ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Εγώ, ο βρωμιάρης, άστεγος, ο σπουδαγμένος με βιογραφικό: ο Νίκος διεκδικεί τρόπαιο με «σχεδία»

Εγώ, ο βρωμιάρης, άστεγος, ο σπουδαγμένος με βιογραφικό: ο Νίκος διεκδικεί τρόπαιο με «σχεδία»

Τον Ιούνιο του 2017, ο Νίκος Σέρβος, ένας νέος πωλητής της "σχεδίας", του μοναδικού ελληνικού περιοδικού δρόμου και μέλος του Διεθνούς Δικτύου Εφημερίδων Δρόμου (International Network of Street Papers-INSP), το οποίο απαριθμεί 122 εκδόσεις σε 41 χώρες, με 14.000 άστεγους, άνεργους πωλητές και 6.000.000 διεθνώς αναγνώστες, υπέγραψε στο τεύχος #49 ένα κείμενο. 

Σε αυτό ο Σέρβος αφηγούνταν περιστατικά από τη ζωή του στο δρόμο, μοιραζόταν σκέψεις και διατράνωνε την επιθυμία να συνεχίσει να χαμογελά και να υπάρχει.

Σήμερα, ένα χρόνο μετά, το κείμενο του συγκαταλέγεται στα δέκα υποψήφια για το βραβείο του Διεθνούς Δικτύου Περιοδικών Δρόμων για το καλύτερο άρθρο πωλητή (2018 Best Vendor Contribution INSP Award).

Οι πέντε φιναλίστ θα γίνουν γνωστοί στις αρχές Αυγούστου, ενώ το όνομα του νικητή θα ανακοινωθεί στα τέλη Αυγούστου (21-23 Αυγούστου), κατά τη διάρκεια του φετινού Διεθνούς Συνεδρίου Περιοδικών Δρόμων που θα λάβει χώρα στη Γλασκώβη.

Αυτό είναι ένα απόσπασμα από το κείμενο του Σέρβου. Τίτλος του;

"H ζωή που είχα αφήσει"

"Είναι στιγμές που θες να φωνάξεις, να διαμαρτυρηθείς και ν΄αλλάξεις ανθρώπους, συμπεριφορές και νοοτροπίες. Την κοινωνία ολάκερη. Κι απλά κάθεσαι, παρατηρείς και σκέφτεσαι.

'Ω, σκέψη, πού με παρασύρεις;' αναρωτιέσαι. Στο παρελθόν; Στο μέλλον; Δεν τα πειράζεις αυτά, δεν αλλάζουν. Τώρα ζω, σήμερα. Και τι να κάνω; Απλά γράφω σκέψεις περίεργες στο χαρτί. Περίεργος κι εγώ μια ζωή, στην πράξη. Άλλωστε, ο δρόμος της περιέργειας οδηγεί στο παλάτι της σοφίας.
Κι εγώ σοφός; Μάλλον πλούσιος σ’ εμπειρίες που βαραίνουν το νου και τη ψυχή. Άχρηστες μπροστά σ’ αδιάφορους, απίστευτες μπροστά σε άπιστους Θωμάδες. Κι εγώ; Αόρατος μπροστά σε ζωντανούς. Και γνωριμίες πλούσιες. Καθηγητές κι εθισμένοι, βουλευτές και χαμένοι, ιερείς και κολασμένοι.

Και λες: 'Προλαβαίνω στα τριάντα πέντε ν’ αλλάξω'. Δεν αλλάζει ο κόσμος με μιας. Εγώ αλλάζω. Κι αν αλλάξω εγώ, θα έχει αλλάξει και ένα μικρό κομμάτι του κόσμου. Φοράς το γιλέκο και ελπίζεις. Άδικα; Μήπως είναι καλύτερα να πάρω τη 'μαλακία' που πουλάω και να ψοφήσω στο παγκάκι μου; Ένα παγκάκι που άνθρωποι έφτιαξαν κι άνθρωποι κάθονται, κοιμούνται, ζουν.

Άνθρωποι, κοινωνία, ο κόσμος. Ένας κόσμος που είχα ξεχάσει. Μήνες κλεισμένος –απομονωμένος εκούσια από επιλογή ενός άρρωστου μυαλού– σ’ ένα παρατημένο κτίριο, πνιγμένος από καταθλίψεις, ενοχές και βιβλία.

