ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Την έκλεψαν, την αμφισβήτησαν, της πέταξαν πέτρες και τούρτες: Γιατί μισεί ο κόσμος τη Μόνα Λίζα;

Την έκλεψαν, την αμφισβήτησαν, της πέταξαν πέτρες και τούρτες: Γιατί μισεί ο κόσμος τη Μόνα Λίζα;
ΑP Photo

Η Μόνα Λίζα του Λεονάρντο ντα Βίντσι είναι για τον παγκόσμιο πολιτισμό κάτι σαν την Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν: Όλοι την αναγνωρίζουν από τις τέσσερις πρώτες νότες, όλοι ξέρουν ότι είναι τρομερά πολύ σημαντική, ελάχιστοι καταλαβαίνουν το γιατί και ακόμη πιο ελάχιστοι θα τη βάλουν ένα πρωί με τον καφέ τους να την ακούσουν.

Μάλλον το αντίθετο. Αν κάποιος την ακούει από το απέναντι μπαλκόνι, πιθανώς θα γκρινιάξει περισσότερο κι από το αν άκουγε Καζαντζίδη.

Κάπως έτσι και η «αινιγματική» Μόνα Λίζα που θα ήταν πάμπλουτη αν είχε ένα σεντ για κάθε φορά που κάποιος την έχει αποκαλέσει έτσι και πιθανώς μάς έχει βαρεθεί, κοιτώντας μας στωικά πίσω από το αλεξίσφαιρο τζάμι της στο Λούβρο.

Πάμε, την κοιτάμε, προσποιούμαστε ότι τη θαυμάζουμε, γράφουμε αναλύσεις επί αναλύσεων προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσουμε τα πάντα επάνω της, αναρωτιόμαστε ποια είναι και γιατί χαμογελάει έτσι· συγκρατημένα για κάποιους, ξινά για κάποιους άλλους. Δεν καταλαβαίνουμε και οι ίδιοι, όμως, το γιατί.

Η Μόνα Λίζα είναι στην πραγματικότητα μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία του πολιτισμού μας: Αν την είχαμε δει απλώς σαν το εξαιρετικής τεχνικής πορτέτο μιας -όχι ιδιαίτερα όμορφης- κυρίας του 16ου αιώνα, θα ήταν ένας ακόμη σημαντικός και πανάκριβος πίνακας. Αποφασίσαμε, όμως, να τη δούμε αλλιώς.

Περιπλέκοντας και συντηρώντας το μυστήριο γύρω από την ταυτότητά της, την ανεβάσαμε σε ένα στάτους απόλυτου συμβόλου.

Αν άλλα μνημεία του παγκόσμιου πολιτισμού έχουν πέντε αστέρια σπουδαιότητας, η Μόνα Λίζα έχει δέκα, είναι μια κατηγορία μόνη της, είναι αυτό που μένει στο μυαλό όλων όταν σκέφτονται την πιο θαυμαστή ιδιότητα του είδους μας: τη δημιουργικότητα.

Η δημιουργία ενός μύθου

Αφού προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε το στρατοσφαιρικό στάτους του μικρού σε μέγεθος πίνακα, ας πάμε σε κάτι πιο σοβαρό. Γιατί μπορεί να θέλει κανείς να βανδαλίσει ένα τέτοιο αντικείμενο; Η απάντηση είναι μάλλον απλή και είναι επίσης μια ερώτηση: Γιατί να θέλει κανείς να σκοτώσει τον Τζον Λένον;

Η Μόνα Λίζα έχει ταλαιπωρηθεί πολύ. Και η ταλαιπωρία της είναι μέρος του μύθου της. Για την ακρίβεια είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του. Αυτό που την έκανε διάσημη σε όλον τον κόσμο, εξάλλου, ήταν μια κλοπή.

Το 1911, ένας Ιταλός εργάτης, ο Βιντσέντζο Περούτζα, έκλεψε τον πίνακα από το Λούβρο. Και την έκανε ακόμη πιο διάσημη απ' ότι ήταν ήδη, την έκανε διεθνές σελέμπριτι.

Ξαφνικά η φωτογραφία του πίνακα ήταν σε όλες τις εφημερίδες του κόσμου κι αυτό συνεχίστηκε επί δύο χρόνια, όσο η αστυνομία προσπαθούσε να τον βρει χωρίς καμία επιτυχία.

