Επτά χρόνια από το θάνατο του Θόδωρου Αγγελόπουλου: Ο σκηνοθέτης μέσα από τις ταινίες του
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος γεννήθηκε στις 27 Απριλίου του 1935. Μέσα από την πλούσια φιλμογραφία του, ξεδιπλώνεται μια Ελλάδα πολύ διαφορετική από εκείνη που βλέπει κανείς στις τουριστικές διαφημίσεις. Μια γκρίζα Ελλάδα, ματωμένη από τον Εμφύλιο, με συννεφιασμένους ουρανούς, εγκαταλειμμένα χωριά και τους ερειπωμένους δρόμους της φτωχικής επαρχίας. Σαν σήμερα, στις 24 Ιανουαρίου του 2012, έφυγε από τη ζωή ο εμβληματικός Έλληνας σκηνοθέτης, αφήνοντας ατελείωτο το έργο του και ένα μεγάλο κενό στον ελληνικό κινηματογράφο.
«Η σχέση μου με τον κινηματογράφο άρχισε σχεδόν σαν εφιάλτης. Ήταν το ’46 ή ’47, δεν θυμάμαι. Πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τότε που πήγαινε πολύς κόσμος στο σινεμά και εμείς μικροί τρυπώναμε ανάμεσα στον συνωστισμό των μεγάλων για να χαθούμε στο μαγικό σκοτάδι του εξώστη. Είδα πολλές ταινίες τότε, αλλά η πρώτη ήταν μια ταινία του Michael Curtiz, το «Angels With Dirty Faces». Υπάρχει μια σκηνή στην ταινία «Η Σκόνη του Χρόνου», όπου ο ήρωας οδηγείται από δυο φύλακες στην ηλεκτρική καρέκλα. Καθώς προχωρούν, οι σκιές τους μεγαλώνουν στον τοίχο. Ξαφνικά μια κραυγή... Δεν θέλω να πεθάνω. Αυτή η κραυγή για καιρό μετά στοίχειωνε τις νύχτες μου. Ο κινηματογράφος μπήκε στη ζωή μου με μια σκιά που μεγάλωνε σ’ έναν τοίχο και μια κραυγή». Θόδωρος Αγγελόπουλος (27 Απριλίου 1935 - 24 Ιανουαρίου 2012)
Με τη σύζυγό του Φοίβη και τις κόρες του, Ελένη, Κατερίνα και Άννα (ΑΠΕ ΜΠΕ)
«Αναπαράσταση» (1970)
Μετά από χρόνια δουλειάς στη Γερμανία, ένας άντρας επιστρέφει στο χωριό του, την Τυμφαία της Ηπείρου. Λίγα πέτρινα σπίτια σε μια αποδεκατισμένη περιοχή από τα τόσα χρόνια μετανάστευσης, όπου ζουν οι λιγοστοί εναπομείναντες κάτοικοι - γέροι, γυναίκες και μικρά παιδιά. Κανένας δεν τον περιμένει, ενώ η κόρη του δεν τον αναγνωρίζει. Λίγες μέρες αργότερα, η σύζυγος, με τη βοήθεια του εραστή της, τον σκοτώνει και τον θάβει στον κήπο, φυτεύοντας κρεμμυδάκια πάνω στον τάφο του. Καίει τα ρούχα και τα λιγοστά υπάρχοντά του και διαδίδει στο χωριό ότι ο άντρας της ξαναέφυγε για τη Γερμανία. Για να κάνει ακόμα πιο πιστευτή την αναχώρησή του και για να δημιουργήσει ένα άλλοθι, φεύγει με τον εραστή της για τα Γιάννενα. Στο ξενοδοχείο δίνουν το όνομα του συζύγου και μιας άλλης γυναίκας. Στο χωριό όμως η ξαφνική αναχώρηση του μετανάστη δημιουργεί υποψίες και γρήγορα θα φθάσει η αστυνομία.
