Με τον Marshall McLuhan εναντίον του Γουτεμβέργιου
To Fahrenheit 451 του Ray Bradbury πρωτοεκδόθηκε το 1953 για να γίνει ένα από τα εμβληματικά φιλοσοφικά μυθιστορήματα της δυστοπικής λογοτεχνίας, με πολλές πολλές σύγχρονες αναφορές. Μια σκηνοθετημένη διασκευή του θα μπορούσε να είναι η εγκατάσταση «Νεκροταφείο των Απαγορευμένων Βιβλίων» του κουβεϊτιανού καλλιτέχνη Μοάμαντ Σαράφ και η συμβολική ταφή των 4.300 βιβλίων που η κυβέρνηση της χώρας του απαγόρευσε ήδη από το 2014. Η διαφορά έγκειται ότι στο έργο δεν επιλέγονται για την πυρά κάποια αντικαθεστωτικά έστω βιβλία. Εχθρός δεν θεωρείται στον Bradbury κάποιος συγγραφέας, αλλά το βιβλίο αυτό καθ’ εαυτό, ο ίδιος ο κόσμος του Γουτεμβέργιου.
Το Fahrenheit 451 διασκευάζεται το 1966 σε σενάριο και κινηματογραφείται από τον François Truffaut για να γίνει μία από τις φουτουριστικές ταινίες της nouvelle vague. Ο ίδιος ο Bradbury δραματοποίησε το κείμενό του το 1979. Αυτήν την εκδοχή μεταφράζει ο Θωμάς Μοσχόπουλος και σκηνοθετεί στο θέατρο «Πόρτα», ύστερα από την επιτυχημένη παρουσίασή της στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου (Πειραιώς 260) το προηγούμενο καλοκαίρι, τονίζοντας λίγο περισσότερο τον ρόλο του Μπίτι.
Είναι ευδιάκριτος ο λόγος επιλογής του έργου από τον Θωμά Μοσχόπουλο: πίσω από τον Bradbury διαβάζει τον Marshall McLuhan, ίσως δε και το Index Librorum Prohibitorum των Ιησουϊτών (με τους οποίους καταπιάστηκε και στην τελευταία του δουλειά στον Candide του Voltaire) και θυμάται τη μαύρη λίστα των «Hollywood Ten» της μακαρθικής Αμερικής του 1947. Συνθέτει λοιπόν μια σύγχρονη και καλαίσθητη παράσταση που δεν στοχεύει τόσο στο παρελθόν, όσο στο παρόν των σύγχρονων ευφορικών δυστοπιών μας. Εργάζεται με λεπτές και ακριβείς κινήσεις για να δείξει την αντίθεση της έξυπνης συσκευής και της ανθρώπινης ιδιωτείας, των κοινωνικών δικτύων και της αποξένωσης.
Η λεπτή και δυναμική φιγούρα της Άννας Μάσχα ενσαρκώνει τον Μπίτι, έναν πολέμιο των βιβλίων, που όμως πάλλεται από εσωτερικές συγκρούσεις. Τα βιβλία δεν τον βοήθησαν στις δύσκολες στροφές της ζωής του και έχει μεταστραφεί σε έναν απηνή καταστροφέα τους. Παράλληλα όμως παρακολουθεί σιωπηλά την αντίστροφη αλλαγή του Μόνταγκ και την υποθάλπει, έως την τελευταία στιγμή, όταν θυσιάζεται για να διαφύγει ο Μόνταγκ στα περίχωρα της πόλης. Το σχηματικό αυτό ψυχολογικό έρεισμα, που αντηχεί την ευπιστία της δεκαετίας του ’50 στις προφανείς ψυχολογικές αναγωγές, αντισταθμίζεται από τις λεκτικές ριπές της Μάσχα και τους καταιγιστικούς ρυθμούς των λογοτεχνικών της αναφορών.
