ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

20ό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ: ο κανίβαλος μέσα μας στο φακό των Παραβέλ & Καστέν-Τέιλορ

20ό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ: ο κανίβαλος μέσα μας στο φακό των Παραβέλ & Καστέν-Τέιλορ

Στις αρχές του ’80 ένας εφιάλτης παραδόθηκε στη Βερενά Παραβέλ. Η ανθρωπολόγος και ντοκιμαντερίστρια που βρέθηκε στο 20ο επετειακό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης μαζί με τον συνοδοιπόρο της στην τέχνη της αφήγησης της ανθρώπινης φύσης, Λουσιάν Καστέν-Τέιλορ, ήταν μόλις δέκα ετών όταν ο Ισέι Σαγκάουα πρωταγωνίστησε στην ειδησεογραφία της πατρίδας της, τη Γαλλία, ως o κανίβαλος της Σορβόνης.

Η ιστορία είναι συγκλονιστική από μόνη της. Ο Ιάπωνας γιος βιομηχάνου Ισέι Σαγκάουα, σπούδαζε στο Παρίσι στις αρχές του '80. Ένα βράδυ κάλεσε στο δωμάτιό του μια ολλανδέζα συμφοιτήτρια του για να μιλήσουν για λογοτεχνία, το κοινό τους ενδιαφέρον. Ο Σαγκάουα όμως της ετοίμαζε ένα τελευταίο δείπνο με πιάτο την ίδια.

Ο Σαγκάουα δολοφόνησε την Ρενέ Χάρτεβελτ, ασέλγησε επάνω της και στη συνέχεια “τσιμπολόγησε” λίγο από τη μύτη και το στήθος της. “Ούτε μύριζε, ούτε είχε κάποια ιδιαίτερη γεύση. Ελιωνε στο στόμα σαν ωμός τρυφερός τόνος” έγραψε ο ίδιος σε ένα από τα πολλά βιβλία που έγραψε μετά το φόνο.

Ο Σαγκάουα έμεινε για τέσσερα χρόνια σε φυλακή υψίστης ασφαλείας του Παρισιού και στη συνέχεια εκδόθηκε στην Ιαπωνία. Επειδή όμως στην εντολή έκδοσης δεν αναφερόταν ότι είναι αναγκαίος ο περιορισμός του, ο Ιάπωνας κανίβαλος αφέθηκε ελεύθερος και δεν φιλακίστηκε ποτέ. Στη χώρα του ο Σαγκάουα ασχολήθηκε με τη συγγραφή βιβλιών, άρχισε να γράφει κριτικές εστιατορίων για ωμό σούσι, πρωταγωνίστησε σε ταινίες πορνό και έγινε ένα σύγχρονο τέρας που παγίδεψαν σε κοντινά πλάνα οι δύο δημιουργοί που απαθανάτισαν τον κανίβαλο σήμερα, στη δύση μιας φήμης που τον ανέδειξε σε ανθρωποφάγο με κουλτούρα.

“Όταν ερωτεύεσαι μια γυναίκα, θέλεις παθιασμένα να τη φιλήσεις. Με εμένα συνέβη κάτι ανάλογο, ήθελα να τη δοκιμάσω. Είμαι κανίβαλος. Πρόκειται για ιδεοληψία” λέει σε ένα σημείο ο Σαγκάουα. Το ντοκιμαντέρ, σκληρό, δύσκολο, αποστασιοποιημένο αλλά και εξαιρετικά κλειστοφοβικό χάρισε στο κοινό της αίθουσας -τουλάχιστον σε όλους όσοι αντέξαμε και δεν αποχωρήσαμε όπως συμβαίνει συχνά- τον μύθο και τον εφιάλτη της Παραβέλ.

“Θυμήθηκα που στη Γαλλία, όταν ήμουν έφηβη ακόμη, η κοινή γνώμη είχε συγκλονιστεί με τη δολοφονία μίας γαλλίδας φοιτήτριας από έναν ιάπωνα συμφοιτητή της, ο οποίος σπούδαζε κι αυτός τότε στη Γαλλία. Ήταν ερωτευμένος μαζί της και αφού την απήγαγε, την κακοποίησε και τη δολοφόνησε, τελικά κατέφυγε στον κανιβαλισμό. Θυμάμαι πολύ καλά τη φρίκη που μου είχε προκαλέσει όλο αυτό και ένιωσα μεγάλη έκπληξη όταν κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας στην Ιαπωνία ανακάλυψα ότι εκείνος ο δολοφόνος ζούσε τώρα ελεύθερος και ήταν ο Ισέι Σαγκάουα. Τον αναζητήσαμε, τον προσεγγίσαμε κι εκείνος συμφώνησε να συμμετέχει στο πρότζεκτ μας. Θυμάμαι ότι καθόμασταν χωρίς να μιλάμε και κοιταζόμασταν για πολλή ώρα. Τελικά ο αδερφός του άρχισε να μιλά και να τον ρωτά για διάφορα θέματα, σε μια προσπάθεια να τον κατανοήσει και ο ίδιος. Αυτή η εμπειρία ήταν για μας μια ευκαιρία να παρατηρήσουμε, να προβληματιστούμε, να στοχαστούμε επάνω στην ανθρώπινη φύση με αφορμή το μεγαλύτερο ταμπού που υπάρχει, αυτό της ανθρωποφαγίας” λέει η Παραβέλ για την ταινία Caniba (Κανίβαλος) που εξερευνά την ανθρώπινη φύση και την πιο ακραία ίσως απόκλισή της: την ανθρωποφαγία.

Το ντοκιμαντέρ τους μιλάει για την αδελφική αγάπη ανάμεσα στον Σαγκάουα και τον αδελφό του που τον φροντίζει γιατί είναι πλέον ανήμπορος, το φετιχισμό, τον καθολικισμό, την Ιαπωνία και την κανιβαλιστική διάθεση μιας κοινωνίας που όχι μόνο δεν καταδίκασε τον Σαγκάουα αλλά τον ανέδειξε σε ένα ζωντανό θρύλο της ανθρωποφαγίας.

caniba 03

Στο Caniba γνωρίζουμε τον ίδιο, τον μαζοχιστή αδελφό του, το φετιχιστικό σεξ, το γκροτέσκο manga που φιλοτέχνησε ο ο ίδιος ο Σαγκάουα και στο οποίο εξιστορεί το δείπνο του με πιάτο την Χάρτεβελτ και όλα αυτά χωρίς ίχνος διάθεσης να επικρίνουν ή να συγχωρήσουν, απλά θέλησαν να απαθανατίσουν.

“Ποιος δε θέλει να γλείψει τα χείλη του εραστή του;” λέει στην αρχή της ταινίας ο Σαγκάουα και οι δύο κινηματογραφιστές και επιστήμονες δεν απαντούν τίποτα. Ο φακός τους, πάντα τοποθετημένος σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο και τη σάρκα του, αυτή που τόσο επιθυμούσε ο Σαγκάουα, δεν εκβιάζει αλλά παρατηρεί. Στο τέλος του φιλμ ο Σαγκάουα βγαίνει από το μικρό δωμάτιο που πλέον μετράει τις μέρες και τις νύχτες του, ανήμπορος και αφημένος στη φροντίδα άλλων και βλέπει το φως. Όμως το σκοτάδι του θα μείνει για πάντα στη μνήμη.

To 20ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ έφερε και άλλα κομμάτια του απροσδόκητου και αντισυμβατικού σινεμά των προσκεκλημένων του Βερενά Παραβέλ και Λουσιάν Καστέν-Τέιλορ στο πλαίσιο του αφιερώματος που εντάσσεται στο τμήμα Film Forward. Ο λόγος είναι προφανής.

caniba poster

To Xάρβαρντ και το βλέμμα τους

Ως κινηματογραφιστές, οι δυο καλλιτέχνες συνεργάζονται με το Εργαστήριο Αισθητηριακής Εθνογραφίας του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, που προωθεί καινοτόμους συνδυασμούς αισθητικής και εθνογραφίας, αξιοποιώντας αναλογικά και ψηφιακά μέσα. Σκοπός του έργου τους είναι να συνδυάσουν το στοιχείο της άρνησης στην τέχνη με μια εθνογραφική προσκόλληση στη ροή της ζωής.

Οι ταινίες και τα βίντεό τους έχουν προβληθεί σε πολλά διεθνή φεστιβάλ, ενώ τα έργα τους βρίσκονται στη μόνιμη συλλογή του ΜOMA (Νέα Υόρκη) και του Βρετανικού Μουσείου. Έχουν συμμετάσχει σε εκθέσεις στο ΜΟΜΑ, το Ινστιτούτο Σύγχρονης Τέχνης του Λονδίνου, το Μουσείο Γουίτνι, το Κέντρο Πομπιντού, στην Kunsthalle Bερολίνου, τη Whitechapel Gallery και στο PS1, ενώ γύρω από δουλειά τους διοργανώθηκαν συνέδρια στο Σμιθσόνειο Ινστιτούτο, στο Μουσείο Quai Branly και στο Βρετανικό Μουσείο.

Σε συζήτηση για το ιδιότυπο σύμπαν και βλέμμα τους η Βερενά Παραβέλ αναφέρθηκε στη μετάβασή της από το χώρο των επιστημών στο σινεμά και μίλησε για την επιλογή της να ασχοληθεί με το ντοκιμαντέρ. “Ολοκληρώνοντας τις σπουδές μου στη Γαλλία, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα την παραμικρή επιθυμία να συμμετέχω σε ένα ακόμη συνέδριο ή να συγγράψω μία ακόμη εργασία ή ένα επιστημονικό άρθρο ή βιβλίο. Αισθανόμουν ότι όλα όσα ήθελα να εκφράσω ‘μίκραιναν’ με τις λέξεις, αφυδατώνονταν, έχαναν την ουσία τους. Αποφάσισα, λοιπόν, να κάνω ταινίες παρόλο που δεν είχα την παραμικρή ιδέα πως γίνεται αυτό. Δεν είχα ποτέ μου κανενός είδους εκπαίδευση σχετική με κινηματογράφο. Την πρώτη φορά που δούλεψα με την κάμερα, το αποτέλεσμα ήταν ‘υπερβολικά ακαδημαϊκό και γεμάτο ανοησίες’. Τουλάχιστον αυτό μου έλεγαν όλοι όσοι ζητούσα τη γνώμη τους. Μέχρι που, μετά από πολλές αντίστοιχες απόπειρες, γνώρισα τον Λουσιάν”.

Το ζητούμενο για την ίδια, όπως είπε, δεν ήταν ποτέ να θέτει τον άνθρωπο στο επίκεντρο των ταινιών της, αλλά κυρίως να αποκαταστήσει μέσα από τις εικόνες της την ισορροπία ανάμεσα στη φύση από τη μία πλευρά και τον άνθρωπο από την άλλη.

mt 1045945 PROBOLH THS TAINIAS KANIBALOS PAROYSIA TON SKHNOTHETON LOYSIAN KA 10 03 2018

@motionteam.gr

Σε αντιστοιχία με αυτό, περιγράφοντας τη λογική πίσω από την ταινία Γλυκό χορτάρι ο Λουσιάν Καστέν-Τέιλορ αφηγήθηκε: “Η αρχική ιδέα ήταν να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ για τη σύγχρονη Δύση, τη σύγχρονη Αμερική. Όμως, πώς προσεγγίζει κανείς ένα τέτοιο θέμα; Τότε ζούσα στο Κολοράντο και μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση μία συγκεκριμένη λεωφόρος με το όνομα Μπόλντερ. Σε αυτόν το δρόμο βρίσκονται δύο μεγάλα κτίρια, ένα εκ των οποίων είναι το Ινστιτούτο Naropa που ακολουθεί τη φιλοσοφία των μπίτνικ, ένα νεο-βουδιστικό new age κέντρο που απευθύνεται σε πλούσιους ανθρώπους που στέλνουν τα παιδιά τους να μαθητεύσουν στην ποίηση και την τέχνη, να βρουν τον εαυτό τους κ.ο.κ. Σε μικρή απόσταση από αυτό, στεγάζεται η έδρα του περιοδικού Soldier of Fortune, μίας έκδοσης που απευθύνεται ουσιαστικά σε ανθρώπους με ρατσιστικές απόψεις, υπέρ της οπλοκατοχής και της βίας. Η Αμερικανική Δύση είναι αυτή ακριβώς η συμβίωση, κι αυτή θέλαμε να κινηματογραφήσουμε. Δυσκολευτήκαμε πολύ στο να εντοπίσουμε τις πραγματικές κοινότητες ανθρώπων που αντιπροσωπεύουν τις αντίστοιχες ιδεολογίες. Πριν το καταφέρουμε αυτό, μάθαμε τυχαία για την ύπαρξη των τελευταίων cowboys, οι οποίοι οδηγούσαν τα κοπάδια τους από την περιοχή τους σε μία γειτονική έκταση για το καλοκαίρι κάθε χρόνο. Θελήσαμε, λοιπόν, να τους ακολουθήσουμε κι έτσι κάναμε το φιλμ Γλυκό χορτάρι. Ήταν η πιο όμορφη, εξωτική εμπειρία της ζωής μου”.