Αυτός είναι ο βασικός πυρήνας του θέματος που θα αναπτυχθεί μέσα από την «Αναπαράσταση»: Η γραφειοκρατική διαδικασία της ανάκρισης, που αναζητά έναν ένοχο για να κλείσει την υπόθεση, αλλά κι εκείνη μίας ομάδας δημοσιογράφων, η οποία, καταγράφοντας τις μαρτυρίες των κατοίκων, αναδεικνύει το κοινωνιολογικό πλαίσιο, που υπέθαλψε αυτή την ιστορία. Το χρονικό του φόνου σηματοδοτείται με τη σύλληψη της γυναίκας, αλλά η κοινωνική πραγματικότητα του χωριού παραμένει ανοιχτή πληγή. Η ταινία ολοκληρώνεται σκόπιμα, με την επανάληψη της σκηνής του φόνου, θέλοντας να δείξει ότι η αμετάβλητη πραγματικότητα πάνω στην οποία ωρίμασε ο φόνος, παραμένει εκεί. Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος παρουσιάζει ένα σκληρό, αλλά αυθεντικό πορτρέτο της ελληνικής κοινωνίας. Της Ελλάδας που ποδοπατήθηκε στην Κατοχή, που αναγκάστηκε σε μαζική μετανάστευση, που επέστρεψε απογοητευμένη, για να διαπιστώσει ότι δεν έχει τίποτα να την περιμένει.
«Μέρες του ’36» (1972)
Η δεύτερη ταινία του Αγγελόπουλου είναι καθαρά πολιτική και γυρίστηκε επί δικτατορίας, ενώ επιχειρεί να παρακάμψει με την ιδιότυπη, αφαιρετική γραφή του τη λογοκρισία. Διαδραματίζεται λίγο πριν τη δικτατορία του Μεταξά και εξιστορεί, πολύ ελλειπτικά, τα πολιτικά γεγονότα που οδήγησαν σε αυτή. Προαναγγέλλει υπό μια έννοια τις ίντριγκες των στρατιωτικών και αστών πολιτικών που έφεραν τη δικτατορία του 1967, εποχή κατά την οποία φτιάχτηκε η ταινία.
Η πολιτική και η Ιστορία διαδραματίζονται κάπου στα κρυφά, μακριά από εμάς, στα παρασκήνια, σε κλειστά γραφεία και διαδρόμους. Τα λόγια που ακούγονται είναι λίγα, μάλλον αόριστα και δεν προχωρούν σε βάθος. Οι σιωπές και οι προσεκτικά επιλεγμένοι χώροι έχουν εντονότερη παρουσία. Δεν υπάρχουν χαρακτήρες, οι ανθρώπινες καταστάσεις τους, δραματουργία και συναισθήματα. Ο Αγγελόπουλος πειραματίζεται.
«Ο Θίασος» (1975)
Η ταινία ακολουθεί τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου στην Ελλάδα από το 1939 μέχρι το 1952, ο οποίος προσπαθεί να παρουσιάσει μια θεατρική παράσταση του βουκολικού δράματος του Περεσιάδη, «Γκόλφω η βοσκοπούλα». Μπροστά μας ξεδιπλώνεται τόσο η πολιτική ιστορία της Ελλάδας όσο και η ιδιωτική των μελών του θιάσου, που είναι ταυτόχρονα και μέλη της ίδιας οικογένειας.
Στο ένα σκέλος, παρακολουθούμε όλη τη νεότερη ιστορία της Ελλάδος, μέσα από τη ματιά του σκηνοθέτη. Από τις τελευταίες μέρες της δικτατορίας του Μεταξά, την έναρξη του πολέμου, την ιταλική εισβολή, τη γερμανική κατοχή, την απελευθέρωση, την άφιξη των «συμμάχων» (Άγγλων αρχικά και Αμερικανών στη συνέχεια), καθώς και τον εμφύλιο πόλεμο, μέχρι τις εκλογές του 1952.
Παράλληλα, «ζούμε» τις τραγικές περιπέτειες της οικογένειας του Ορέστη, της αδελφής του, του πατέρα του, της μητέρας του και του εραστή της, οι οποίοι μας παραπέμπουν στο μύθο των Ατρειδών. Ο πατέρας εκτελείται από τους Γερμανούς, μετά την προδοτική καταγγελία του εραστή της μητέρας, κι ο Ορέστης, αντάρτης της Αριστεράς, με τη συνεργασία της αδελφής, θα σκοτώσει επί σκηνής τη μητέρα του και τον εραστή της, για να έρθει και η δική του εκτέλεση κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων που ακολούθησαν τη γενική καταστολή του ανταρτικού κατά τον Εμφύλιο. Το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι η μεγάλη αδελφή, εκείνη που, κατά το σχήμα του μύθου, θα ήταν η Ηλέκτρα.
