ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Blade Runner: Η ιστορία ενός αξεπέραστου σάουντρακ - Για μια αξεπέραστη ταινία

Το 1981 ο Βαγγέλης Παπαθανασίου μόλις είχε πάρει ένα Όσκαρ για τους «Δρόμους της Φωτιάς» και ο Ρίντλεϊ Σκοτ του προτείνει να συνεργαστουν στην ταινία «Blade Runner».

Δεν θα ήταν η πρώτη τους συνεργασία. Ο Σκοτ είχε σκηνοθετήσει, το 1979, ένα διαφημιστικό για το άρωμα Channel No 5 και ο Παπαθανασίου είχε γράψει τη μουσική.

Ο Σκοτ είχε ολοκληρώσει τα γυρίσματα του Blade Runner το καλοκαίρι του 1981, στο Λος Άντζελες και η παραγωγή είχε μεταφερθεί στο Λονδίνο για να γίνει το τελικό μοντάζ.

Ο σκηνοθέτης προσκάλεσε το συνθέτη στα θρυλικά Pinewood Studios για να δει την πρώτη εκδοχή της ταινίας. Τη βλέπει, του αρέσει και το Δεκέμβριο αρχίζει να δουλεύει πάνω στη μουσική, στο προσωπικό του στούντιο.

Ο μόνος άνθρωπος που δούλευε μαζί του ήταν ο μηχανικός ήχου, ο οποίος τον βοηθούσε στο συγχρονισμό του ήχου με την εικόνα: Ο ήχος γραφόταν αναλογικά και ο συγχρονισμός γινόταν χειροκίνητα· πατώντας ταυτόχρονα το play στο κασετόφωνο και στον προτζέκτορα.

Ο συγχρονισμός ήταν πολύ δύσκολος. Τα στοιχεία ατελείωτα: Τα φωνητικά του Ντέμη Ρούσσου, τα χορωδιακά, τα παραδοσιακά όργανα που προσέθεσε ο Παπαθανασίου, αλλά και το γεγονός ότι ήταν το πρώτο σάουντρακ που γράφτηκε σε τετρακάναλο ντόλμπι.

Το σάουντρακ πήρε τέσσερις μήνες ατελείωτης δουλειάς για να ολοκληρωθεί. Ο Παπαθανασίου το παρέδωσε τον Απρίλιο του 1982 και την ίδια χρονιά η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους. Ο συνθέτης περιέγραψε την προσέγγισή του στο σάουντρακ ως «αυθόρμητη και ενστικτώδη». Προτίμησε, όπως είπε να αφεθεί στις εικόνες, να συνθέσει αντιδρώντας σε αυτές, παρά να αφήσει τις σκέψεις του να εμπλακούν.

Το αποτέλεσμα είναι πέρα και από τις προσδοκίες του ίδιου του Σκοτ: Ένα μείγμα σκοτεινής ρετρό μελωδίας και φουτουριστικών ήχων, με γιαπωνέζικη παραδοσιακή μουσική, ορχήστρες από το Κάιρο, τραγούδια από τη δεκαετία του '40, καμπάνες, απόκοσμα φωνητικά...

Δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι το σάουντρακ είναι ένα πολύ μεγάλο μέρος από αυτό που έγινε τελικά αυτή η ταινία για τον παγκόσμιο κινηματογράφο.

Ήταν και η πρώτη φορά που ένα σάουντρακ φτιαγμένο κυρίως από σινθεσάιζερ έβρισκε το δρόμο του στον μέινστριμ κινηματογράφο. Η ηλεκτρονική μουσική ήταν κάτι σχετικά νέο στη δεκαετία του '80 και η χρήση της στον κινηματογράφο ήταν πολύ δύσκολη και σύνθετη, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι όλα τότε ήταν αναλογικά.

Ο Παπαθανασίου ήταν ο πρώτος που γεφύρωσε το χάσμα ανάμεσα στις συμφωνικές ορχήστρες και τα σινθεσάιζερ, στη μουσική των «Δρόμων της Φωτιάς». Αυτός ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους που πήρε το Όσκαρ.

Με το «Blade Runner», όμως, πήγε τα πράγματα σε ένα εντελώς άλλο επίπεδο.

