό τις καλύτερες προϋποθέσεις.