Πλαστοί Μοντιλιάνι: Ξεκίνησε η δίκη για το μεγαλύτερο σκάνδαλο στην ιστορία της Τέχνης
Πάνω από 21 πασίγνωστοι -και πανάκριβοι- πίνακες του ζωγράφου Αμεντέο Μοντιλιάνι έχουν κατασχεθεί, καθώς όπως πιστεύουν οι ειδικοί, είναι πλαστοι. Στην Ιταλία ξεκίνησε η δίκη για την υπόθεση και αν αποδειχθει ότι πράγματι οι πίνακες δεν είναι αυθεντικοι, θα πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα, αν όχι το μεγαλύτερο σκάνδαλο στην ιστορία της Τέχνης.
Η προσωπογραφία της Σελίν Χάουαρντ, ξαπλωμένης χωρίς ρούχα, που είχε χρησιμοποιηθεί ακόμη και ως αφίσα σε μία έκθεση στη Ρώμη και είχε εξοργίσει το Βατικανό για τη γύμνια της, «είναι πλαστή, η υπογραφή του (Αμεντέο) Μοντιλιάνι είναι αβέβαιη, ξεφτισμένη, περασμένη δύο φορές», όπως υποστηρίζει η ενάγουσα αρχή στη σχετική δίκη για τα πλαστά έργα του μεγάλου ζωγράφου. Την άποψη αυτή αντικρούει η υπεράσπιση: πρόκειται «για πρωτότυπο έργο, πιστοποιημένο ήδη από τη δημιουργία του». Οι απόψεις διίστανται επίσης και για τον πίνακα «Μαρία», ένα λάδι σε χαρτόνι, που καλύπτεται από ασφάλεια ύψους 28 εκατομμυρίων δολαρίων.
@AP Photo/Alexander Zemlianichenko
Το αποκορύφωμα όμως είναι η προσωπογραφία της Χάνκα Ζμπορόφσκα, συζύγου του μεγαλύτερου χορηγού του ζωγράφου, που από το 1972 με όλες τις σφραγίδες του ιταλικού κράτους έχει κατοχυρωθεί ως έργο εθνικού ενδιαφέροντος. «Το πρόσωπο, το αυτί, ο λαιμός, έχουν ζωγραφισθεί με χρώματα άλλης εποχής. Είναι χονδροειδώς πλαστογραφημένο», όπως διατείνονται οι ειδήμονες που επικαλείται η εισαγγελία. «Πιστοποιημένο και κατοχυρωμένο από την δημιουργία του», αντιτείνουν οι ειδικοί που εξέτασαν το έργο για λογαριασμό του ιδιοκτήτη του.
Η ιδιότυπη αυτή αναμέτρηση ανάμεσα σε ειδικούς, ιστορικούς τέχνης, στελέχη του ιταλικού υπουργείου Πολιτισμού, καθηγητών πανεπιστημίου, των καραμπινιέρων—με τους οποίους συνεργάζονται ακόμη και το FBI και το Εθνικό Συμβούλιο Ερευνών, ξεκίνησε αφ’ ότου η εισαγγελία της Γένοβας κατέθεσε ένταλμα ερευνών σχετικά με την κατάσχεση 21 έργων του Μοντιλιάνι, τον Ιούλιο του 2017, από το Παλάτι των Δουκών (Παλάτσο Ντουκάλε), όπου φιλοξενείτο μία έκθεσή του. Έκτοτε ξεκίνησε μία από τις μεγαλύτερες έρευνες για πλαστογραφία και εξαπάτηση αναφορικά με έργα του διάσημου καλλιτέχνη.
@AP Photo/Roberto Pfeil
Κατηγορούμενοι στη δίκη είναι έξι πρόσωπα: ο Ούγγρος ιδιοκτήτης της Global Art Exhibitions της Νέας Υόρκης, που στην έκθεση της Γένοβας είχε φέρει 11 έργα, ο επιμελητής της έκθεσης Ρούντι Κιαπίνι, ο Μάσιμο Βίτα Τζέλμαν της MondoMostre Skira και οργανωτής της έκθεσης, οι Νικολό Σποντσίλι και Ρόζα Φαζάν, διευθυντής εκθέσεων και στέλεχος του εκδοτικού οίκου Skira αντίστοιχα και ο Πιέτρο Πεντρατζίνι, ιδιοκτήτης της προσωπογραφίας του Χαϊμ Σούτιν, που είχε δανείσει στην έκθεση στη Γένοβα.
