Greek Weird Wave: Το «κύμα» του Λάνθιμου
Ο Γιώργος Λάνθιμος, είναι σκηνοθέτης παγκοσμίου φήμης, ο οποίος ξεκίνησε δημιουργώντας τις ταινίες του στην Ελλάδα, ενώ πλέον βρίσκεται μόνιμα στο εξωτερικό.
O ίδιος δεν πιστεύει ότι υπάρχει η δυνατότητα να δημιουργούνται ταινίες στην Ελλάδα, γι’ αυτό και συνεχίζει να τις γυρίζει στο εξωτερικό («Αστακός», «Ο θάνατος του ιερού ελαφιού», «Ευνοούμενη»). Όπως είχε χαρακτηριστικά δηλώσει το 2011: «Πίστευα ότι η επιτυχία του “Κυνόδοντα” θα καθιστούσε ευκολότερη την παραγωγή ταινιών στην Ελλάδα, αλλά δεν το πιστεύω πια. Δεν ξέρω για πόσο καιρό ακόμη οι άνθρωποι θα αυτοθυσιάζονται για την τέχνη».
Οι ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου, έχουν τη σφραγίδα του, χάρη στο ύφος και τη φόρμα του δημιουργού, η οποία εγείρει με έντονο και καθόλου στυλιζαρισμένο τρόπο, πολιτισμικά, κοινωνικοπολιτικά ή ακόμη και φιλοσοφικά ερωτήματα, μέσω συμβολισμών, μεταφορών και αλληγοριών. Τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα στις ταινίες του, όπως η κατακερματισμένη γλώσσα, οι άνευροι διάλογοι, η μηχανική απεικόνιση των ερωτικών σκηνών, καθώς και οι ρομποτικές και άψυχες κινήσεις και συμπεριφορές των χαρακτήρων, αποτυπώνουν το στίγμα του δημιουργού. Συγχρόνως, τα ψυχρά χρώματα, η απόλυτη συμμετρία στα πλάνα του και η αποστειρωμένη απεικόνιση της πραγματικότητας, συμβάλλουν στην queer απεικόνιση και αισθητική του Λάνθιμου, δημιουργώντας ένα υπερρεαλιστικό πλαίσιο. Η ταυτότητα του δημιουργού επομένως, είναι «ενορχηστρωμένη» σε κάθε πλάνο που παρακολουθούμε και σε κάθε λέξη που ακούμε, αναδεικνύοντας τον σε έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες σκηνοθέτες παγκοσμίου φήμης.
Η πρεμιέρα του «Κυνόδοντα», της ταινίας που άλλαξε άρδην την πορεία του ελληνικού σινεμά, πυροδότησε το περίφημο Greek Weird Wave, ένα νέο δυναμικό κίνημα που δεν θύμιζε σε τίποτα αυτά που είχαμε δει ως τότε στο ελληνικό σινεμά. Το ερώτημα που πλανάται στην εν λόγω ταινία, είναι «Κατά πόσο η βία και η εξουσία που εγκολπώνονται στα έργα του και γενικότερα στο σύγχρονο ελληνικό κύμα, αποτελούν μια αλληγορία της οικονομικής και κοινωνικοπολιτικής κρίσης στην οποία υπόκειται η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, μέσω συγκεκριμένων εξουσιαστικών μηχανισμών». Ωστόσο, οι «τίτλοι τέλους» του σύντομου αλλά δυναμικού αυτού ρεύματος, ήρθαν για τον ίδιο με την κυκλοφορία της πρώτης αγγλόφωνης ταινίας του «Αστακός».