Πρέπει ο θεατής να προσέξει ιδιαίτερα της σκηνή του λογοτεχνικού «αγώνα» της με τον Μόνταγκ. Εκεί που σε μια άλλη ερμηνεία θα κυριαρχούσε το μεγάλο διακείμενο που απλώνει ο Bradbury αντλώντας από την αγγλοσαξονική κυρίως λογοτεχνία, η Μάσχα ζωντανεύει κάθε λέξη μετ’ επιτάσεως, στρέφοντας την προσοχή όχι τόσο στο περιεχόμενο της αναφοράς, αλλά στην ίδια την πράξη της αναφοράς. Η πράξη αυτή αποκαλύπτει μια μικρή φλόγα, μια επιθυμία που σιγοκαίει και ξεθυμαίνει κάπως έστω και με την αναφορά των μεγάλων βιβλίων του δυτικού κανόνα. Αυτή, άλλωστε, η κρυφή ηδονή εκφοράς στίχων και αποφθεγμάτων προοικονομεί την τελική της μεταστροφή και αυτοθυσία.
Ο Μόνταγκ αποδίδεται με μέτρο από τον Αλέξανδρο Λογοθέτη και έχει μια πλήρη σκηνική παρουσία, χωρίς όμως ιδιαίτερες εξάρσεις. Αν και στο πρόσωπό του συγκεντρώνονται οι εντάσεις του έργου, αυτός επιλέγει μια ελάσσονα υποκριτική κλίμακα, είτε για να εκφράσει την αδυναμία αντίδρασης στην εξουσία είτε για να αναδείξει έμμεσα τον Μπίτι ως τον δεύτερο πόλο έντασης. Μια επιλογή που συγκρατεί την ατομική του απόδοση υπέρ της συμμετρίας του συνόλου. Οι καλύτερες στιγμές του πάντως εντοπίζονται στις συναντήσεις του με την Κλαρίς, την οποία ενσαρκώνει με άνεση η Κίττυ Παϊταζόγλου: ο αυθορμητισμός και η παιγνιώδης συμπεριφορά της νεαρής κοπέλας τον απελευθερώνουν σταδιακά από τις αναστολές και του ενσταλάζουν αμφιβολίες.
Η παλιά γενιά, η ηττημένη και ξεχασμένη γενιά των βιβλίων αντιπροσωπεύεται αφ’ ενός από την ηλικιωμένη γυναίκα που προτιμά να καεί ζωντανή μαζί με τα κρυμμένα βιβλία της ─ η τρυφερή και αφοπλιστική Ξένια Καλογεροπούλου ισορροπεί μεταξύ ενός ατομικού ηρωισμού και ενός Auto de Fe στον πολιτισμό του Γουτεμβέργιου ─ και αφ’ ετέρου από τον παππού της Κλαρίς, τον κ. Φάμπερ. Ο Χάρης Τσιτσάκης ενσαρκώνει το γήρας της κουλτούρας με εγκράτεια και συνέπεια, παραπέμποντας σε μιαν άλλη χρονικότητα, πιο βραδεία και απαιτητική και στην ανάγκη διάσωσης της μνήμης, της κρίσης και της φαντασίας.
Στον αντίποδα η Ευδοκία Ρουμελιώτη, εφησυχασμένη και ανόητη σύζυγος, μας εισάγει στη χαύνωση από τα υπνωτικά χάπια και στην παραίτηση μπροστά στους μεγάλους τοίχους-οθόνες της εικονικής πραγματικότητας. Αν και σε δευτερεύοντες ρόλους, οι Μάνος Γαλανής και ο Θάνος Λέκκας παίζουν με επάρκεια τόσο τα πιστά όργανα της εξουσίας, όσο και τους εξόριστους μνήμονες του πολιτισμού.
Τα σκηνικά της Ευαγγελίας Θεριανού σε συνδυασμό με τους φωτισμούς της Σοφίας Αλεξιάδου δημιουργούν έναν λειτουργικό χώρο δράσης, ενιαίο, αλλά και πολυεπίπεδο, που θυμίζει το εσωτερικό ενός πύργου υπολογιστή, αλλά και έναν φουτουριστικό εφιάλτη. Τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ υπογραμμίζουν εύστοχα τη συμβιβασμένη ομοιομορφία, όπως και την ατίθαση απόκλιση.
* Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεωρίας του Θεάτρου και του Δράματος στο ΕΚΠΑ και κριτικός θεάτρου.