Πρόκειται για μία απίστευτη έρευνα, κυρίως γιατί αφορά σε πασίγνωστα έργα, που έχουν γίνει αντικείμενο θαυμασμού σε πολυάριθμες εκθέσεις στη Ρώμη, τη Σεούλ, τη Βόνη, τη Μόσχα, το Λουγκάνο και αλλού. Προκαλεί δέος ο αριθμός των έργων που θωρούνται πλαστά και κατασχέθηκαν (20, καθώς το ένα επεστράφη στον ιδιοκτήτη του). Έκπληξη επίσης αποτελεί και ο αριθμός των ειδικών (πέντε), που υποστηρίζουν την πλαστότητα των έργων—αν και δεν συμφωνούν όλοι για όλους τους πίνακες, για κάποιους υπάρχουν διϊστάμενες απόψεις. Μάλιστα, η γραφολόγος Ιλάρια Γκότσι δηλώνει μετά πάσης βεβαιότητος πως «η υπογραφή είναι πλαστή σε τουλάχιστον έντεκα έργα». Ενώ και η Ιζαμπέλα Κουατρόκι, που συνεργάζεται με πολλές εισαγγελικές αρχές στην Ιταλία έχει απορρίψει πολλά από τα έργα του Μοντιλιάνι ως πλαστά. Και τα εγκληματολογικά εργαστήρια της ειδικής ομάδας Ris των καραμπινιέρων, που κλήθηκαν να εξετάσουν τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί για την εκτέλεσή τους, αποφαίνονται ότ «13 έργα δεν είναι συμβατά με την ιστορική περίοδο, στην οποία αποδίδεται η δημιουργία τους», δηλαδή την διάρκεια της δραστηριότητας του Μοντιλιάνι, ο οποίος πέθανε το 1920. Σε επτά από τα έργα δεν έχουν εντοπισθεί κάποιες σχετικές ανωμαλίες.
@AP Photo/Domenico Stinellis
Κατά τις διωκτικές αρχές υπάρχει ένα δίκτυο που διοχετεύει πλαστά έργα στη διεθνή αγορά. Το σύστημά του είναι η συμπερίληψη ενός τέτοιου έργου σε μία μεγάλη έκθεση και σε κάποια σημαντική συλλογή, έτσι ώστε να γίνει de facto αποδεκτό από την κοινότητα των ειδικών. Σε όσο περισσότερες εκθέσεις συμμετέχει ένα έργο, τόσο πιο διάσημο και αναγνωρίσιμο γίνεται και κατά συνέπεια θεωρείται αυθεντικό και πολύτιμο. «Επ’ απολύτου ωφελείας του ιδιοκτήτη του», επισημαίνει το Γραφείο Προστασίας Εθνικής Κληρονομιάς των καραμπινιέρων που υπογράφει το σχετικό κατηγορητήριο.
Παράδειγμα; «Από το 1995 ως σήμερα, ο Γκούτμαν έχει καταφέρει να αυξήσει την τιμή του ‘γυμνού της Σελίν Χάουαρντ’ από 250.000 σε 42 εκατομμύρια δολάρια», όπως τονίζει η ίδια πηγή. Το εξηγεί άλλωστε και ο τότε ιδιοκτήτης του, ο Ελβετός Ζεράρ ντε Σερζάτ, που ομολόγησε πως ο Γκούτμαν του πρότεινε να αποκτήσει τον πίνακα και επίσης πρότεινε την συντηρήτριά του και για την οργάνωση των όλων των υπολοίπων ασχολείται εκείνος. Για τον δανεισμό του πίνακα δεν πληρώνει τίποτα καθώς όσο μεγαλύτερη είναι η συμμετοχή του σε εκθέσεις, τόσο αυξάνει η τιμή. Το αποτέλεσμα είναι εμφανές: 42 εκατoμμύρια δολάρια η αξία του, μολονότι οι ειδικοί ορκίζονται πως η υπογραφή είναι εμφανώς πλαστή.