Τροφές για σκέψεις και το κορμί μισό. Σαράντα κιλά, άπλυτο, αξύριστο, απεχθές. Ούτε για συσσίτιο όρεξη πια. Και μια φωνή βγαλμένη από το πιο βαθύ πηγάδι της κόλασης, όταν από περιέργεια δοκιμάζεις να μιλήσεις με τον εαυτό σου.

Ν’ αναρωτηθείς: 'Πέθανα; Με ξέχασε ο Θεός εδώ κάτω; Γιατί δεν με βλέπει κανείς; Δεν μου μιλάει κανείς; Υπάρχω;". Δύσκολο το 'περιθώριο'. Όχι, δεν ήθελα να υπάρχω, τότε. Σήμερα;

"Αδερφός μου, που χρειάζεται την κατανόησή μου και όχι το θυμό μου"

Σήμερα, άλλοι δεν θέλουν να υπάρχω. Θέλω εγώ, όμως. Εγώ, ο χωρίς Ε9, χαμογελάω και προχωρώ σε πείσμα όλων. Εγώ, ο βρωμιάρης, άστεγος, ο σπουδαγμένος με βιογραφικό και μια βιβλιοθήκη στο μυαλό. Και μια πεζοπορία Αθήνα-Κυλλήνη για να βρω δουλειά, μακριά από την πόλη, με τον φράτε Λεόνε συνοδοιπόρο. Και βρήκα έναν Θεό που μαλάκωνε τις πέτρες να ξαπλώσω, που πλάταινε τα δέντρα για να χαίρομαι τη σκιά τους, που έστελνε σπουργίτια και άσπρες πεταλούδες για συντροφιά μου κάθε ξημέρωμα. Κι έκανε τον ήλιο να μου χαμογελά. Θυμόμουν τον πατέρα μου να παίρνει τη γάιτα και ν’ ανοίγεται στη λιμνοθάλασσα, νύχτα ακόμα, να ψαρέψει.

Απορούσα τότε. Τώρα ξέρω, πατέρα. Εκεί βλέπεις τον πλάστη, κάθε πρωί, από την αρχή να χτίζει. Θυμήθηκα και γύρισα. Γιατί; Αξίζει, ρε Νικόλα;

Αξίζω, αξίες. Ποιες, γιατί και για ποιον; Και τελικά τι ζητάω; Άλλη μια εμπειρία να ζήσω; Άλλο ένα βιβλίο να ταξιδέψω; Άλλη μια καλημέρα να πω; Άλλη μια 'σχεδία' να πουλήσω;

.....

Ζητώ συγγνώμη από τους αναγνώστες μας, καθώς έβρισα φορώντας το γιλέκο. Ζητώ συγγνώμη από τους συναδέλφους μου για τους χαρακτηρισμούς, μα δεν είναι δικοί μου. Και ζητώ συγγνώμη από το κατάστημα σουπερμάρκετ στο Παγκράτι για την ένταση εκείνη την ημέρα.

Προσπάθησα ατυχώς και λανθασμένα να υπερασπιστώ έναν πατέρα που εγώ ο ίδιος πρόδωσα. Έναν πατέρα που με έμαθε με τις πράξεις και τη ζωή του πως όλοι είμαστε αδέρφια. Ακόμη κι ο προαναφερθείς κύριος. Ίσως είναι άρρωστος όπως εγώ, ίσως με χίλιες σκοτούρες στο κεφάλι του, πάντως αδερφός μου, που χρειάζεται την κατανόησή μου και όχι το θυμό μου.

Χρειάζεται να πάρει στα χέρια του το κλειδί που είναι κάτω από το γεράνι. Ένα κλειδί που μου έδωσε και μένα κάποτε η μητέρα μου και την ευχαριστώ.

Μου έδωσε και ένα γράμμα πριν από δύο χρόνια περίπου –το μόνο που έχω για να θυμάμαι τους δικούς μου, πού και πού– και που κλείνει γράφοντας: 'Τα δύσκολα ο Θεός τα δίνει σ’ αυτούς που τα αντέχουν. Σε περιμένω ελπίζοντας'.

Κι εγώ θα συμπληρώσω λόγια του Νίκου Καζαντζάκη: 'Το σίδερο, το ατσάλι λυγίζουν. Ο άνθρωπος αντέχει'. Συνέχισε να ελπίζεις, μητέρα".

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο του Νίκου εδώ.