Το σύμπαν μας, σύμπαν τους

Οι Παραβέλ και Καστέν-Τέιλορ έχουν χρησιμοποιήσει την κινηματογράφηση ως επιστημονικό εργαλείο. Όμως αυτό που κάνουν με την κάμερα οι δυο καλλιτέχνες δεν έχει καμία σχέση με τις μεθόδους και τις αρχές του εθνογραφικού φιλμ.

“Αυτό που είχα στο μυαλό μου όταν ξεκίνησα τα γυρίσματα εκείνο το καλοκαίρι ήταν ότι στο εθνογραφικό ντοκιμαντέρ κυριαρχεί μία μάλλον εξωτική απεικόνιση των ανθρώπων ή πολιτισμών που κινηματογραφούνται. Έχεις την αίσθηση ότι ο αστός ανθρωπολόγος έχει την πρόθεση μέσα από την ταινία του να συλλάβει έναν πολιτισμό που σε λίγο θα εκλείψει. Λίγο πριν την εξαφάνισή του, λοιπόν, τον απαθανατίζει με το φακό του για τις επόμενες γενιές. Εμείς δε θέλαμε καθόλου κάτι τέτοιο. Μας ενδιέφερε η εγγύτητα με αυτό που θέλαμε να κινηματογραφήσουμε, η σύνδεση μας με αυτό, η ίδια η εμπειρία” σχολίασε ο Καστέν-Τέιλορ.

“Η άλλη ιδέα που κυριάρχησε κατά τη διάρκεια της διαμονής μας στην ύπαιθρο και της κινηματογράφησης ήταν πόσο εκπληκτικό είναι το αμερικανικό τοπίο. Η φύση, η άμεση σχέση με τα ζώα, μοιραία μου δημιούργησαν συνειρμούς με το βουκολικό, ως θέμα που κυριάρχησε επί αρκετούς αιώνες στην τέχνη, ιδιαίτερα στη ζωγραφική, από την εποχή των Ελλήνων και των Ρωμαίων ακόμη. Κι όμως, είναι τόσο δύσκολο αυτό το επάγγελμα του καουμπόι. Η ζωή είναι τόσο δύσκολη κι εμείς το αισθανθήκαμε αυτό σε αυτούς τους τρεις μήνες που ζήσαμε μαζί τους. Θέλησα λοιπόν να αποδώσω και την πιο σκληρή όψη αυτής της ζωής” πρόσθεσε.

Το έργο των δύο καλλιτεχνών παρουσιάζει ποικιλία ως προς τη θεματολογία του. Έτσι, μετά τις βουκολικές εκτάσεις της Μοντάνα (Γλυκό χορτάρι σε σκηνοθεσία Καστέν-Τέιλορ και Ιλίσα Μπάρμπας) και τη βιομηχανική ζώνη του Κουίνς (Ξένα μέλη σε σκηνοθεσία Βερενά Παραβέλ και Τζ. Π. Σνιαντέτσκι), οι δύο τους συναντιούνται και συνεργάζονται για πρώτη φορά πίσω από την κάμερα στην ταινία Λεβιάθαν το 2012, κάνοντας ένα πορτρέτο της σύγχρονης εμπορικής αλιευτικής βιομηχανίας που καταλήγει σε αναπαράσταση της αρχέγονης πάλης ανάμεσα στον άνθρωπο και στα κύματα της θάλασσας.

Στην ταινία Ξένα μέλη η Παραβέλ θέλησε να κατανοήσει τη οικονομία ενός τελείως διαφορετικού τοπίου και τους ανθρώπους που ζούσαν σε αυτό, με φόντο τη βιομηχανική ζώνη του Κουίνς που επρόκειτο να κατεδαφιστεί και να διατεθεί για αστική ανάπλαση. Η σκηνοθέτιδα, που δε μιλούσε τη γλώσσα των ανθρώπων αυτών και κατέφυγε στην υπομονετική παρατήρηση για να τους απεικονίσει, δήλωσε στη συζήτηση εντελώς συνεπαρμένη από εκείνη την τόσο περίπλοκη κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά κοινωνία.

Όσο για την επιλογή του θέματος του Λεβιάθαν, η δημιουργός επισήμανε: “Μας ενδιέφερε η κοινότητα των ψαράδων του Νιου Μπέντφορντ της Μασαχουσέτης. Πρόκειται για το μεγαλύτερη ιχθυοπαραγωγική πόλη μέχρι σήμερα και είναι χαρακτηριστικό ότι διαβάζοντας κανείς την περιγραφή του Μέλβιλ στο ‘Μόμπι Ντικ’ για την αλλοτινή πρωτεύουσα της φαλαινοθηρίας, θα διαπιστώσει ότι η πόλη είναι σχεδόν ίδια με σήμερα. Ενδιαφερόμασταν λοιπόν για τον τόπο, αλλά και για την αίσθηση του πως είναι να βρίσκεται κανείς στη θάλασσα. Ακολουθήσαμε τους ψαράδες εκεί και ζήσαμε για λίγες εβδομάδες τη δική τους ζωή. Έτσι, δεν αφηγούμαστε την ιστορία τους από τη δική μας οπτική, αλλά από τη δική τους”.

“Κινηματογραφήσαμε με μια μικρή αδιάβροχη κάμερα δεμένη πάνω στο ανθρώπινο σώμα την ώρα που αυτό μοχθεί. Ό,τι βλέπετε στην ταινία λοιπόν με κάποιον τρόπο συνδέεται με το ανθρώπινο σώμα” πρόσθεσε ο Καστέν-Τέιλορ. “Οι ψαράδες αυτοί εργάζονταν σε δύο βάρδιες, επί 20 ώρες τη μέρα κι εμείς ήμασταν συνεχώς μαζί τους. Ίσως η αίσθηση της υπερβατικότητας που ορισμένοι θεατές αισθάνονται βλέποντας αυτό το φιλμ να οφείλεται και σε αυτό το γεγονός”

Σε διαφορετικό πλαίσιο, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τη φιλοσοφία και τις αρχές του Κέντρου Αισθητηριακής Ανθρωπολογίας και των κινηματογραφικών τους πρακτικών, ο Λουσιάν Καστέν-Τέιλορ τόνισε: “Το Κέντρο δεν έχει κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφία. Κοινός στόχος όλων μας είναι να μην αναπαράγουμε μία από τα ίδια, να μην επαναλάβουμε όλα όσα έχει κάνει το ντοκιμαντέρ, η δημοσιογραφία, η ανθρωπολογία ή η εννοιολογική τέχνη. Η μέθοδος μας είναι η εξής: δεν υπάρχει καμία μέθοδος”.

Μετά την προβολή της ταινίας και τη γνωριμία με το τέρας και το βλέμμα τους περπάτησα στη νύχτα της Θεσσαλονίκης ακούγοντας ανόητη, βρετανική & λίγο σκανδιναβική ποπ και όχι το La Folie των The Stranglers, ένα κομμάτι που το συγκρότημα έγραψε μετά από την ιστορία του ανθρωποφάγου που αγαπάει τον Ρενουάρ, τα λούτρινα αρκουδάκια και την σάρκα και έκλεισε το ντοκιμαντέρ των δημιουργών.

Ο Σαγκάουα δεν ξορκίστηκε από τη μνήμη, όσο και αν επέμενα. Οι Παραβέλ και Καστέν-Τέιλορ λοιπόν είναι εδώ, παντέτοιμοι να μας καταδύουν στην ανθρώπινη φύση όπου όλα είναι πρωτόγονα και ενστικτώδη -άλλωστε όπως είπε και η ίδια η Παραβέλ “όλοι υπήρξαμε κάποτε ανθρωποφάγοι”. Ιστορικά, μεταφορικά, κυριολεκτικά, τρομακτικά και κυρίως ανθρώπινα.