@AP Photo/Domenico Stinellis
Στη μεθοδολογία του ‘καθαγιασμού’ των πινάκων συμμετείχε και ο Μαρκ Πατρίς Οτάβι, επίσημος συντάκτης του καταλόγου του Μοϊζέ Κίσλινγκ, του καλλιτέχνη και φίλου του Μοντιλιάνι, έργα του οποίου συμμετείχαν στην έκθεση στη Γένοβα, προσφέροντας ψευδείς προελεύσεις έργων, πληροφορίες γι’ αυτά και για ανύπαρκτες συλλογές, με στόχο να παραπλανήσει οικογένειες συλλεκτών, επιμελητές και συντηρητές. Και με τελικό στόχο μία έκθεση στο Εθνικό Μουσείο, που αποτελεί την πλήρη νομιμοποίηση του έργου και που καθιστά αδιαμφισβήτητη την αυθεντικότητά του.
Κύριος κατηγορούμενος στην υπόθεση ο Γκούτμαν, που από 20ετίας εργάζεται στη Νέα Υόρκη, ενώ προηγουμένως δραστηριοποιείτο και στο Λος Άντζελες. Η εταιρεία του, η Global Art Exhibitions προάγει την τέχνη και οργανώνει εκθέσεις σε όλον τον κόσμο, ή συμμετέχει σε σημαντικά γεγονότα της τέχνης. Το FBI έχει ενδιαφερθεί για τις δραστηριότητές του και πέρυσι εισέβαλε στο διαμέρισμά του στο Παρκ Άβενιου της Νέας Υόρκης για την υπόθεση των πλαστών Μοντιλιάνι.
@AP Photo/Kirsty Wigglesworth
Ο Γκούτμαν διατείνεται πως όλα τα έργα είναι αυθεντικά και επιτίθεται κατά του ειδικού στο έργο του Μοντιλιάνι Μαρκ Ρεστρελίνι, που ζει κι εργάζεται στο Παρίσι, κατηγορώντας τον ότι επιδιώκει με αυτόν τον τρόπο να αναγνωρισθεί ως ο απόλυτος γνώστης του έργου του λιβορνέζου ζωγράφου.
Με την εκατονταετηρίδα από τον θάνατο του Μοντιλιάνι, η υπόθεση έχει δημιουργήσει μία ζοφερή ατμόσφαιρα γύρω από το έργο του. «Όταν θα γνωρίσω την ψυχή σου, θα ζωγραφίσω τα μάτια σου», έλεγε ο ζωγράφος. Όμως, σήμερα ποιος ξέρει τι είδους μάτια θα ζωγράφιζε εάν έβλεπε τα πρόσωπα που εμπλέκονται στη δίκη για τα πλαστά του έργα.
Βασανισμένος και φτωχός
Την τελευταία φορά που πουλήθηκε έργο του Μοντιλιάνι σε δημοπρασία η τιμή του άγγιξε τα 170 εκατομμύρια δολάρια. Ήταν ένα γυμνό από αυτά που όταν εξέθεσε το 1917 η αστυνομία έκλεισε την έκθεσή του και το κοινό σκανδαλίστηκε. Ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε ελάχιστα γυμνά σε σχέση με την ποσότητα των έργων που άφησε. Ο κόσμος αναγνωρίζει σήμερα στα έργα του ένα στιλ μοναδικό και πρωτότυπο, μια ένωση από μοντέρνες ιδέες με την προσωπική χρωματική ευαισθησία του.