Το σάουντρακ που δεν εμφανιζόταν

Παρότι το σάουντρακ έγινε δεκτό με ενθουσιασμό τόσο από το κοινό όσο και από τους κριτικούς, πέρασαν πάνω από 10 χρόνια έως ότου κυκλοφορήσει στην αγορά.

Σε όλο αυτό το διάστημα κυκλοφόρησαν διάφορες εκδοχές της αυθεντικής μουσικής του Παπαθανασίου, ενώ ένα μέλος της παραγωγής έβγαλε στην κυκλοφορία και ένα παράνομο bootleg, κάκιστης ποιότητας, το οποίο παρόλα αυτά έγινε ανάρπαστο.

Η αναμονή του κοινού αλλά και το γεγονός ότι κανείς δεν ήξερε το λόγο που δεν κυκλοφορούσε το σάουντρακ, δημιούργησαν μια ολόκληρη μυθολογία γύρω από αυτό, η οποία συνέβαλε και στη γενικότερη αναγωγή της ταινίας σε εντελώς cult.

Η δυσκολία του Παπαθανασίου να αποφασίσει πόση και ποια από την προφανώς ατελείωτη μουσική που έγραψε για την ταινία θα έπρεπε να κυκλοφορήσει σε άλμπουμ εναρμονίστηκε τέλεια με τις ίδιες ακριβώς ανησυχίες του Ρίντλεϊ Σκοτ.

Ο σκηνοθέτης έβγαλε στους κινηματογράφους δύο ακόμη εκδοχές της ταινίας του, Director’s Cut, το 1992, και ένα υποτιθέμενο Final Cut, το 2007. Είναι απολύτως βέβαιο, όμως, το έχει πει και ο ίδιος εξάλλου, ότι έχει υλικό για άλλες τρεις ώρες ταινίας. Αν όχι για άλλες τρεις μέρες.

Τις ίδιες χρονικές περιόδους και με τον ίδιο τρόπο έβγαζε και ο Παπαθανασίου το σάουντρακ. Ένα πρώτο το 1994 και ένα ακόμη το 2007, με τρία CD αυτήν τη φορά και άπειρο εξτρά υλικό.

Ένα ανεπανάληπτο πάντρεμα

Ο Παπαθανασίου ήθελε, γράφοντας τη μουσική της ταινίας, να δημιουργήσει ένα εντελώς ξεχωριστό έργο, που θα μπορούσε να σταθεί και μόνο του. Και φυσικά τα κατάφερε. Ακόμη περισσότερο, κατέφερε να προσαρμόσει την αισθητική του φιλμ στη δική του, αντί να συμβεί το ανάποδο.

Στο «Tales Of The Future» ακουμε τα φωνητικά του Ντέμη Ρούσσου. Ο Ρούσσος μιλούσε αραβικά, καθώς είχε μεγαλώσει στην Αίγυπτο, κάτι που φυσικά ο Παπαθανασίου ήξερε. Δεν του αρκούσε αυτό όμως.

Τα φωνητικά μοιάζουν με αραβικά, αλλά δεν είναι. Είναι ακατανόητες λέξεις, οι οποίες ταιριάζουν απόλυτα με την οπτική γλώσσα του Σκοτ, στην οποία η φουτουριστική ελίτ μένει σε κάτι κτίρια που μοιάζουν με τις πυραμίδες, τίποτα δεν έχει εξήγηση αλλά και όλα εξηγούνται.

Μπορεί τα σινθεσάιζερ του Βαγγέλη Παπαθανασίου να ανήκουν σε μια άλλη εποχή, όμως ακούγοντάς τα το 2022 αντιλαμβάνεσαι αμέσως το διάλογο με την ταινία του Σκοτ.

Και τα δύο ακροβατούν ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, μένουν μετέωρα σαν μια οπτικοακουστική γάτα του Σρέντιγκερ, σε μια ανεπίλυτη κατάσταση· είναι ταυτόχρονα πρόγονοι στις σύγχρονες μουσικές φόρμες αλλά και προϊόντα της τωρινής εποχής, που περιμένουν να γεννήσουν μελλοντικές εμπνεύσεις.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης