Αυθάδης, εριστικός, σοφός: ο Xάρρυ Κλυνν με δικά του λόγια
“O Xάρρυ Kλυνν είναι λαϊκός καλλιτέχνης με την έννοια ότι το υποκριτικό του σήμα και η γραφή του έχουν ευρεία αποδοχή και μεγάλη αποτελεσματικότητα. Όμως, είναι ένας διανοούμενος. Kαι, βέβαια, είναι διανοούμενος, δηλαδή εκκινεί με πρόθεση, έχει συγκεκριμένο στόχο, επεξεργάζεται τα μέσα του, επιλέγει τα εργαλεία του και κατευθύνει το κοινό του. Δεν είναι λαϊκιστής και ‘αυθόρμητος’, που πάει με τα νερά του κοινού και αντανακλά του κοινού τα γούστα. H διαφορά του από τους ψευτοδιανοούμενος που κάνουν την ίδια δουλειά, είναι ακριβώς αυτό: O Xάρρυ Kλυνν χρησιμοποιεί την παλιά δοκιμασμένη μέθοδο του γέρο-Σωκράτη, την ειρωνεία και την μαιευτική” έγραψε ο σπουδαίος Κώστας Γεωργουσόπουλος για τον καλλιτέχνη, εικαστικό, αρθρογράφο, συγγραφέα και όλα όσα μπορεί να επινοήσει κανείς Βασίλη Τριανταφυλλίδη ή αλλιώς Χάρρυ Κλυνν.
“Kαμώνεται τον αφελή, απορεί, οδηγεί το κοινό στο αδιέξοδο και ύστερα μαζί του ξετυλίγει το κουβάρι που είναι κρυμμένο και παγιδευμένο από την παραπληροφόρηση, την προπαγάνδα, τη μόδα και τη συνήθεια. Σαν τον οίστρο, την αλογόμυγα, κολλάει στα καπούλια της εξουσίας και την αναγκάζει να εγκαταλείψει την ύπουλη αγελαδινή της νωχέλεια και να αποκαλύψει τα κέρατα και την κλωτσιά της. Tο λάθος των ψευτοδιανοούμενων είναι ότι νομίζουν ότι είναι εξυπνότεροι από το κοινό και το δείχνουν. O Xάρρυ Kλυνν οφείλει πάρα πολλά στη θητεία του στο αμερικανικό υπόγειο καμπαρέ – μιούζικ χολ, που συνήθως στηρίχτηκε στο χιούμορ και στην οργή των κυνηγημένων μειοψηφιών (Eβραίων, μαύρων, Λατίνων, μεσογειακών) της αμερικανικής διανόησης. Tο χιούμορ αυτό έχει μέσα στη συνταγή του πολλή απελπισία (το άρωμα της ειρωνείας) πολύ σαρκασμό και μια μεγάλη δόση δαιμονικής τρέλας, ουτοπικής αυθαιρεσίας και αναρχικής ευφορίας. O Xάρρυ Kλυνν αυτήν την σπουδαία συνταγή την πολιτογράφησε Ελληνική. Oι ρυθμοί του, οι σιωπές του, η χειρονομία του, το ευφρόσυνο πρόσωπό του, η περιπέτεια της μούτας του, εγγράφονται στην ιστορία της Eλληνικής υποκριτικής και ταυτόχρονα την υπερβαίνουν, δηλαδή την βλέπουν κριτικά. Kάθε εμφάνιση του Xάρρυ Kλυνν είναι μια πολιτική, μια πολιτιστική και μια στενά θεατρική πρόταση…" πρόσθεσε.
Συντριπτικός, αυθάδης, ενοχλημένος, ενοχλητικός, επώδυνος διασκεδαστής το φαινόμενο Χάρρυ Κλυνν έσπασε με βία τον νεοέλληνα και του έδειξε τα θραύσματα του. Αιχμηρός και ακούραστος μέχρι το τέλος της ζωής του ο άντρας που βαφτίστηκε Βασίλης Τριανταφυλλίδης επέλεξε να καθιερωθεί ως ένας “καθαρός Χάρρυ”-το αντίθετο του Βρώμικου Χάρρυ (σσ Dirty Harry) του χαρακτήρα που έκανε καριέρα στη δημοφιλία όταν ο Τριανταφυλίδης ξεκίνησε να επιβάλει με βιτριολική αποτελεσματικότητα το πνεύμα και το ταλέντο του.
Συγγραφέας, stand-up comedian, εικαστικός, αρθρογράφος, θεατρίνος, ο Κλυνν, ξεκάθαρα ταλαντούχος και αποφασισμένος να αφοσιωθεί μόνο στον εαυτό και την ατζέντα του ως alter ego ενός λαού με τον οποίο είχε μια σχέση μίσους και πάθους, ήταν το είδωλο του μέσου Έλληνα στην υπερβολή του. Αριστοφανικός, εύγλωττος, εριστικός, ένας άντρας γεννημένος να προκαλεί και να απαντάει στις προκλήσεις ο Κλυνν δεν είχε όμοιο του -και δυστυχώς δεν μοιάζει να έχει και κάποιον διάδοχο που θα πάει τη σκυτάλη της σάτιρας πιο πέρα από τα τηλεοπτικά προϊόντα που δικαιολογούν την τηλεθέαση τους επιδιδόμενα σε ένα ανελέητο, κενό, ανούσιο τρολάρισμα.
Ο Κλυνν θα λείψει
Aυτή είναι η ζωή του όπως την αφηγήθηκε σε συνεντεύξεις πριν αποτραβηχτεί για να επισκεφθεί τη γη της αθανασίας -τη γη της μνήμης.
“Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καλαμαριά, στην ανατολική πλευρά της Θεσσαλονίκης. Η Καλαμαριά του σήμερα με τις πολυτελείς πολυκατοικίες, τις αμέτρητες καφετέριες, τα εστιατόρια και τα multiplex δεν έχει καμία σχέση με την Καλαμαριά του τότε. Η Καλαμαριά του τότε ήταν ένας προσφυγικός συνοικισμός με μικρά πλινθόχτιστα σπιτάκια και παράγκες (θαλάμους τους λέγαμε) κι εκεί στην παραλία της Αρετσούς με τη 'μαρίνα' τώρα και τα μοντέρνα café υπήρχε μόνο το 'Απολυμαντήριο' απ’ όπου περνούσαν 'καραντίνα' οι πρόσφυγες γονείς μας πριν εγκατασταθούν στη καινούργια τους πατρίδα. Για ηλεκτρικό και νερό ούτε κουβέντα να γίνεται. Το ίδιο, βέβαια, και για ασφαλτοστρωμένους δρόμους… Που τέτοιες πολυτέλειες… Όταν έβρεχε όλους ο συνοικισμός μετατρεπόταν σ΄ έναν απέραντο λασπότοπο, μια πηχτή κατάμαυρη λάσπη που κόλλαγε σαν βδέλλα στα παπούτσια μας… (σε όσους τυχερούς διέθεταν παπούτσια). Έτσι πήραμε εμείς οι Πόντιοι το παρατσούκλι ‘τσαμούρια’ που σημαίνει λάσπη, λασπωμένοι… Τα πιο πολλά παιδιά της ηλικίας μου και νέοι, γέροι ήμασταν. Παιδιά συμμαζεμένα και ριγμένα στη δουλειά από την τρυφερή τους ηλικία".
"Εγώ έκανα όλες τις δουλειές που μπορεί να κάνει ένα παιδί. Δούλευα και πήγαινα ταυτοχρόνως στο σχολείο και όπως όλα σχεδόν τα Ποντιάκια ήμουν πολύ καλός στα μαθήματα κι ας μην είχα ούτε βιβλία. Ατίθασος δεν ήμουνα, ούτε γκρινιάρης. Η αδερφή μου που με μεγάλωσε λέει ότι ήμουν καλό και φρόνιμο παιδί πολύ αγαπητό στη γειτονιά. Και στο σχολείο μ’ αγαπούσαν γιατί τους διασκέδαζα. Μιμούμουν τις φωνές τις δασκάλων μας και έστηνα αυτοσχέδια νούμερα στα διαλείμματα και στις εκδρομές κι αυτό άρεσε σε όλους”.