Κάνοντας μία αναδρομή στο συγκεκριμένο όρο, αξίζει να επισημάνουμε πως ξεκίνησε να αναπαράγεται από τον δημοσιογράφο Steve Rose στο άρθρο του «Attenberg, Dogtooth and the weird wave of Greek Cinema» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «The Guardian» (27/8/2011). Κατά τον ίδιο, το «Weird Wave of Greek Cinema» περιλαμβάνει «τον συνεχώς αυξανόμενο αριθμό των ανεξάρτητων και ανεξήγητα παράξενων, νέων ελληνικών ταινιών». Οι παράγοντες, οι οποίοι οδήγησαν σε αυτή την τοποθέτηση, ήταν μεταξύ άλλων οι «αλλόκοτοι» διάλογοι και οι αποξενωμένοι χαρακτήρες. Ο δημοσιογράφος, διερωτάται μέσω του άρθρου του, κατά πόσο είναι τυχαίο που μια τόσο μπερδεμένη χώρα όπως η Ελλάδα, δημιουργεί τόσο παράξενες ταινίες όπως του Λάνθιμου και της Τσαγγάρη, οι οποίες ίσως εντέλει να συνδέονται με την κοινωνική αναταραχή της Ελλάδας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο άρθρο του, τα τελευταία χρόνια η διεθνής εικόνα της Ελλάδας, έχει αλλάξει ριζικά, όχι μόνο ως προς τον οικονομικό αλλά και σε σχέση με τον πολιτικό άξονα. Το στοιχείο που οδήγησε στην ονομασία του συγκεκριμένου κύματος, ίσως να ήταν και η σημαντική αύξηση παραγωγής των συγκεκριμένων ταινιών. Άξιο λόγου, είναι πως πολλοί σκηνοθέτες, ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Λάνθιμος, αρνούνται την ύπαρξη του συγκεκριμένου ρεύματος, ωστόσο ο όρος πλέον χρησιμοποιείται παγκοσμίως.
Κεντρικός πυρήνας της θεματολογίας που άπτονται οι ταινίες του «Greek weird wave», σχετίζεται με την οικογένεια ως θεσμό και αξία υπό αμφισβήτηση. Όπως έχει υπογραμμίσει η Τσαγγάρη σε συνέντευξή της: «Είναι ελληνική εμμονή. Η αντίδραση στην πολιτική και στην οικονομία αντιμετωπίζει τόσα προβλήματα, γιατί διοικούνται ως οικογένειες. Σημασία έχει ποιους ξέρεις». Το συγκεκριμένο κύμα, έρχεται να αμαυρώσει την αξία της «αγίας ελληνικής οικογένειας», αναδεικνύοντας την σαθρότητά της λόγω της οποίας δημιουργούνται και τα σαθρά θεμέλια μιας ολόκληρης κοινωνίας, η οποία δηλητηριάζει με τη σειρά της το πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι. Η οικογένεια, μέσω των μηχανισμών της βίας και της εξουσίας που ασκεί, αποτελεί τον θεματικό άξονα των περισσότερων ταινιών του Λάνθιμου.
Η σημαντική πορεία του Γιώργου Λάνθιμου, αντικατοπτρίζεται πέρα από τη μοναδικότητα των ταινιών του και στις διακρίσεις και τα βραβεία που φέρει το όνομά του. Το 2009, η ταινία του «Κυνόδοντας» κέρδισε το βραβείο «Ένα Κάποιο Βλέμμα (Prix Un Certain Regard)» στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών του 2009. Στις 25 Ιανουαρίου του 2011 ανακοινώθηκε πως ο «Κυνόδοντας» είναι υποψήφιος για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας 2010. Στις 10 Σεπτεμβρίου του 2011 τιμήθηκε με το Βραβείο «Osella Καλύτερου Σεναρίου» στο Φεστιβάλ της Βενετίας για την ταινία «Άλπεις», το 2015 με το Βραβείο Κριτών του Φεστιβάλ Καννών για την ταινία «Ο Αστακός» και το 2018 με τον Αργυρό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας, για την ταινία «Η Ευνοούμενη».
Η τελευταία του ταινία, «Η Ευνοούμενη» προτάθηκε από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου για 10 Όσκαρ -ανάμεσα στα οποία και αυτά της Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας για τον Έλληνα σκηνοθέτη, Καλύτερου Σεναρίου και Καλύτερου Πρώτου και Δεύτερου Γυναικείου Ρόλου. Κέρδισε το Όσκαρ Πρώτου Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της Ολίβια Κόλμαν.
Η πορεία του Γιώργου Λάνθιμου, αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο πως η επικέντρωση της κριτικής ματιάς του κοινού, σε μορφολογικές/μορφικές δομές φέρνει στον πυρήνα των αναλύσεων τη σημασία του ύφους, αποδεικνύοντας ότι τόσο αυτό το τελευταίο όσο και η καλλιτεχνική προσωπικότητα του εκάστοτε δημιουργού, μπορούν να συνυπάρχουν σε μια μαζική τέχνη, όπως είναι ο κινηματογράφος. Είναι η αναγνωρίσιμη στυλιστική και θεματική γραφή, η οποία μέσω της λεκτικής βίας, της άμορφης κίνησης του σώματος και των απωθητικών εικόνων, καθιστά τον Γιώργο Λάνθιμο, ολοένα και πιο βαθιά ανάμεσα στους δημιουργούς ταινιών Τέχνης.