Η περίπλοκη χρονολογική πορεία της ταινίας, κτίζεται με διαρκείς χρονικούς ελιγμούς και συνεχείς εναλλαγές εποχών. Η ταινία αρχίζει το 1952 και τελειώνει το 1939, μ’ ένα πανομοιότυπο πλάνο.
«Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984)
Ένας σκηνοθέτης του κινηματογράφου, κουρασμένος από τις μυθοπλασίες, αναζητά μια ιστορία και προσκολλάται στον Σπύρο, ένα γέρο που πουλάει λεβάντες στο δρόμο (Μάνος Κατράκης), πρώην κομμουνιστή, εξόριστο στην Τασκένδη, που έχει επιστρέψει στην πατρίδα μετά από 32 χρόνια. Στο χωριό του, που το είχε υπερασπιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, γίνεται μάρτυρας του ξεπουλήματος της γης και των ιδεών και προσπαθεί να το αποτρέψει. Αλλά δεν μπορεί να συμπλεύσει με την πραγματικότητα που συναντά. Μόνο η γυναίκα του, πιστή και υπομονετική, τον ακολουθεί μέχρι το τέλος - μέχρι το τελευταίο του ταξίδι.
Το «Ταξίδι στα Κύθηρα», είναι η έκτη μεγάλου μήκους ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Παράλληλα σηματοδοτεί και την έναρξη της τριλογίας της Σιωπής. Ακολουθεί ο «Μελισσοκόμος» το 1986 και η τριλογία ολοκληρώνεται το 1988, με το «Τοπίο στην Ομίχλη». Η ταινία πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της το 1984, στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών, αποσπώντας δύο τιμητικές διακρίσεις, το Βραβείο Σεναρίου, καθώς και το Βραβείο FIPRESCI, εξ ημισείας με το κλασσικό φιλμ, «Παρίσι - Τέξας» του Βιμ Βέντερς.
Η υπαρξιακή περίοδος
Ο Αγγελόπουλος μετακινείται βαθμιαία προς μια περισσότερο υπαρξιακή και λιγότερο (αριστερόστροφη) πολιτική οπτική. Ασχολείται με τη σιωπή της ιστορίας και της Αριστεράς, μια σιωπή που τον στρέφει προς υπαρξιακές αναζητήσεις γύρω από τη ζωή, τον έρωτα, το θάνατο, το χρόνο και την ύπαρξη. Η προβληματική του περιστρέφεται γύρω από τα θέματα της εξορίας, των ορίων και συνόρων, του ταξιδιού και της ουτοπίας. Ο Αγγελόπουλος έφτιαξε σ’ αυτή τη φάση σπουδαίες ταινίες, όπως «Το βλέμμα του Οδυσσέα» (1995), «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» (1991), το «Μελισσοκόμο» (1986) και το «Τοπίο στην ομίχλη» (1988).
Η περίοδος αυτή ξεκινά το 1986 με το Μελισσοκόμο, με σκηνοθεσία και ενορχήστρωση των εικόνων απλή, διακριτική και λακωνική. Πρωταγωνιστεί ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, που υποδύεται έναν ηλικιωμένο, παλιό αριστερό σε φυγή από την προηγούμενη ζωή του. Η οικογένειά του και ο γάμος του έχουν διαλυθεί, η επικοινωνία με τα παιδιά του μα και τη νέα γενιά έχει χαλάσει και η δουλειά του ως δασκάλου έχει τελειώσει. Σε μια πορεία από τον κρύο, συννεφιασμένο βορρά προς τον φωτεινό νότο της Ελλάδας, ακολουθώντας τη διαδρομή των μελισσών, το δρόμο της άνοιξης, που έπαιρνε παλιά κι ο πατέρας του, προσπαθεί να ξαναβρεί και να επιστρέψει στις ρίζες του. Με το φορτηγάκι του περνά από κωμοπόλεις, επαρχιακούς δρόμους και βενζινάδικα. Αναζητά νέα βιωμάτα, αυτό του ξεχασμένου, απελπισμένου έρωτα με μια νεαρή (Νάντια Μουρούζη) και κυρίως το θάνατο, που προκαλεί μόνος του απελευθερώνοντας τις μέλισσές του.
«Το Βλέμμα του Οδυσσέα» (1995)
«Το Βλέμμα του Οδυσσέα», είναι ένα ταξίδι του βλέμματος στην ταραγμένη Βαλκανική Χερσόνησο του 20ού αιώνα. Ενός αιώνα που ξεκίνησε με όνειρα για την ιστορική «έφοδο στον ουρανό» και κατέληξε σε ερείπια και στον θάνατο ενός κόσμου. Ο Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης Α. (Χάρβεϊ Καϊτέλ), επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στην πατρίδα του, για να παραστεί στην προβολή της τελευταίας του ταινίας που προκάλεσε τη βίαιη αντίδραση φανατικών θρησκευόμενων. Ο πραγματικός όμως λόγος της επιστροφής του είναι η αναζήτηση τριών κουτιών ανεμφάνιστου φιλμ των αδελφών Μανάκι, πρωτοπόρων του κινηματογράφου στα Βαλκάνια. Η ταινία είναι γεμάτη από συμβολισμούς, ενώ διαθέτει παράλληλα έντονες αυτοαναφορικές καταστάσεις.
Η τελευταία, ημιτελής τριλογία
«Το λιβάδι που δακρύζει» (2004), η δωδέκατη ταινία του Αγγελόπουλου και πρώτη της τελευταίας τριλογίας του, κινείται στα οικεία πλαίσια της θεματικής και αισθητικής του σκηνοθέτη: Μύθος, ιστορία, μνήμη, προσφυγιά, εξορία, σύνορα, απαγορευμένες ζώνες, ταξίδι (στο χωρο-χρόνο και στη συνείδηση). Ένας επικός και λυρικός στοχασμός για την ιστορία της Ελλάδας. Πρώτο μέρος μιας τριλογίας, η ταινία αφηγείται την οδύσσεια των Ελλήνων προσφύγων από την Οδησσό στην Ελλάδα, στα 1919, και την εγκατάστασή τους σε ένα χωριό στις όχθες ενός ποταμού. Σε αυτό το γεωγραφικό σημείο ξεκινάει η ιστορία αγάπης του κεντρικού ζευγαριού των νεαρών ηρώων, του Αλέξη και της Ελένης, καθώς και η σχέση της κοπέλας με τον πατριό της, ο οποίος την ερωτεύεται και θέλει να την παντρευτεί με το ζόρι. Το δυνατότερο σημείο της ταινίας είναι αυτή η ξεχωριστή οικογενειακή ιστορία. Στη μυθοπλασία η μουσική παίζει καθοριστικό και λειτουργικό ρόλο, καθώς αρκετά πρόσωπα είναι μουσικοί.
Ο σκηνοθέτης, για άλλη μια φορά, βάζει την ιστορία, την πολιτική και την Αριστερά να εισβάλλουν στη μυθοπλασία του, παρακολουθεί τους ήρωές του μέσα από την ελληνική ιστορική περιπέτεια του Μεσοπολέμου, της δικτατορίας του Μεταξά, του β΄ παγκοσμίου πολέμου και της κατοχής, φτάνοντας μέχρι το τέλος του εμφυλίου.
Το δεύτερο μέρος της τριλογίας, «Η σκόνη του χρόνου», είναι ένα ταξίδι στην ιστορία και στα γεγονότα των τελευταίων πενήντα ετών, που σημάδευσαν τον 20ο αιώνα. Η ταινία παρακολουθεί έναν Ελληνοαμερικανό σκηνοθέτη που γυρίζει ένα φιλμ πάνω στην ταραχώδη ιστορία της οικογένειάς του. Όμως, η σκόνη του χρόνου μπερδεύει τις εικόνες του παρελθόντος και τις αναμνήσεις, πέφτει σε όλα, μεγάλα και μικρά γεγονότα. Το πιο καλοσκηνοθετημένο κομμάτι είναι αυτό που περιγράφει πολύ εκφραστικά, την ομοιομορφία που επέβαλε ο σταλινισμός και η προσωπολατρεία του, τις σταλινικές διώξεις στην ΕΣΣΔ, στην Τασκένδη και τη Σιβηρία. Στη «Σκόνη του χρόνου», ο ώριμος Αγγελόπουλος λέει πράματα για το σοσιαλισμό, την Αριστερά και το σταλινισμό. Οι τρεις, γερασμένοι πλέον, ήρωές του διηγούνται πως ονειρεύτηκαν έναν άλλον κόσμο από αυτόν που υπάρχει σήμερα, μα πως η ιστορία τους πέταξε στο περιθώριο. Όλα, όμως, είχαν ξεκινήσει αλλιώς και γι’ αυτό παρασύρθηκαν στις υπεραισιόδοξες ψευδαισθήσεις τους. Στο τέλος, ο γερμανοεβραίος, παλιός αριστερός (Μπρούνο Γκανζ), αφού χάνει ακόμη και την αγαπημένη του Ελένη (Ιρέν Ζακόμπ), αυτοκτονεί. Τα τρία γερασμένα πρόσωπα, που αποτελούν ένα ερωτικό τρίγωνο συντροφικότητας, αγάπης, φιλίας και αλληλοσεβασμού, οδεύουν, έτσι κι αλλιώς προς το θάνατο, που είναι ένα από τα μεγάλα θέματα της ταινίας. Όμως, με το τέλος του ψυχρού πολέμου, μια νέα εποχή ξεκινά.
Στο Φεστιβάλ των Καννών, το 1995 - τη χρονιά που το «Βλέμμα του Οδυσσέα» τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο - ο Γουίλεμ Νταφόε πλησίασε (συνοδευόμενος από τον Βιμ Βέντερς) το Θόδωρο Αγγελόπουλο για να τον συγχαρεί. Τότε ο ίδιος είχε πει: «Ό,τι και αν κάνετε στο μέλλον, θα ήθελα να συνεργαστούμε». Η απλότητα του ηθοποιού και η φιλική του διάθεση κέντρισε το ενδιαφέρον του δημιουργού που αρκετά χρόνια αργότερα, του προσέφερε τον ρόλο του Α στη «Σκόνη του Χρόνου».
Το τρίτο φιλμ της τριλογίας, «Άλλη θάλασσα», ήταν και το μοιραίο για το μεγάλο κινηματογραφιστή, γιατί ήταν στα γυρίσματά του που σκοτώθηκε από το μοιραίο, διερχόμενο μηχανάκι…
Η μουσική, πρωταγωνιστής στις ταινίες του
Το συνολικό έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μουσική. Η Ελένη Καραΐνδρου, σταθερή συνεργάτης του δημιουργού - σε 9 από τις 19 ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους- συμμετέχει στη δράση της ταινίας, «ενορχηστρώνοντας» μάλιστα και ζωντανά μουσική. Ακούσματα κλασσικών συνθετών, μεταξύ άλλων του Μπαχ, του Τσαϊκόφσκυ και του Μπετόβεν, που έχτιζαν τα μουσικά τους θέματα με μία ξεκάθαρη δραματουργία, υπογραμμίζουν μουσικά τη συνάντηση της ιστορίας με το συναίσθημα υπογραμμίζοντας τη δράση.
«Να μιλήσω στην επόμενη ταινία μου πιο απλά. Αλλά η απλότητα είναι κατάκτηση, όχι επιλογή. Ο Σεφέρης έλεγε "Θα 'θελα να μιλήσω πιο απλά, να μου δοθεί αυτή η χάρη". Όσοι συνεχίζουμε να κάνουμε κινηματογράφο είναι, επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Δεν είναι πια επάγγελμα αλλά τρόπος αναπνοής...» - Θόδωρος Αγγελόπουλος (27 Απριλίου 1935 - 24 Ιανουαρίου 2012)
Στο Πάνθεον των μεγάλων του κινηματογράφου
* O Βέρνερ Χέρτζογκ όταν είχε δει το Θίασο είχε εντυπωσιαστεί τόσο πολύ με το μεγαλείο της ταινίας που φίλησε τα πόδια του Αγγελόπουλου.