Ο Περούτζα βρέθηκε το Δεκέμβριο του 1913 και μαζί του και ο πίνακας, ο οποίος επεστράφη στο Λούβρο. Εάν ο Περούτζα είχε κλέψει κάποιον άλλον πίνακα του Λεονάρντο, θα ήταν εκείνος ο πίνακας που θα αναλύαμε σήμερα.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή τίποτε δεν ξεχώριζε τη Μόνα Λίζα από τα άλλα σημαντικά έργα του ζωγράφου: ήταν απλώς ένας πολύ καλός πίνακας ενός διάσημου καλλιτέχνη. Αλλά όχι ο μόνος.

Η ευκολία με την οποία ο Περούτζα έκλεψε τη Μόνα Λίζα είναι σχεδόν κωμική. Το Λούβρο τον είχε προσλάβει για να φτιάξει τις προστατευτικές προθήκες για κάποιους πίνακες, ανάμεσά τους και η Μόνα Λίζα. Κρύφτηκε το βράδυ σε μια ντουλάπα, βγήκε, αφαίρεσε τον πίνακα και προσπάθησε να φύγει. Όμως η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ευτυχώς γι αυτόν, ένας υδραυλικός που ερχόταν για να πιάσει δουλειά, του άνοιξε με το κλειδί του. Τόσο απλό.

Για να καταλάβει κάποιος πόσο δεν ήταν σημαντικός τότε ο πίνακας, πέρασαν 24 ώρες πριν καν πάρει το Μουσείο χαμπάρι ότι η Μόνα Λίζα δεν ήταν στη θέση της. Το Λούβρο έχει 400 δωμάτια και περίπου 200 φύλακες, αλλά οι πίνακες συχνά κατεβαίνουν για καθάρισμα ή φωτογράφιση.

Ο γαλλικός Τύπος «σήκωσε» το θέμα, βασικά για να χτυπήσει την ανικανότητα της κυβέρνησης. Η είδηση έγινε πρωτοσέλιδο στους New York Times και για πρώτη φορά τα πλήθη έκαναν ουρά έξω από το Λούβρο για να δουν το κενό που άφησε πίσω του ο πίνακας. Άνθρωποι ταξίδευαν ακόμη και από την Αμερική για να πάνε στο Λούβρο να δουν το τίποτα.

Τα έχει εξηγήσει θαυμάσια ο Άντι Γουόρχολ όλα αυτά, ο οποίος μερικά χρόνια αργότερα δημιούργησε τη δική του εκδοχή του διάσημου πίνακα: Δεκαετίες πριν από την εποχή των influencers και της εύκολης διασημότητας, οι Γάλλοι δημοσιογράφοι κατάφεραν εν μια νυκτί να κάνουν διάσημη μια τρύπα στον τοίχο. Κι αυτό που έλλειπε από αυτήν.

Στην όλη υπόθεση βοήθησε το γεγονός ότι εις εκ των βασικών υπόπτων για την κλοπή ήταν ο Πάμπλο Πικάσο. Η αστυνομία τα είχε χάσει, πελαγοδρομούσε και θα μπορούσε να προσάγει οποιονδήποτε προκειμένου να βρει μια άκρη. Η πίεση ήταν τόσο μεγάλη που ο αρχηγός της αστυνομίας του Παρισιού παραιτήθηκε ντροπιασμένος.

Το εντυπωσιακό είναι ότι η αστυνομία ανέκρινε τον Περούτζα δύο φορές, αλλά έκρινε ότι «ήταν αδύνατον να είχε οργανώσει ένα τέτοιο έγκλημα». Τελικά ο 32χρονος Ιταλός έκανε ο ίδιος την κίνηση που αποκάλυψε και τα κίνητρά του.

Έστειλε μια επιστολή σε έναν γκαλερίστα στη Φλορεντία, λέγοντας ότι έχει τον πίνακα και θέλει να τον παραδόσει στην πινακοθήκη Ουφίτσι. Ο Περούτζα ήθελε να επιστρέψει το έργο στη χώρα του, κίνητρο το οποίο εμείς τουλάχιστον δεν θα πρέπει να βλέπουμε ως ποταπό.

Πίστευε ότι θα γίνει εθνικός ήρωας στην Ιταλία, τελικά πήγε επτά μήνες φυλακή και η Μόνα Λίζα πήγε πίσω στο Λούβρο, όπου έκτοτε την προσέχουν σαν τα μάτια τους. Περίπου 10 εκατομμύρια άνθρωποι τη βλέπουν κάθε χρόνο πίσω από ένα αλεξίσφαιρο τζάμι, αλλά ο Περούτζα την είχε επί δύο χρόνια μόνο για τον εαυτό του.