Σήμερα ο Αμεντέο Μοντιλιάνι που δεν έζησε για να δει την «δόξα» και την αξία των έργων του θεωρείται εθνικός θησαυρός στην χώρα του, την Ιταλία. Παρόλο που η ίδια η Ιταλία άργησε πολύ να τον αναγνωρίσει ως μεγάλο ζωγράφο. Η πρώτη αναδρομική του έκθεση στην Ιταλία έγινε μόλις το 1930, στην 17η Μπιενάλε της Βενετίας δέκα χρόνια μετά το θάνατό του. Στην περίπτωση του Μοντιλιάνι όλα έγιναν μετά θάνατον. Ο ίδιος πέθανε σε απόλυτη φτώχεια. Η τραγική ζωή του δεν έχει καμία σχέση με την αποδοχή και την επιτυχία που γνώρισε και γνωρίζει. Οι συλλέκτες σε όλο τον κόσμο τρελαίνονται να αποκτήσουν ένα έργο του και το κοινό σχηματίζει ατελείωτες ουρές για να δει κάθε έκθεση που οργανώνεται με έργα του.
@Istituto Amedeo Modigliani via AP
Ο Μοντιλιάνι γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου 1884. Η μέρα της γέννησ;hς του συνέπεσε με την πρώτη κατάσχεση που έγινε στους Μοντιλιάνι για την κάλυψη απλήρωτων φόρων για το σπίτι του Λιβόρνο και την ακίνητη περιουσία που είχε η οικογένειά του στην Σαρδηνία. H γέννηση του Αμεντέο έσωσε προσωρινά την οικογένειά του από την οικονομική κατάρρευση. Σύμφωνα με έναν αρχαίο νόμο που προστάτευε τα κρεβάτια των εγκύων γυναικών και των μητέρων με νεογέννητα παιδιά, ο πατέρας του Μοντιλιάνι απέτρεψε τους πιστωτές του από το κάνουν κατάσχεση στα περιουσιακά του στοιχεία συσσωρεύοντας τα πιο πολύτιμα στην κορυφή του κρεβατιού εγκύου γυναίκας του.
Ο Μοντιλιάνι έκανε μια και μοναδική ατομική έκθεση όσο ήταν εν ζωή με διάρκεια μόνο μιας ημέρας. Συνέβη στις 3 Δεκεμβρίου του 1917, στην γκαλερί του Παρισιού Berthe Weill. Εξέθεσε 30 έργα, τα οποία του είχαν ανατεθεί από τον φίλο του, έμπορο Λέοπολντ Ζμπορόφσκι. Οι γυμνές φιγούρες που εξέθεσε έγιναν επίκεντρο ενός δημόσιου σκανδάλου με την αστυνομία να κλείνει την γκαλερί μόλις λίγες ώρες αφότου άνοιξε. Το 1908, στο σαλόνι των Ανεξάρτητων, ο Μοντιλιάνι παίρνει μέρος με 6 έργα. Τα έργα του θορυβούν και ο τύπος και η κριτική είναι πάντα διχασμένη. Κανένας δε τον παίρνει πολύ στα σοβαρά, επειδή τα έργα του δεν εγγράφονται σε κανένα συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ρεύμα. Τελικά η τέχνη του Μοντιλιάνι θα κρατήσει για πάντα μια ελευθερία και έναν αντικομφορμισμό στο στιλ, ο οποίος αποσταθεροποιεί όσους κριτικούς είναι υπερβολικά συνηθισμένοι να καταχωρίζουν σε καταλόγους, να ταξινομούν, να βάζουν ετικέτες.
@Istituto Amedeo Modigliani via AP
Ο Μοντιλιάνι δήλωνε συχνά ότι αν κάνει ζωγραφική είναι για βιοπορισμό. Το πραγματικό του ενδιαφέρον στρέφεται στην γλυπτική, λέει συχνά ότι εκεί βρίσκεται η πραγματική του ελευθερία. Λέει ότι προτιμά τη συμπαγή υφή της πέτρας από το άυλο χρώμα σε ένα μουσαμά. Για αυτόν η γλυπτική είναι η μόνη τέχνη που δίνει τη δυνατότητα σε έναν καλλιτέχνη να εκφραστεί. Όλα αυτά τα σχέδια που φτιάχνει με καταπληκτική ευκολία, τα θεωρεί αναγκαίες ασκήσεις και προετοιμασία για την τέχνη της λάξευσης της πέτρας. Αλλά όταν το λέει αυτό ασφαλώς δεν σκέφτεται την άστατη ζωή του, όπου είναι πιο εύκολο να μετακινείται με ένα κομμάτι μουσαμά παρά με ένα κομμάτι πέτρας, ξεχνάει την ευπάθεια των πνευμόνων του και το στίλβωμα της πέτρας που προκαλεί επίμονο βήχα και δυσφορία.
@AP Photo/Christophe Ena
Το δύσκολο δρόμο του θα φωτίσει η συνάντησή του με την ποιήτρια Άννα Αντρέγιεβνα Γκορένκο, γνωστή με το ψευδώνυμο Άννα Αχμάτοβα. Βρίσκεται στο Παρίσι με τον πρώτο της άντρα Νικολάι Γκουμίλεφ από τον οποίο θα πάρει διαζύγιο το 1916. Είναι 26 ετών και ο Μοντιλιάνι 25. Ερωτεύονται κεραυνοβόλα. Η ίδια γράφει «Ήταν φτωχός, έτσι στον κήπο του Λουξεμβούργου καθόμασταν πάντα σε παγκάκια, τις καρέκλες έπρεπε να τις νοικιάζουμε. Δεν παραπονιόταν για τίποτα ούτε για τη μιζέρια του, ούτε για το γεγονός ότι δεν είχε αναγνωριστεί. Όταν η Αχμάτοβα φεύγει για τη Ρωσία της γράφει παθιασμένα γράμματα και του απαντά με ποιήματα. Το 1911 επιστρέφει στο Παρίσι και του ποζάρει. Τα σχέδια αυτά, δυστυχώς εξαφανίστηκαν, καταστράφηκαν στα πρώτα χρόνια της ρώσικης επανάστασης.
H Άννα Αχμάτοβα @Wikipedia
Ο Μοντιλιάνι στη διάρκεια της ζωής του αντάλλαξε πολλά έργα του με ένα πιάτο φαγητό. Μερικά από αυτά σήμερα έχουν τις υψηλότερες τιμές στην αγορά έργων τέχνης. «Γνώρισα πραγματικά τον Μοντιλιάνι», λέει ο Βλαμένκ. «Τον γνώρισα πεινασμένο, τον είδα μεθυσμένο. Τον είδα να έχει κάποια χρήματα. Σε καμία περίπτωση δεν είδα να λείπει το μεγαλείο και η γενναιοδωρία. Ποτέ δεν έπιασα επάνω του το παραμικρό ταπεινό συναίσθημα. Αλλά τον είδα οργίλο, εκνευρισμένο από την διαπίστωση ότι η δύναμη του χρήματος που τόσο περιφρονούσε μερικές φορές αντιτασσόταν στη θέληση και την περηφάνια του».
Ο Μοντιλιάνι πέθανε μόλις δυο μέρες νωρίτερα από την ερωμένη του Ζαν Εμπιτέρν, έγκυο τότε στο δεύτερο παιδί τους.
Η Ζαν Εμπιτέρν διά χειρός του ζωγράφου
Η πρώτη κόρη του ζευγαριού, Ζαν Μοντιλιάνι, αργότερα θα γράψει μια βιογραφία για τους γονείς της, και το γρήγορο πέρασμά τους από τη γη. Τα τελευταία λόγια του Μοντιλιάνι στο νοσοκομείο Σαριτέ, στον Ορτίς ντε Σαράτε, -σε έναν φίλο του που τον μεταφέρει επειγόντως εκεί, αφού τον έχει βρει σε αθλία κατάσταση να τρώει επί οκτώ μέρες κονσέρβες σαρδέλα- είναι: «Δε μου μένει παρά ένα μικρό κομματάκι μυαλού... Νιώθω πως ήρθε το τέλος...Φίλησα τη γυναίκα μου, μείναμε σύμφωνοι για μια αιώνια χαρά». Η Ζαν αυτοκτόνησε και τον ακολούθησε στο θάνατο, πέφτοντας από το παράθυρο του πέμπτου ορόφου.