* Ο Εμίρ Κουστουρίτσα έπλεξε το εγκώμιο του Αγγελόπουλου, αφού τον χαρακτήρισε ως «Μεγάλη μορφή του Ευρωπαϊκού κινηματογράφου», ενώ παραδέχτηκε ότι οι ταινίες του αποτέλεσαν επιρροή για τον ίδιο.
* Ο Ακίρα Κουροσάβα είχε πει για τον Μεγαλέξαντρο: «Μέσα από το φακό του, ο Αγγελόπουλος κοιτάει τα πράγματα σιωπηλά. Είναι το βάρος αυτής της σιωπής και η ένταση του αμετακίνητου βλέμματος της κάμερας του Αγγελόπουλου, που κάνει τον Μεγαλέξανδρο τόσο δυνατό, που ο θεατής δεν μπορεί να αποδράσει από τη οθόνη. Αυτού του είδους η κινηματογράφηση, τόσο προσωπική και μοναδική στην ιδιαιτερότητά της, τείνει να επιστρέφει στις ρίζες του σινεμά. Αυτό ακριβώς είναι που δημιουργεί την εντύπωση της φρεσκάδας και της δύναμης. Όσο για μένα, παρακολουθώντας αυτό το φιλμ, ένιωσα βαθιά την απόλαυση του κινηματογράφου, με την πιο απόλυτη έννοια του όρου».
* O Ίνγκμαρ Μπέργκμαν είχε σχολιάσει επιγραμματικά το Μελισσοκόμο με τα καλύτερα λόγια: «Είδα τον 'Μελισσοκόμο' που άλλοτε θεωρούσα μια καλή ταινία. Τώρα, αντιλαμβάνομαι πως είναι ένα αριστούργημα. Είναι μια εμπειρία απίστευτα συγκλονιστική».
* Ο Βιμ Βέντερς είχε μιλήσει για το βλέμμα του Οδυσσέα με εξαιρετικά λόγια: «Έφυγα από τις Κάννες μαγεμένος με το Βλέμμα του Οδυσσέα. Ακόμα κι εδώ στο Τόκιο που βρίσκομαι τώρα με ακολουθεί η μαγεία. Πιστεύω ότι είναι μια ταινία που θα μείνει στην ιστορία του σινεμά».
* Ο Ντούσαν Μακαβέγεφ είχε εντυπωσιαστεί ιδιαίτερα από το Τοπίο στην ομίχλη .Συγκεκριμένα είπε: «Πριν δω την ταινία του Αγγελόπουλου, εγώ, που έχω μεγαλώσει χωρίς πατέρα, δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα τον ανακάλυπτα στην εικόνα ενός δέντρου. Η τελευταία σκηνή του Τοπίου στην Ομίχλη ήταν μια αποκάλυψη για μένα. Είναι μια μοναδική, θα μπορούσε κάποιος να πει, 'Ιαπωνική' σκηνή, που με εξέπληξε, γιατί είχα πάντα στο μυαλό μου την ελληνική παράδοση αποκλειστικά συνδεδεμένη με ερείπια, βράχους και θεούς. Σε αυτήν την σκηνή είδα μια πρόκληση απέναντι σε κάθε αναστολή και εξουσία. Γι’ αυτό θα χρησιμοποιούσα τα λόγια του Μπέργκμαν για να πω ότι ο στόχος του σινεμά είναι να φέρει πάλι το όνειρο πίσω στη ζωή μας, βοηθώντας μας έτσι να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες της ζωής.»
* Ο Μανουέλ ντε Ολιβέιρα τον εκτιμούσε βαθύτατα και τον αποκαλούσε «ποιητή».
* Κάποτε είχε γνωρίσει τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα. Μια φορά είχε έρθει άρρωστος για να δει το Το μετέωρο βήμα του πελαργού και δάκρυσε σε μία από τις σκηνές.
* Είχε γνωριστεί με τον Φεντερίκο Φελίνι, ο οποίος του έσφιξε το χέρι και του είπε:«Έλπιζα ότι θα ήσασταν λιγότερο νέος».
* Υπήρξε συγκάτοικος με τον Αντρέι Ταρκόφσκι...