ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

O Ολιβιέ Ντεκότ, νέος διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη

Γάλλος στην καταγωγή και Έλληνας στην ψυχή ο Ολιβιέ Ντεκότ (Olivier Descotes), πρώην διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθήνας μέχρι και τον Αύγουστο του 2015 και υπεύθυνος καλλιτεχνικής δημιουργίας του γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού και Επικοινωνίας, επικράτησε των υπολοίπων 82 υποψηφίων και είναι επίσημα από εχθές ο διάδοχος του εμβληματικού άντρα του πνεύματος, Άγγελου Δεληβοριά στο τιμόνι του Μουσείου Μπενάκη, ενός ιδρύματος τέχνης που εκπαιδεύει την αισθητική και διδάσκει πολύτιμο πολιτισμό.

“Η συνεργασία αυτή, που θα ξεκινήσει την 1η Μαρτίου 2016, είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που διήρκεσε σχεδόν ένα χρόνο, και η οποία προσέλκυσε 82 υποψηφιότητες, Ελλήνων και ξένων” ενημερώνει η Πρόεδρος Διοικητικής Επιτροπής, Αιμιλία Γερουλάνου, στην επίσημη ανακοίνωση. “Έχοντας εξασφαλίσει την αφιλοκερδή συνεργασία της Egon Zehnder, της πιο αποδεκτής εταιρείας διεθνώς για την αναζήτηση εξειδικευμένων στελεχών, στόχος όλων μας ήταν η επιλογή του νέου Διευθυντή να γίνει με τη μεγαλύτερη δυνατή αντικειμενικότητα και με αποδεκτά από όλους κριτήρια, ώστε να βρεθεί το κατάλληλο πρόσωπο που θα αναλάβει τη διεύθυνση του Μουσείου σε μια δύσκολη μεταβατική περίοδο, το πρόσωπο που θα διασφαλίσει τη μελλοντική πορεία και ανάπτυξή του. Γνωρίζουμε όλοι τη μοναδική, προσωπική συνεισφορά του Άγγελου Δεληβορριά στη σημερινή μορφή και αξία του Μουσείου Μπενάκη. Τη συνεισφορά που για πολλά χρόνια στηρίξαμε όλοι, τόσο η Διοίκηση όσο και οι εργαζόμενοι στο Μουσείο, με απόλυτη εμπιστοσύνη.

Το Μουσείο Μπενάκη του οφείλει πάρα πολλά” συμπληρώνει.

Η ομόφωνη απόφαση του Ντεκότ από την Διοικητική Επιτροπή του Μουσείου είναι απόρροια της “πεποίθησης όλων ότι η ανάληψη εκ μέρους του της διεύθυνσης του Μουσείου θα αποφέρει πολύτιμους καρπούς για το Ίδρυμα” σε καιρούς που η Ελλάδα χρειάζεται φάρους παιδείας.

Νέα ήθη στα μουσεία του κόσμου

“Είναι μεγάλη τιμή για εμένα να αναλάβω τη διεύθυνση ενός μουσείου τόσο προβεβλημένου όσο το Μουσείο Μπενάκη και οφείλω ευγνωμοσύνη στη Διοικητική Επιτροπή που επέλεξε έναν Γάλλο να αναλάβει τη διεύθυνση αυτού του εθνικού θησαυρού. Το Μουσείο Μπενάκη διαθέτει εκπληκτικό καλλιτεχνικό και ανθρώπινο πλούτο. Είμαι πεπεισμένος ότι διαθέτει σημαντικές προοπτικές, που θα επιτρέψουν την ανάπτυξή του τόσο στην Ελλάδα όσο και εκτός των συνόρων της, ώστε να καταστεί πρεσβευτής κάθε πτυχής τόσο της πολιτιστικής κληρονομιάς όσο και της σύγχρονης καλλιτεχνικής παραγωγής της Ελλάδας” δήλωσε αυτός ο 40χρονος Ιππότης του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών και του Τάγματος των Ακαδημαϊκών Φοινίκων που η επιλογή του σηματοδοτεί και την τάση που θέλει πολλά εμβληματικά μουσεία να εμπιστεύονται το μέλλον τους σε νέους, όχι απαραίτητα γηγενείς, ανθρώπους με ορμή και διάθεση να φέρουν ένα φρέσκο αέρα σε μια κλασική σχέση, αυτή της ζωής με την τέχνη και το ανάποδο.

Αισθάνεται Έλληνας

Το έχει επαναλάβει σε συνεντεύξεις και άρθρα του, τον είχαν προετοιμάσει οι πρόγονοι του. Ο παππούς του Ντεκότ δίδασκε γαλλικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από το 1957 ως το 1962 και ήταν σύμβουλος Πολιτισμού στην πρεσβεία της Αθήνας, ο πατέρας του μιλούσε ελληνικά και ο ίδιος ήξερε να διαβάζει το ελληνικό αλφάβητο από τα 4 του. Γεννημένος στη Λα Ροσέλ της Νοτιοδυτικής Γαλλίας το 1976 ο Ολιβιέ Ντεκότ είναι απόφοιτος της φημισμένης σχολής Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού και το βιογραφικό του περιλαμβάνει σπουδές πλούσιες αλλά και στελεχικές θέσεις καίριες στην εξέλιξη του. Ο Ντεκόρ σπούδασε Ιστορία στη Σορβόνη, Μουσικολογία στο Κέμπριτζ, από τις αρχές της νέας χιλιετίας υπήρξε σύμβουλος του υπουργού Πολιτισμού Ζαν-Ζακ Εγιαγκόν ενώ μετά από ένα πέρασμα managerial αξίας στον επιχειρηματικό κολοσσό Vivendi, έγινε μορφωτικός ακόλουθος στο διπλωματικό σώμα. Με στάσεις του τα Ινστιτούτα της Ρώμης και του Μιλάνου, ο Ντεκότ ήρθε στην Ελλάδα και όπως όλα δείχνουν στην περίπτωση του το κλισέ “ήρθε για να μείνει” έχει αντίκρυσμα στην πραγματικότητα.

“Ζούμε ιστορικές στιγμές, δεν υπάρχει αμφιβολία. Βλέποντας όμως τι προσπάθειες έχουν γίνει ως τώρα και πόσες σημαντικές δημιουργικές δυνάμεις υπάρχουν στη χώρα, θεωρώ ότι η Ελλάδα θα τα καταφέρει. Το μεγαλύτερο ατού της είναι το πνευματικό της κεφάλαιο” έλεγε στη Σταυρούλα Παπασπύρου της Ελευθεροτυπίας τον Φεβρουάριο του 2014 όταν ο 38χρονος τότε Ντεκότ ανέλαβε τη θέση του διευθυντή στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Λάτρης του λυρικού τραγουδιού, ο Ντεκότ μάλλον γνωρίζει πολλά περισσότερα για την Ελλάδα από πολλούς από εμάς. “Το αστείο είναι πως στο τελευταίο μου ταξίδι στην Αθήνα, περίπου ενάμιση χρόνο πριν τοποθετηθώ, τον Ιανουάριο του 2010 (σσ. στο Γαλλικό Ινστιτούτο), καθώς βόλταρα μέσα στη λιακάδα έλεγα μέσα μου 'τι ωραία που θα ήταν να τέλειωνα εδώ την καριέρα μου΄” είχε πει.

Η επιλογή του Μουσείου Μπενάκη του έδωσε το πεδίο δράσης που σαν από πεπρωμένο του ανήκε.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης