H Άννα Συνοδινού με δικά της λόγια
"Έζησα πλάι σε μεγάλες ψυχές. Στη βαθιά κρύπτη της μνήμης και του συνειδότος φύλαξα τη μεγαλειότητά τους", ήταν τα δικά της λόγια. Η Μεγάλη Κυρία της Επιδαύρου έφυγε αλλά το φως του πνεύματος της δεν σβήνει. Μαχητική, πολιτικοποιημένη και ειλικρινής, η Άννα Συνοδινού πέθανε σήμερα όμως τα λόγια της πάλλονται από ζωντάνια.
“Aπό τα νεανικά μου χρόνια σημείωνα σ' ένα σχολικό τετράδιο αγαπημένες στιγμές που άστραφταν και σβήνανε σαν τ' άστρα στο στερέωμα, για πρόσωπα που αγαπούσα παρά πολύ και ζέσταιναν τη ζωή γύρω μου. Έτρεμα πάντα τη Λήθη, που σημαίνει θάνατο, και διάλεξα τη Mνημοσύνη που τον καταργεί. H λειτουργία της θεατρικής ζωής μ' έκανε να νιώθω ως προεξάρχουσα μιας πομπής από τα χρόνια του Θέσπη, που διηγείται τα πάθη του Διονύσου και άλλων ηρώων, μπροστά σ' ένα Kοινό έτοιμο να συγκινηθεί από άγνωστες λυπητερές και χαρούμενες ιστορίες για να μάθει πως ζει ο κόσμος πέρα από το δικό του κατώφλι...
Όχι, δεν είμαι συγγραφέας, και τα γραφτά μου δεν είναι αποτέλεσμα συγγραφικού οίστρου. Δεν μπορώ να κάθομαι στην καρέκλα πολλήν ώρα. Mουδιάζουν τα άκρα μου. Eίμαι ηθοποιός, και στην τέχνη μου λειτουργώ εν κινήσει. Έζησα πλάι σε μεγάλες ψυχές, δυσαναπλήρωτους τεχνίτες, ιερά πρόσωπα. Στη βαθιά κρύπτη της μνήμης και του συνειδότος φύλαξα τη μεγαλειότητά τους” έγραψε στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου της Αίνος στους Άξιους (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1999).
Αυτά είναι μερικά αποσπάσματα όπως η ίδια τα μοιράστηκε μαζί μας.
Για την ποίηση
“Θυμάμαι πόσο πολύ αγαπούσα τη ποίηση. Τους μάζευα όλους και τους έκανα επιδείξεις και απαγγελίες σε ένα οικόπεδο που βρίσκονταν μπροστά από το σπίτι μας και ήταν η δεδομένη ευτυχία μας. Το είχαμε καθαρίζει κιόλας από τα σκουπίδια και συχνά πυκνά παρακολουθούσαμε από τη ταράτσα του σπιτιού μας ποιος από τη γειτονιά το λερώνει και του βάζαμε τις φωνές. Θυμάμαι πως μάζευα τα τενεκεδάκια, τα λυγισμένα πιρούνια, τα χαλασμένα καπέλα και ό,τι άλλο μου χρησίμευε για να κάνω πιο πλούσιο το σπίτι της κούκλας μας. Όταν οι γονείς μου με ρωτούσαν τι κάνω, τους έλεγα με καμάρι: “Κάνω τον κόσμο μου πιο όμορφο”.
Για τον Σοφοκλή
“Ο Σοφοκλής ήταν μέγιστη προσωπικότητα. Άλλο πράγμα από τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη. Ο Σοφοκλής ήταν ξεχωριστός. Τον λάτρευα από μικρή. Η αγαπημένη μου φράση από το έργο του είναι αυτή της Αντιγόνης: ‘Ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν’ δηλαδή ‘δεν γεννήθηκα για μισώ, αλλά για να αγαπώ’. Είναι σπουδαία. Ακριβώς το ίδιο είπε και ο Χριστός. ‘Αγαπάτε αλλήλους’ δεν είπε;”
Για τις αναμνήσεις
“Δεν είμαι άνθρωπος των αναμνήσεων. Έχω πολύ άσχημες αναμνήσεις, γιατί έχασα και τους 16 αγαπημένους μου ανθρώπους. Δε μπορώ να σταθώ στις αναμνήσεις.”