Γιατί δεν την παρέδωσε αμέσως στις ιταλικές αρχές; Πιθανώς την ερωτεύτηκε. Και δεν είναι αστείο. Σε πολλές περιπτώσεις απαγωγείς έχουν ερωτευθεί τους ομήρους τους. Στην περίπτωση του Περούτζα ο όμηρος ήταν ένα έργο τέχνης.

Πέτρες, οξύ και οι μαμάδες του Φρόιντ

Έκτοτε και με δεδομένο το συμβολικό χαρακτήρα που απέκτησε, ο πίνακας έχει κακοποιηθεί ποικιλοτρόπως.

Δεν είναι βέβαιο αν αποτελεί μεγαλύτερη κακοποιήση το να του πετάς οξύ, όπως έκανε ένας άντρας το 1956 για άγνωστους λόγους, ή να προσπαθείς να τον ψυχαναλύσεις, όπως έκανε ο Φρόιντ ο οποίος φυσικά μάς είπε ότι ο πίνακας ήταν αποτέλεσμα ανάκλησης ανάμνησης της μητέρας του ζωγράφου.

Λίγους μήνες μετά το οξύ, ένας άλλος άντρας πέταξε μια μεγάλη πέτρα στον πίνακα, σπάζοντας το τζάμι του, με συνέπεια να γρατζουνιστεί ελαφρώς και το έργο, το οποίο αργότερα αποκαταστάθηκε. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι κακοποιητές του έργου είναι άντρες, ίσως συνηγορεί τελικά στη θεωρία του Φρόιντ περί μαμάδων, καθένας βλέπει τη δική του όπου θέλει και της επιτίθεται.

Η Μόνα Λίζα στο Τόκιο κοιτάει ατάραχη εκατομμύρια Γιαπωνέζους. Μια από αυτούς την έβαψε με σπρέι @AP Photo

Δέκα χρόνια αργότερα ο πίνακας ταξιδεύει στο Τόκιο, όπου οι Ιάπωνες κάνουν ατελείωτες ουρές για να τον δουν από κοντά. Μια γυναίκα αυτήν τη φορά επιτίθεται στη Μόνα Λίζα με κόκκινο σπρέι. Η γυναίκα είχε κινητικές δυσκολίες και ήθελε με αυτόν τον τρόπο να διαμαρτυρηθεί για την έλλειψη φροντίδας από το Εθνικό Μουσείο του Τόκιο για τους ανθρώπους με αναπηρίες. Ο πίνακας προστατεύτηκε, λόγω του τζαμιού.

Το 2009 ο πίνακας δέχεται ξανά επίθεση από μια Ρωσίδα που του πέταξε μια κούπα με καφέ, επειδή οι γαλλικές αρχές δεν της έδιναν υπηκοότητα. Ο άντρας που πέταξε την τούρτα προχθές, διαμαρτυρόταν υποτίθεται για το κλίμα. Στατιστικά αυτές οι πράξεις θα συνεχίσουν να γίνονται και κάθε φορά θα γίνονται είδηση κι εμείς θα γελάμε και θα απορούμε γιατί να θέλει κάποιος να γιαουρτώσει έναν πίνακα.

Η Μόνα Λίζα έγινε σύμβολο. Όπως ακριβώς και ο Τζον Λένον δεν ήταν ο καλύτερος τραγουδιστής, ή συνθέτης ούτε όλων των εποχών ούτε της εποχής του, αλλά ήταν Ο Τζον Λένον, έτσι και ο πίνακας του Λεονάρντο, που απεικονίζει την Λίζα Τζεραρντίνι (εξού και Τζοκόντα), ή τη μαμά του, ή τον εαυτό του ντυμένο γυναίκα, ή πιθανώς τίποτε απ' όλα αυτά, δεν είναι ο καλύτερος πίνακας του κόσμου, αλλά είναι Η Μόνα Λίζα.

Και ως τέτοια, θα τη λατρέψουμε, θα τη θαυμάσουμε, θα την αποθεώσουμε, αλλά και θα την κακοποιήσουμε. Είτε για να εξωτερικεύσουμε το θυμό μας, είτε για να κάνουμε θόρυβο και να τραβήξουμε επάνω μας την προσοχή.

Όπως ακριβώς θα κάναμε με τη μαμά μας. Ίσως δεν είχε δίκιο για το συγκεκριμένο πίνακα ο Φρόιντ, είχε πάντως δίκιο γενικά.