ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Ανέστης Βλάχος: Ηθοποιός από απόφαση, δημοκράτης από επιλογή, «κακός» από παρανόηση

Ανέστης Βλάχος: Ηθοποιός από απόφαση, δημοκράτης από επιλογή, «κακός» από παρανόηση

Την εποχή και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Ανέστης Βλάχος αποφάσισε να γίνει ηθοποιός, αυτό ήταν σχεδόν -ή και απόλυτα- ανήκουστο.

Επιβλητικός στην οθόνη, κάτι που του προσέδωσε το χαρακτηρισμό του «κακού» του ελληνικού κινηματογράφου, ταλαιπωρημένος στη ζωή, αποφασισμένος, ιδεολόγος και χαμηλών τόνων, ο ηθοποιός που πέθανε σήμερα στα 87 του χρόνια, ήταν σε όλη του τη ζωή ένας «κόντρα» ρόλος σε σχέση με την κινηματογραφική του εικόνα.

Η μεγαλύτερη αντίφαση στην περίπτωση του Ανέστη Βλάχου ήταν ότι ενώ η καλλιτεχνική του εικόνα ήταν αποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων, η ζωή του όλη ήταν μια σειρά από αποφάσεις για τις οποίες πάλεψε σκληρά.

«Γιατί κάθεσαι δίπλα στο δολοφόνο;»

«Ποτέ μου δεν έκανα τον κακό. Έπαιζα τον δυναμικό. Έχω κάνει 180 ταινίες, έχω κάνει σίριαλ, έχω πάρει 3 βραβεία. Μέσα σε αυτά έχω παίξει ακόμη και τον καλό σε ρόλο. Απλώς εκείνη την εποχή, μόλις είχες επιτυχία σ’ ένα ρόλο, οι υπόλοιποι σκηνοθέτες στις ταινίες που έκαναν, γιατί γυρίζονταν 150-200 ταινίες τη χρονιά, έλεγαν: «Φωνάξτε αυτόν, ήταν καλός εκεί». Ξαφνικά σου έβαζαν μια στάμπα στην πλάτη. Δεν σκέφτονταν ότι αυτός ο ηθοποιός μπορεί να παίξει και κάτι άλλο, ήθελαν ασφάλεια. Έτσι η «στάμπα» αυτή με χαρακτήρισε και όντως με συνόδευε στις αντιδράσεις του κόσμου.

Μία φορά καθόμασταν με τον κουμπάρο μου τον Νίκο τον Ξανθόπουλο στην πλατεία Βικτωρίας και πίναμε καφέ και μία γιαγιά περαστική άρχισε να ουρλιάζει: "Νίκο, Νίκο, φύγε, μην κάθεσαι δίπλα του γιατί θα σε σκοτώσει". Γυρίζει και τη ρωτάει "ποιος θα με σκοτώσει;". "Αυτός δίπλα σου, είναι δολοφόνος", του λέει. Και της λέει ο Νίκος: "τι λες κυρία μου; Αυτός είναι φίλος μου και κουμπάρος μου"», έχει διηγηθεί ο ίδιος σε συνέντευξή του στη Χαρά Πάτρα και στο Hephaestus Wien.

«Ο κινηματογράφος περισσότερο στηρίζεται στο physique και μετά στην ψυχολογία και στο ταμπεραμέντο του ηθοποιού. Έτυχε λοιπόν στην πρώτη μου ταινία, την "Αγιούπα" του Γκρεγκ Τάλας, να κάνω έναν βιαστή. Στον κινηματογράφο, όταν ένας ηθοποιός έπαιζε ένα ρόλο και είχε επιτυχία, τότε όλοι οι σεναριογράφοι έγραφαν τον ίδιο χαρακτήρα», είχε πει σε άλλη του συνέντευξη.

Το περίφημο physique στο οποίο αναφέρθηκε, η εξωτερική εμφάνιση δηλαδή, ήταν κι αυτή αποτέλεσμα τύχης. Κακής. Δουλεύοντας σε οικοδομή όσο σπούδαζε υποκριτική στη Σχολή Σταυράκου, έχασε σε ατύχημα το ένα του μάτι. Ήταν ίσως το πρώτο πράγμα που πρόσεχε κάποιος επάνω του. Ένα «ιδανικό» συμπλήρωμα στην εικόνα του «κακού»...

Απώλειες

Το μάτι του δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία απώλεια της ζωής του. Και αν χάνοντας ένα μάτι σημαδεύτηκε εξωτερικά, οι άλλες απώλειες άφησαν βαθύτερα σημάδια, τα οποία κουβάλησε με μεγάλη αξιοπρέπεια.