Από συνέντευξη της στο περιοδικό Life & Style
Για τους νέους
“Κατηγορούν τα παιδιά ως αναρχικά και τεµπέλικα. Μια χαρά είναι. Ας τα βοηθήσουµε να µάθουν. Όλα πρέπει να τα πουλήσει η Ελλάδα και να αγοράσει δασκάλους. Χρειαζόµαστε ένα στρατό πολιτισµού.”
Για τους ήρωες
“Καμιά εποχή δεν έμεινε γυμνή από ήρωες, είμαστε σε μια μεταβατική περίοδο. Νέοι ήρωες θα δημιουργηθούν αναγκαστικά. Ξέρετε τι έχει σημασία σήμερα; Να βλέπουν οι νέοι ποσό σημαντικοί είναι οι άνθρωποι πόσο σημαντικό είναι οι άνθρωποι να κρατάνε το λόγο της τιμής τους. Για να υπάρχουν προοπτικές”
Για τα γηρατειά
“Με ενοχλεί η εγκατάλειψη των γηρατειών. Όταν βλέπω ηλικιωμένους ανθρώπους παρατημένους στη μοίρα τους, πιάνεται η ψυχή μου. Αν έβλεπα τον πάτερα και τη μανά μου έτσι, κάποιον Υπουργό θα μου ερχόταν να σκοτώσω. Είναι δυνατόν στην εποχή μας να σκεπάζουν τους γέρους στα ιδρύματα το καλοκαίρι με τη βελέντζα και το χειμώνα με το σεντόνι για να τους ξεκάνουν; Εγώ μπήκα στην πολιτική γιατί ήθελα αυτά να αλλάξω.”
Για την κοινωνικότητα
“Είμαι κοινωνική αλλά δεν κάνω φασαρία και δεν βιάστηκα ποτέ. Ήμουν το 8ο παιδί της οικογένειας, άρα δεν βιαζόμουν να είμαι πρωτοκόρη. Ήξερα από τράτο γιατί ήμουν στερνοπαίδι. Περίμενα να τακτοποιηθούν πρώτα οι άλλοι. Ξέρεις τι είναι να έχεις τόσους δικούς σου ανθρώπους να σε υποστηρίζουν; Σήμερα που έχουν πεθάνει οι μισοί, δεν έχω που να τηλεφωνήσω.”
Από συνέντευξη στη Γιώτα Συκκά για την Καθημερινή, 24/04/2007
Για το πώς ερωτεύθηκε το Θέατρο
“1939: Παραμονή Χριστουγέννων. Το στολισμένο σπίτι του Θάνου κρατούσε τα παραδοσιακά έθιμα της ορθοδοξίας με ευλάβεια. Η εκ Σπάρτης Πελοποννήσου οικογένεια των Κωτσόπουλων είχε μεταναστεύσει στη Ρωσία, και τα παιδιά, Θάνος και Ευριδίκη, γεννήθηκαν στο Αικατερινοντάρσκ. Εκείνο το βράδυ των Χριστουγέννων, που πήγα τα γιορτινά φουστάνια, με κάλεσαν να πάρω το τσάι μαζί τους.
Αρνήθηκα, αλλά γνώρισα από κοντά τον ημίθεο, πανέμορφο νέο, Θάνο Κωτσόπουλο, του οποίου η φωνή και η έκφραση των ματιών ανάβλυζαν ευγένεια, γαλήνη, μελωδία... Είχε τη στιγμή εκείνη αρχίσει η μοιραία πορεία μου στο θέατρο...
-Τι θα γίνεις άμα μεγαλώσεις, Αννούλα; Με ρώτησε ο Θάνος.
-Μοδίστρα ή βιβλιοθηκάριος, κύριε Κωτσόπουλε...
Ξεσπά το 1940 ο πόλεμος. Ο αδελφός μου Μιχαήλ Συνοδινός στρατεύεται και υπηρετεί με τον Θάνο Κωτσόπουλο στα Τρίκαλα. Μας στέλνει μια φωτογραφία όπου οι δυο τους –φίλοι πια-, πλένουν το ρουχισμό τους σ’ έναν παραπόταμο, κάτω από τον όγκο του Μεγάλου Μετεώρου. Η φωτογραφία κατασχέθηκε αμέσως από μένα...
Ο πόλεμος τελείωσε. Ο Θάνος παίζει στο Εθνικό Θέατρο, 1942-44. Από τον δεύτερο εξώστη τον ακούω να μιλάει ως Πνεύμα στον Φάουστ του Γκαίτε και αργότερα τον βλέπω να ενσαρκώνει τον Ορέστη στην Ιφιγένεια εν Ταύροις, με την αείμνηστη Ελένη Παπαδάκη ως Ιφιγένεια. Μετά από αυτό που είδα, ξέχασα και τη μοδιστρική και τη βιβλιοθηκονομία και άρχισα σοβαρά να σκέπτομαι πώς θα γίνω ηθοποιός. Πώς θα φθάσω να συνδεθώ με αυτά που με άγγιξαν στις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, μέσα στην Κατοχή του φασιστοναζισμού, μέσα στην πείνα και τον αφανισμό των ανθρώπων. Οι παραστάσεις αυτές έδεσαν με το όνειρο.
Ο Θάνος Κωτσόπουλος συνέχισε, για μένα, μιαν υπόσχεση που έδωσε στους γονείς μου, όταν θορυβήθηκαν για την ένταξή μου στο θεατρικό περιβάλλον:
-Κοίταξε μην χαλάσεις τον άνθρωπο που σου έφτιαξε η οικογένειά σου.”
Από το βιβλίο της Αίνος στους Άξιους (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1999).
Για τον Θάνο Κωτσόπουλο
“Ο Θάνος αρρώστησε. Συζητούσαμε διάφορα όταν τον έβλεπα αραιά και πού. Τον ρώτησα μια μέρα: «Πώς νιώθεις τώρα μακριά από τη σκηνή; Θα μπορούσαν να σε προσλάβουν! Πρότεινα να παίξουμε μαζί στις Φοίνισσες, εσύ Οδοίποδα κι εγώ Ιοκάστη, να αναπληρώσουμε το θαυμαστό δίδυμο του Μινωτή και της Παξινού...» Το Εθνικό Θέατρο δεν το δέχτηκε. Κάποιοι διευθύνοντες ευλόγησαν τα γένια τους ανεβάζοντας μιαν άλλη τραγωδία, ενώ θα έπρεπε να δώσουν στον Κωτσόπουλο την ευκαιρία να διδάξει ως την τελευταία του πνοή.
Μου απάντησε: «Εμένα δεν με κάλεσαν να παίξω όσο είχα φωνή και αντοχή, αλλά και λεμόνια να πουλούσα έξω από την πόρτα του Εθνικού Θεάτρου, θα δίδασκα πως το ήθος και ο ανυποχώρητος σεβασμός προς τα κρατικά θέατρα χρειάζεται να κρατηθούν, τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, σε υψηλό επίπεδο. Το Εθνικό Θέατρο είναι η πολεμίστρα και ο ναός της τέχνης μας, γι’ αυτό πρέπει να παραμείνουν και επάλξεις, ρυθμιστικές του θεατρικού πολιτισμού μας...»
Από το βιβλίο της Αίνος στους Άξιους (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1999).
Για την Κυβέλη
“Μια ωραία πρωία, λοιπόν, μπαίνει η Μαρίκα στη σκηνή του θεάτρου «Κοτοπούλη – Ρεξ» και μας λέει: «Παιδιά μου, κρατηθείτε στις καρέκλες σας γιατί θα σας αναγγείλω κάτι σπάνιο. Θα αλλάξετε μαμά. Το ρόλο της Ντενίζ θα τον παίξει η Κυβέλη! Ήρθε από την Αμερική, της το πρότεινα και δέχτηκε. Τώρα ανεβαίνει τις σκάλες. Έρχεται. Λοιπόν εγώ γλίτωσα από την Ντενίζ – τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτήν την όμορφη, που κατάφερε τρεις άντρες; Εγώ έναν άντρα έχω και δεν μπορώ να τα φέρω βόλτα, πού να τα βγάλω πέρα μ’ όλους αυτούς... Μόνο η Κυβέλη μπορεί να παίξει αυτή τη γυναίκα που ταιριάζει με τη ζωή της! Θα είναι καταπληκτική... σωθήκαμε...!»
Στο σημείο αυτό μπαίνει η Κυβέλη στη σκηνή. Πανύψηλη, πανέμορφη, ντυμένη υπέρκομψα, παρφουμαρισμένη. Γέμισε η σκηνή αρώματα. Άνοιξε το χρυσό της στόμα για ν’ ακούσουμε το γάργαρο γέλιο της: «Χα, χα, χα, χα! Καλή μέρα σας, δεν με περιμένατε. Ήρθα όμως. Με έπεισε η Μαρίκα. Χαίρομαι που θα παίξουμε μαζί. Θα ‘χουμε επιτυχία!»
Εμείς παλαβώσαμε! Τι έλεγαν καλέ, πως δεν μιλιούνται οι δυο μεγάλες... Πως η μία ζήλευε την άλλη; Πως ο τριακονταετής Κυβελο-Μυρατέικος πόλεμος συνεχιζόταν;
..................
Η Κυβέλη είχε ανεπτυγμένη την αίσθηση του ωραίου. Ήταν πάγκαλη. Και μας ήθελε κι εμάς έτσι. Στα «Παιδιά του Εδουάρδου», στην τρίτη πράξη, μου ΄δωσε να φορέσω μια ρόμπα της, ροζ με λουλουδάκια, ολομέταξη. Μου χάρισε άρωμα, να το φορώ στη σκηνή. Έφερνε την κομμώτρια, κυρία Στίνη, για να τη χτενίζει και την έστελνε στο καμαρίνι μου να μου συμμαζεύει τα μακριά μαλλιά μου σ’ ένα φιλέ για να φαίνονται πιο μοντέρνα (γιατί η Μαρίκα δεν μ’ άφηνε να κόψω τις κοτσίδες μου).
Τώρα θυμάμαι τη φοβερή κατσάδα που μου ‘κανε η Κυβέλη όταν με είδε να προχωρώ προς το θέατρο της Επιδαύρου ντυμένη μ’ ένα πρόχειρο εκδρομικό ένδυμα. Με φώναξε πριν μπω στο θέατρο: «Άννα, έλα εδώ. Τι χάλια είναι αυτά; Πού είναι το καλό σου φόρεμα; Πού είναι τα κοσμήματά σου; Πήγαινε γρήγορα να τα φορέσεις. Να γίνεις ομορφότερη. Εσύ, μια Αντιγόνη, μια Ιφιγένεια, πρέπει να διαφέρεις από τους ...τουρίστες. Κάνεις λάθος να εμφανίζεσαι έτσι, ατημέλητη. Πού είναι το δωμάτιο σου; Πήγαινε γρήγορα να αλλάξεις. Εμείς οι ηθοποιοί πρέπει να μπαίνουμε σ’ αυτό το θέατρο σύμφωνα με την ιερή τάξη. Όπως οι παλιοί που έβαζαν τα καλά τους, όπως οι αρχαίοι που έφτιαξαν αυτό το θέατρο».
Από το βιβλίο της Αίνος στους Άξιους (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1999).
Για τους προγόνους της
“Στο ληξιαρχικό κατάστιχο της Κοινότητας Αιγιάλης (στο χωριό Λαγκάδα της Αμοργού), που ήταν ξεχασμένο, σκονισμένο, κίτρινο απ’ τον χρόνο, διάβασα με τα μάτια μου το 1968 τον γενεαλογικό πίνακα επτά οικογενειών που έφεραν το επώνυμο των Συνοδινών, ανάμεσα στις οποίες ήταν και του παππού μου Μιχαήλ Ιωάννου Συνοδινού και της γιαγιάς μου Ευδοκίας Μιχαήλ Συνοδινού. Το 1885, γράφει το κατάστιχο, η Ευδοκία (Βδοκώ) Συνοδινού σύζυγος του Μιχαήλ γέννησε τα παιδιά που ονομάστηκαν: Ποθητή, Άννα, Ευαγγελία, Ιωάννης, Καλλιόπη, Σταύρος, Ειρήνη.
Ο παππούς μου Μιχάλης ήταν αγρότης, χτίστης και ο πυροσβέστης του χωριού. Η πολυμελής οικογένειά δεν είχε πόρους οικονομικούς και θρεφόταν δύσκολα με το λιγοστό λάδι, τη φάβα που εκεί στα ψηλοράχια βγαίνει κίτρινη και ροζ γιατί ανάμεσα στις φυτούλες φυτρώνουν και αγριοτρανταφυλλάκια ροζ. Είναι μια μοναδική περίπτωση της αμοργιανής φάβας, που δεν έχει μεγάλη παραγωγή και δεν φτάνει στο εμπόριο. Η γλύκα της είναι απερίγραπτη. Τα χόρτα του βουνού γέμιζαν τις υπέροχες πίττες με το χειροποίητο φύλλο, οι τραχανάδες και τα άλλα όσπρια του μικρού χωριού ήταν η βάση θρέψεως. Γιατί όταν έφτανε η ώρα να θυσιαστεί η κοτούλα ή το αρνάκι, τα παιδιά κλαίγανε, δεν θέλανε να φάνε. Η κολοκύθα έσωζε την κατάσταση, που την τηγανίζανε στο χοχλαστό καλαμποκέλαιο και το ψωμί και το ψωμί, η φραντζόλα (η περίφημη φραντζολα λεγόταν «Παύλος»), κριθαροσιταρένια, που ζυμώνεται φορμάτη για να δίνει παξιμάδια αλατισμένα και χορταστικά. Η υγεία της οικογένειας ήταν άριστη και απ’ αυτή τη φύτρα βγήκαμε και μεις, μια χαρά παιδιά και εγγόνια, εύρωστοι, γελαστοί και ισορροπημένοι.
Ψάξαμε να βρούμε από πού βγήκε το επώνυμό μας, γιατί οι Αιγαιοπελαγίτες λεγόμαστε Συνοδινοί, ενώ οι άλλοι, στα Ιόνια νησιά, λέγονται Συναδινοί.
Οι παραδόσεις και τα ενθυμήματα που σώζονται από στόμα σε στόμα φέρνουν ως τις μέρες μας ζωντανές ιστορίες των προγόνων μας από την Αμοργό. Ακόμη, χάρη στους Συνοδινούς, που έζησαν στο βυζαντινό μοναστήρι της Παναγίας Χοζοβιώτισσας, μέχρι σήμερα ακούμε παραμύθια των προγόνων. Ανάμεσα σ’ αυτά, κάποια μιλάνε για τον παλατιανό που ‘χε θάρρος, έλεγε φωναχτά όσα σκεφτόταν για μικρούς και μεγαλόσχημους. Ο Αυτοκράτορας τον ειδοποίησε πως θα φάει το κεφάλι του, αν δεν πάψει να μιλάει. Θύμωσε κι αντί να τονε θανατώσει, τον έστειλε εξορία στην Αμοργό. Ο αξιωματούχος με την οικογένειά του έφτασε στο νησί με γαλέρα, που πήγαινε στους Αγίους Τόπους. Οι άλλοι, που εξορίστηκαν μαζί του, πήγανε στον Μυστρά, στο Πριγκιπάτο του Μορέα.
Όταν η Πόλη έπεσε, εκείνοι οι Βυζαντινοί του Μυστρά φύγανε προς την Πάτρα. Από κει πολλοί πήγαν στην Κεφαλονιά, που ήταν σε ξένη κατοχή αλλά δεν κινδύνευε από τους Τούρκους. Έως σήμερα δεν γνωρίζουμε πως επιβίωσαν οι Συνοδινοί της Αμοργού, που διατήρησαν τις παραδόσεις και τα χριστιανικά ονόματα της Βασιλεύουσας. Κι ακόμη, δεν έχουμε έγκυρες πληροφορίες για τη σύνολη δράση των Συνοδινών, Στυλιανού και Αντωνίου, που ήσαν στην Φιλική Εταιρεία. Ένα είναι θετικά βέβαιο, πως η Ιερά Μονή της Χοζοβιώτισσας ήταν και είναι μια έπαλξη εθνικοθρησκευτική, που πολλά έσωσε και πολλά διασώζει στην Αμοργό και στο Αιγαίο.
Οι παραδόσεις και τα παραμύθια οδηγούν στην επιστημονική έρευνα:
«Οι Συνοδινοί ή Συναδινοί κατάγονται εκ Συννάδων Μικράς Ασίας. Αυλικοί εν Βυζαντίω εξεδιώχθησαν εκείθεν ένεκα λόγων ερωτικών. Μετά την Άλωσιν επανήλθον εις Σύνναδα και εκείθεν ήλθον εις την κυρίως Ελλάδα. Εγκαταστάθηκαν εις χωρίον Ιλάρους της Κατωγής Κεφαλληνίας (Παλλική-Ληξούρι), όπου και μέχρι σήμερον σώζονται, εκ των ενταύθα δε έδραμον οι Στυλιανός και Αντώνιος το 1767 εις την επανάστασιν της Πελοπονννήσου, μυηθέντες κατόπιν και τα της Φιλικής Εταιρείας». Οι πληροφορίες είναι του Παν. Συνοδινού, φίλου το Ηλία Τσιτσέλη και αδελφού του εν Πάτραις σατιρικού ποιητή Ηλία Συνοδινού (Κεφαλληνιακά Σύμμεικτα 1, 1904, 614).
Για την Αμοργό
Τον Οκτώβριο του 1968 πήγα για πρώτη φορά στην Αμοργό με τον αδελφό μου Νίκο, να κάνουμε του πατέρα μας το σαραντάμερο μνημόσυνο στο χωριό του, τη Λαγκάδα. Ταξιδέψαμε μ’ ένα καράβι εικοσιέξι ώρες, γιατί δούλευε μόνο η μία μηχανή του. Κι ακόμα, το σοβαρό πρόβλημα συγκοινωνίας, από εκατό χρόνια πριν, στα νησιά της άγονης γραμμής δεν έχει λυθεί επαρκώς. Το νησί της Αμοργού είναι από τα διασημότερα για την ιστορία του στο Αιγαίο. Εμείς φτάσαμε και βρήκαμε ανοιχτές αγκαλιές, φυσική γοητεία, φιλόξενη γη και αδέλφια, ομορφιά παντού. Οι παππούδες μας ζούσαν σ’ ένα τυπικά νησιώτικο διώροφο κάτασπρο σπίτι, θεμελιωμένο στο μεγάλο βράχο του λόφου. Από την ταρατσούλα του αγνάντευες «μύθια κι αλήθεια» στο πέλαγο και στον ουρανό. Καθώς το θυμάρι και τα σπάνια κρινάκια στέλνανε την ευωδιά τους παντρεμένη με την αρμύρα της θάλασσας και τον ζωογόνο αέρα.
Η ανηφόρα, για να φτάσεις ποδαράτα στο χωριό, σε αποζημιώνει προσφέροντας 25-30 πλατύσκαλα ασβεστωμένα, καθαρά σαν γάλα, καταμεσής διακοσμημένα με μια ζωγραφιά ενός άνθους, μαργαρίτα ή κρίνο, γαρούφαλο, καμπανούλα. Και γύρω γύρω λυγαριές ανθισμένες, πικροδάφνες και φραγκόσυκα. Τι τρέλα που ‘χουμε οι Έλληνες, να αφήνουμε αυτόν τον παράδεισο και να ζούμε στην κόλαση των μεγαλουπόλεων. Κύριε ελέησον!
Την επόμενη μέρα κάμαμε το μνημόσυνο στο ξωκκλήσι της Ρεματιάς στον Άγιο Παντελεήμονα, που είχε βρει την εικόνα του μέσα σε μια σπηλιά της θάλασσας ο πατέρας. Οι Λαγκαδιανές συγγένισσες, ξαδέρφες, θειάδες είχαν ετοιμάσει την παραγγελία του απόντος, να φιλέψουμε στο καφενείο του χωριού όλους τους χωριανούς με ψαρόσουπα και ζεστό ψωμί, για τα συχώρια του. Ο παπάς, ο δήμαρχος, ο δάσκαλος ήρθαν κι ένα τσούρμο παιδιά για το στολισμένο δίσκο με το στάρι, τα κουφέτα, τα ρόδια, τους ξηρούς καρπούς, με τρόπο του παλιού βυζαντινού στολίσματος, όπως έφτιαναν ο Σίμων Καρράς και η Άννα Σικελιανού το «κέρασμα» για τις ψυχές. Τι ωραίος κόσμος. Χόες, το δροσερό νερό, το ντόπιο μελένιο ποτό, το παξιμάδι «ο Παύλος», κριθαρένιο ζυμωτό με γλυκάνισο και σε στυλώνει.
Για τον θρήνο
Ο λαϊκός θρήνος, ευφρόσυνος ζει και κουβεντιάζει με τα σύμβολα, τα στοιχεία της φύσεως, φθαρτά και άφθαρτα κι αναζητά να βρει τα χνάρια που οδηγούν στην εύρεση, τη λύση στο ερώτημα: ποιος και τι εξαρτά την ευτυχία και τη δυστυχία μου; Οι λαϊκές παραδόσεις μας είναι οι παλαιότερες και πλουσιότερες στον κόσμο. Ανθούν στον αιώνα, αλλά δεν τις τιμούμε πλέον όσο μας χρειάζεται για να ειρηνέψουμε... Τα πάθη των θνητών μα και των αποθαμένων, όπως τα περιγράφουν οι λαϊκές μούσες, είναι σχολείο για ψυχές. Η Αμοργός φέρει στην ράχη της φορτίο πολιτισμού που λέγεται: Αιγαίο 3.000 χρόνια προ Χριστού.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Η Λέξη» (τεύχος 169, Μάιος - Ιούνιος 2002) του εκδότη και ποιητή Αντώνης Φωστιέρης από τα Κατάπολα.