“Έβλεπα τον πατέρα μου να ζωγραφίζει και τη μάνα μου να γκρινιάζει που δεν είχαμε να φάμε. Και με το δίκιο της, ποιος να αγοράσει πίνακα ζωγραφικής στην Καλαμαριά και μάλιστα από έναν κομουνιστή ζωγράφο. Έτσι ο Νικόλας αναγκάστηκε να κάνει τον ελαιοχρωματιστή και τον κατασκευαστή πινακίδων για να μας ζήσει. Που και που έδινε και κανέναν πίνακά του στην κυριολεξία για ένα κομμάτι ψωμί… Που να τολμήσω να μιλήσω στη μάνα μου για ζωγραφική… Ίσως γίνω γιατρός της έλεγα και της άρεσε… Τα χρώματα του Νικόλα όμως ποτέ δεν σβήστηκαν από την ψυχή μου. Θυμάμαι ζωγράφιζα με ότι υλικό έβρισκα μπροστά μου. Ήμουν και πάρα πολύ καλός στις μικρές κατασκευές κυρίως από βίδες, ελάσματα και παλιά εξαρτήματα μηχανών που έβρισκα σε αφθονία στο γειτονικό Αγγλικό στρατόπεδο. Αργότερα ασχολήθηκα με τις φιγούρες του Καραγκιόζη που τις σκάλιζα με ένα μεγάλο καρφί που το βάζαμε στις γραμμές του τραμ για να περάσει από πάνω του το όχημα και να το μετατρέψει σε κοπίδι… Τώρα ζωγραφίζω και με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή! Δεν έχει σημασία με τι ζωγραφίζεις, σημασία έχει να ζωγραφίζεις…”
“Το ποδόσφαιρο αυτό καθεαυτό είναι χωρίς καμιά αμφιβολία το πιο λαοφιλές άθλημα στον κόσμο. Στην Ελλάδα του ‘δήθεν’ οι ‘αγράμματοι κουλτουριάρηδες’ και ‘πανφάγο’ κράτος το οδήγησαν στην αγκαλιά των ‘επενδυτών’ της αρπαχτής… Κι όμως το κακόμοιρο επέζησε και κατόρθωσε να μας βγάλει στο δρόμο πανηγυριστές… Μαζί μ’ όλους εκείνους που το κακολόγησαν, το κατασυκοφάντησαν και έκαναν τα πάντα να το εξαφανίσουν!”
“Ο καθένας μπορεί να με χαρακτηρίζει όπως του αρέσει. Μένω σ’ αυτό που λέει ο Oscar Wilde. ΄'Τα πράγματα που λένε οι άνθρωποι για έναν άνθρωπο δεν αλλάζουν τον άνθρωπο αυτό. Είναι αυτό που είναι'. Εγώ είμαι αυτό που είμαι, αυτό που σε τελευταία ανάλυση αντιλαμβάνεται αυτός που με παρακολουθεί ή με διαβάζει. Ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για τέτοιου είδους ταμπέλες”.
“Στον σατιρικό, όσο αντιφατικό κι αν ακούγεται, δεν μπορεί να υπάρξουν στιγμές που εμπεριέχουν μεγάλη δόση χιούμορ γιατί ο σατιρικός δεν είναι χιουμορίστας. Τα λεξικά ερμηνεύουν τον χιούμορ ως: Eύθυμη διάθεση, που εκδηλώνεται χωρίς διαχύσεις, άκακη ειρωνεία, ψύχραιμη θυμηδία, συμπαθής σαρκασμός, εύθυμη παραδοξολογία και Xιουμορίστα: Aυτόν που γράφει και μιλάει με χιούμορ, αυτόν που σκώπτει άκακα, επιδερμικά, τον ειρωνευόμενο ευθυμολόγο… O σατιρικός αισθάνεται ότι η εποχή του είναι τόσο κακή που είναι δύσκολο να παριστάνει τον χιουμορίστα… H σάτιρα δεν έχει υπερβατικό χαρακτήρα. Δεν έχει τίποτα απ’ τον κόσμο που ξεχνάει, απ’ τον ξεχασμένο κόσμο. Oι εμπειρίες της αγάπης και του θανάτου, βρίσκονται με τη βασική τους μεγαλοπρέπεια έξω από τα όρια της σάτιρας. Στην τραγωδία και στην κωμωδία, μπορεί να δοξάζονται και να εξυμνούνται. H σάτιρα δεν υμνεί... Ξεφουσκώνει... Δεν είναι λοιπόν εκ των πραγμάτων δυνατόν να υπάρχουν προσωπικές στιγμές οι οποίες εμπεριέχουν μεγάλες δόσεις χιούμορ… Αν λέγατε μεγάλες δόσεις πικρίας θα ήσασταν πιο κοντά στην πραγματικότητα…”
Όταν γυρίζω πίσω δεν βλέπω μόνο τον μικρόσωμο και αδύνατο Χάρρυ, βλέπω το πνεύμα, την γελοιοποίηση, την ειρωνεία, τον σαρκασμό, τον κυνισμό, το σαρδόνιο γέλιο, την λοιδορία κ.λ.π. Βλέπω όλα αυτά που προκαλούν τον πόνο, γιατί η σάτιρα έχει σκοπό να προκαλεί τον πόνο, αλλά όπως και με τον ταυρομάχο, έτσι και με τον σατιρικό, η αξιοσύνη του δε βρίσκεται στην ικανότητα να κάνει τη δουλειά του, αλλά μάλλον στην τέχνη που δείχνει καθώς την κάνει”.
Συνέντευξη στην Ελένη Σούρδη
“Τα παιδικά μου χρόνια ήταν γεμάτα στερήσεις και όνειρα. O ‘εθνάρχης’. τρομάρα του, Βενιζέλος, όπως και η ελληνική πολιτεία δεκάρα δεν έδιναν αν ζούμε ή αν πεθαίνουμε. Μας πέταξαν στη Μακεδονία να μας φάνε οι λύκοι. Τελικά, τους λύκους τους φάγαμε εμείς. Η ανέχεια μας στιγμάτισε σαν αναμμένο σίδερο, αλλά δεν μας έκαψε. Νικήσαμε τη φτώχεια, τον ρατσισμό και την αδιαφορία της πολιτείας. Μόνο τη νοσταλγία για την ‘πατρίδα’ δεν μπορέσαμε να ξεπεράσουμε. Ακόμη και σήμερα, μας τρώει τα σωθικά”.
“Τη σάτιρα την έχουμε εγγεγραμμένη στο DNA μας εμείς οι Πόντιοι, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κουλτούρας μας. Ο αυτοσαρκασμός είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ράτσας μας – δεν χαριζόμαστε σε κανέναν, ούτε στον εαυτό μας”.
“Εγώ και ως νέος γέρος ήμουν. Ήμουν ευαίσθητο παιδί, έβλεπα πράγματα που οι άλλοι ίσως δεν έβλεπαν και ήθελα να τους βοηθήσω να τα δουν. Γι’ αυτό επέλεγα την ‘οδό του γέλιου. Μέσω του γέλιου μπορούσα να μιλήσω για όσα μας πλήγωναν. Ακόμη και τώρα αυτό κάνω. Ήταν ένα εφεύρημα το γέλιο, ένα τέχνασμα. Από κάτω υπήρχαν οργή και θλίψη”.
“Το καμπαρέ ήταν μεγάλο σχολείο για μένα. Τραγουδιστές, μάγοι, ζογκλέρ, γυμνές χορεύτριες: η αυλή των θαυμάτων! Πόσα δεν είδα και πόσα δεν έμαθα σε αυτούς τους μαγικούς χώρους που με συμφιλίωσαν με ό,τι φοβόμουν να αγγίξω”.
“Γελάω και κλαίω με την ίδια ευκολία. Γελάω και κλαίω με οτιδήποτε είναι αληθινό, θαρραλέο, ανατρεπτικό, αντισυμβατικό, με οτιδήποτε έχει αξία”.
“Ποτέ δεν κάνω τα ίδια λάθη. Πάντα καινούργια. Ευτυχώς!”
Όσο περνάει ο καιρός και οι αξίες ευτελίζονται τόσο περισσότερο πιστεύω ότι οι μοναχικές τέχνες θα είναι τελικά αυτές που θα σωθούν. Οι ποιητές και οι ζωγράφοι δεν εξαρτώνται από το κοινό, δεν χρειάζεται να καταφύγουν σε εντυπωσιασμούς για να συζητηθούν και να αρέσουν. Είναι καταπληκτικό ότι μεγάλοι ποιητές ή ζωγράφοι μπορεί να έγραψαν λέξεις και να ζωγράφισαν εικόνες 100 χρόνια πριν, οι οποίες μπορούν να μας πουν περισσότερα για το παρόν, παρά για το παρελθόν. Γι’ αυτό γράφω ποίηση και ζωγραφίζω, για να παραμένω ελεύθερος”.