Ο πατέρας του σκοτώθηκε στο μέτωπο το 1941 και τον μεγάλωσε η γιαγιά του. Η μητέρα του, η οποία δούλευε σκληρά για να επιβιώσουν στην κατοχή αλλά και μετά, δεν ήθελε φυσικά ο γιος της να γίνει ηθοποιός, ήθελε να γίνει στέλεχος του Εμπορικού Ναυτικού και γι’ αυτό τον έστελνε στην σχολή «Προμηθέας». Εκείνος όμως επέμεινε και δεν μετάνοιωσε ποτέ, όπως έχει πει ο ίδιος.

«Έχασα το δεύτερο παιδί από την πρώτη γυναίκα μου. Μικρό παιδάκι, ήταν 3 χρονών, ήταν ένας άγγελος. Ήταν ένα κοριτσάκι…». Αυτή ήταν η σημαντικότερη απώλεια της ζωής του: «Πολύ με σημάδεψε. Το χάσαμε από παράτυφο, είναι μια αρρώστια σαν τον τύφο. Τώρα θα ήταν 30 χρονών».

Ο πρώτος του εκείνος γάμος ήταν με την τραγουδίστρια Αναστασία Παπανδρώνη. Το άλλο τους παιδί ήταν ένα αγόρι, ο Ηρακλής Βλάχος, από τον οποίον απέκτησε έναν εγγονό, τον Ανέστη Βλάχο Junior, ο οποίος ακολουθεί τα βήματα του παππού του.

«Είμαι αντίθετος. Ο Ανέστης είναι ιδιαίτερα ευφυής και ταλαντούχος, του έχω απόλυτη εμπιστοσύνη, αλλά θα ήθελα να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Είναι υπερβολικά καλό και ηθικό παιδί και ο χώρος ο συγκεκριμένος δεν του ταιριάζει. Αυτή τη συμβουλή του δίνω», είχε πει ο ίδιος.

Μια ακόμη σημαντική απώλεια στη ζωή του ήταν εκείνη του σπουδαίου Γιώργου Φούντα με τον οποίο υπήρξαν αδελφικοί φίλοι και κουμπάροι. Φίλοι κυρίως. Για τον Ανέστη Βλάχο, η φιλία ήταν πολύ ψηλά στις προτεραιότητές του.

Λαμπέτη, Χορν, Ξανθόπουλος, Φούντας

Το θρυλικό ζευγάρι του ελληνικού σινεμά, η Ελλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν, ήταν εκείνοι που του στάθηκαν μετά το ατύχημα. Κι εκείνος δεν το ξέχασε ποτέ: «Μετά το “Κορίτσι με τα μαύρα”, όταν χτύπησα κι είχα προβλήματα, η Λαμπέτη και ο Χορν μου στάθηκαν σαν αδέρφια. Δεν θα το ξεχάσω μέχρι να πεθάνω, γιατί λίγοι άνθρωποι έχουν τέτοια ψυχή. Όταν βλέπω ταινίες τους συγκινούμαι πολύ και κλαίω», έχει διηγηθεί.

Με το Νίκο Ξανθόπουλο διατηρούσαν επαφές ως το τέλος, αν και πλέον ο Ανέστης Βλάχος έβγαινε σπάνια από το σπίτι του στην Πλατεία Βικτωρίας.

Δεν υπάρχει ηθοποιός με τον οποίο να είχε συνεργαστεί και για τον οποίο να μην είχε να πει έναν καλό λόγο. Το ίδιο «γενναιόδωρος» υπήρξε και και με τις δουλειές που έκανε: «Σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να πω ότι μετάνιωσα για κάποια συνεργασία που είχα. Δόξα τω Θεώ σε όλες έδωσα και απ’ όλες πήρα πόλλα. Κυριαρχούσε ένας κώδικας αξιών τότε στις συνεργασίες. Όσο για αυτές που θυμάμαι είναι πολλές και δεν θέλω να αναφερθώ σε κάποιες για να μην αδικήσω άλλες», έχει πει.

Έτσι κι αλλιώς όταν μιλούσε για το επάγγελμά του ο Ανέστης Βλάχος απέπνεε ευγνωμοσύνη: Είχε καταφέρει να κάνει αυτό που αγαπούσε. Θα μπορούσε να έχει κάνει μεγαλύτερη καριέρα; Ίσως.

Η ταινία «Ο Φόβος», του Κώστα Μανουσάκη στην οποία πρωταγωνίστησε το 1966, επιλέχθηκε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στο 16ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου (24 Ιουνίου – 5 Ιουλίου 1966) αφήνοντας άριστες εντυπώσεις, ενώ δεν προβλήθηκε σε κανένα από τα Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καθώς η ταινία δεν πρόλαβε την διοργάνωση του '65, ενώ ήταν αργά πια για εκείνη του '66. Παρά ταύτα η εμπορική πορεία της, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό υπήρξε εντυπωσιακή.

Η ταινία παίχτηκε σε όλη την Ευρώπη και ακόμη σε Καναδά, Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, φέρνοντας χρήματα στους παραγωγούς της. Και τα σχόλια για τον Βλάχο ήταν διθυραμβικά.

Εκείνου του αρκούσε, όμως, που έγινε ηθοποιός: «Είναι ωραίο επάγγελμα, είναι λειτούργημα για μένα». Αν και αναγνώριζε τις τεράστιες δυσκολίες του: «Δεν συστήνω σε κανέναν να γίνει ηθοποιός, δεν υπάρχει πολιτισμός στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι αυτοκτονούν από την πείνα. Πού να δουλέψουν; Την καλή εποχή είχαμε συνέχεια δουλειές και θέατρο. Τώρα, υπάρχει μόνο διάλυση».

«Οι Έλληνες είμαστε Δημοκράτες»

Έντονα πολιτικοποιημένος, δεν έκρυψε ποτέ ότι υποστήριζε το ΠΑΣΟΚ. «Και τότε και πάντα. Αλλά της αριστερής πτέρυγας. Ήμουν ο ιδρυτής της πρώτης τοπικής του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα. Κι αργότερα, με ένα συνάδελφο, φτιάξαμε την πρώτη κλαδική των ηθοποιών».

«Δεν πήγα στο ΠΑΣΟΚ για να βγάλω λεφτά. Πήγα για να βάλω το λιθαράκι μου και να αλλάξει η Ελλάδα. Ήθελα την ανατροπή, που την έφερε ο Αντρέας. Ο λαός με τον Αντρέα έφαγε ψωμάκι», είχε πει στο περιοδικό Λοιπόν.

Πολιτεύτηκε δύο φορές. Το 1977 ήταν υποψήφιος βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ στη Β’ Αθηνών και το 1978 εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων με τον Δημήτρη Μπέη. «Άλλη Αθήνα εκείνη, άλλη η σημερινή. Η τωρινή ζέχνει παντού. Πληρώνουμε τόσα λεφτά και οι δρόμοι είναι βρόμικοι. Περνάς απ’ τις πλατείες και φοβάσαι μήπως σε σφάξουν. Εγώ ζω με αυτό το φόβο, στην περιοχή όπου μένω, στην πλατεία Βικτωρίας. Ο δήμαρχος φταίει. Τον ψήφισα, αλλά φταίει. Να γίνει επιστάτης, δεν κάνει για δήμαρχος», είχε πει στην ίδια συνέντευξη (σ.σ. η αναφορά έγινε την εποχή που Δήμαρχος της Αθήνας ήταν ο Γιώργος Καμίνης)

Όσο για τη Χρυσή Αυγή, είχε τη δική του άποψη, ρομαντική ή μη: «Οι Έλληνες είμαστε δημοκράτες. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν έχει σχέση με την ιδεολογία της. Αυτή ελάχιστοι την πιστεύουν. Οι ψήφοι σ’ αυτό το κόμμα είναι ψήφοι διαμαρτυρίας. Αν οι πολιτικοί φτιάξουν τα πράγματα και κοιτάξουν το λαό στα μάτια, ούτε εκατό ψήφους δεν θα πάρουν. Η Χρυσή Αυγή θα χαθεί γιατί δεν αντιπροσωπεύει τίποτα».

Τα τελευταία χρόνια ζούσε, όπως πάρα πολλοί συνάδελφοί του με μια μικρή τιμητική σύνταξη την οποία πήρε χάρη στα βραβεία που είχε κερδίσει.

«Δεν περίμενα να περάσω τέτοια μαύρα γεράματα, γιατί δουλεύω από 11 χρόνων παιδί. Κάθε φορά που πάω να πληρωθώ, κάθε μήνα, τρέμει η ψυχή μου και λέω “θα προλάβω να πληρώσω το φως και τα χαράτσια;”. Ζω και με αυτό το άγχος», είχε πει πριν από λίγα χρόνια.

Ναι, ίσως ο Ανέστης Βλάχος θα μπορούσε να είχε καταφέρει πολύ περισσότερα στο χώρο της υποκριτικής, αν δεν ήταν τόσο ιδεολόγος και ταπεινός σε όλα του.

Για όσα κατάφερε, όμως, του άξιζε κάτι παραπάνω από μια αναφορά στα «ψιλά» με το θάνατό του...