BHMAMEN, Ιούλιος 2010.
“Ο κόσμος τα έχει χαμένα, δεν ξέρει με ποιον τρόπο να αντισταθεί. Με τα δυο πόδια στον γκρεμό και με τα χέρια γαντζωμένος στο παρελθόν που τον εξευτέλισε ως κοινωνικό ον και συνεχίζει να τον ξευτελίζει με τούρκικα σίριαλ, ξεβράκωτα πουτανάκια, με shopping therapy και αστακοπόλεμο, με κοκαΐνες και τεχνητούς παραδείσους, με δωσίλογους κυβερνήτες που άρον-άρον επιδιώκουν να κλείσουν το κεφάλαιο Ελλάδα μια και καλή... Και με πολλούς, πάρα πολλούς επαναστάτες του καναπέ και των social media! Και ένας ακαθόριστος φόβος να αγκαλιάζει όλη τη χώρα απ' άκρη σ' άκρη... Ένας φόβος που πυρπολεί και το τελευταίο καταφύγιο Ελευθερίας... Χανόμαστε, δίνοντας στους δολοφόνους τα όπλα που θα μας εκτελέσουν!”
Συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη για την Εφημερίδα των Συντακτών
“Ηθοποιός για μένα είναι αυτός που ξεχνά τον εαυτό του όταν ανεβαίνει στη σκηνή. Ο ηθοποιός είναι ένας ιερέας. Είχα την μεγάλη τύχη να έχω δάσκαλο και προσωπικό φίλο τον Ηλία Καζάν. Με έμαθε πώς να σκέφτομαι. Εδώ δεν έχουμε ηθοποιούς, έχουμε μεροκαματιάρηδες. Ένας που ξεκινά να πάρει μεροκάματο από το θέατρο, να το σταματήσει. Νομίζω ότι ήμουν καλός ηθοποιός. Όταν έπαιξα τον ‘Ήρωα με τις Παντόφλες’, στην τελευταία σκηνή με τον μονόλογο του στρατηγού, ήταν τέτοια η νεκρική στιγμή στο θέατρο που άκουγες το λυγμό και μετά την ανακούφιση του κόσμου. Το χειροκρότημα δεν δείχνει ότι είσαι καλός ηθοποιός. Αυτό είναι το τελευταίο που μετράει. Δείχνει ότι υπηρέτησες πιστά το ρόλο. Θέλω να πω πόσο άδικη είναι καμιά φορά η πορεία της κοινωνικής και καλλιτεχνικής ζωής του τόπου. Πόσο άτυχα ήταν τα μεγάλα ταλέντα του ελληνικού κινηματογράφου που υπηρέτησαν αυτές τις φτηνιάρικες ταινίες. Ένας Χατζηχρήστος, ένας Μακρής, ένας Φωτόπουλος. Έπρεπε να βρεθεί ένας Κούνδουρος για να έχουμε μια αναφορά με το ‘Δράκο’ στον Ντίνο Ηλιόπουλο, αυτόν τον άγιο άνθρωπο. Όταν πια μπορούσαμε να πούμε σημαντικά πράγματα στο σινεμά, έφυγε το σινεμά. Πιστεύω ότι το ‘Αλαλούμ’ και το ‘Μade in Greece’ είναι ταινίες-σταθμός στον ελληνικό κινηματογράφο. Είναι φρέσκα πράγματα και το φρέσκο δεν παλιώνει με το χρόνο, παραμένει φρέσκο. Ο εναγκαλισμός του κράτους στην τέχνη είναι θανάσιμος. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να υπάρχει υπουργείο Πολιτισμού. Μόνο στις δικτατορίες υπάρχουν αυτά. Τον πολιτισμό δεν τον δημιουργούν τα υπουργεία. Ούτε τον αθλητισμό. Αυτά είναι φρικιαστικά πράγματα. Αφήστε μας να κάνουμε εμείς πολιτισμό και αθλητισμό όπως νομίζουμε. Αυτός ο εναγκαλισμός έπνιξε τα ταλέντα”.
Συνέντευξη στο Oneman, 16 Αυγούστου 2012.