ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η Ελλάδα της Βιρτζίνια Γουλφ ήταν ηρεμία, ήταν φως

Μπορεί η σπουδαία συγγραφέας Βιρτζίνια Γουλφ να είναι  το τιμώμενο πρόσωπο της Google σήμερα ωστόσο η πένα και το πνεύμα της Βρετανίδας που γεννήθηκε 136 πριν και κοιμόταν πάντα με τη λάμπα αναμμένη προτού σβήσει η ίδια για πάντα το φως της ζωής της είναι ένας θησαυρός που αξίζει να μας τον υπενθυμίζουμε ξεφυλλίζοντας τον όχι μόνο με επετειακές αφορμές. Ερωμένη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και των αρχαίων ελληνικών η Γουλφ περιπλανήθηκε στην Ελλάδα και έγραψε, όχι λυρικά, για αυτό.

"Γιατί δεν μου είπες ποτέ ότι η Ελλάδα είναι όμορφη;" γράφει λίγες μέρες αργότερα στην ηλικιωμένη φίλη της Έθελ Σμιθ. "Γιατί δεν ανέφερες ποτέ τη θάλασσα και τους λόφους, τις κοιλάδες και τα λουλούδια; Μόνο εγώ έχω μάτια και βλέπω; Έθελ, σου το αναγγέλλω επισήμως: η Ελλάδα είναι η πιο όμορφη χώρα του κόσμου. Ο Μάης είναι η πιο όμορφη εποχή του χρόνου. Ελλάδα και Μάης μαζί!". Ακολουθούν αποσπάσματα από την περιήγηση της στην Ελλάδα του ήλιου που φώτησε, έστω και παροδικά, το βικτωριανό σκότος της ζωής της.

"19 Απριλίου 1932. Να 'μαστε λοιπόν παραπλέοντες τας ελληνικάς νήσους. Η θάλασσα είναι λάδι, τόση ζέστη που μπορείς να κάτσεις γυμνός στο κατάστρωμα - πότε πότε ένα πουλί κάθεται στο κατάρτι - ο Ρότζερ τρέχει να μας πει "να η Κόρκυρα", αλλά δεν είναι - ένας Έλληνας κύριος τον διορθώνει..." Όταν η Βιρτζίνια Γουλφ γράφει αυτό το γράμμα στην αδελφή της, Βανέσα Μπελ, βρίσκεται πάνω στο πλοίο Τέβερε και συνταξιδεύει με τον Ελευθέριο Βενιζέλο που επιστρέφει από την Ελβετία έχοντας δώσει τη μάχη του στην Κοινωνία των Εθνών για να επιτύχει άρση του εξωτερικού χρέους και δανειοδότηση 50 εκ. δολλαρίων. Αυτό είναι το δεύτερο ταξίδι της στην Ελλάδα και έχει συντροφιά της τον σύζυγό της Λέναρντ Γουλφ, και τα αδέλφια Ρότζερ και Μάρτζερυ Φράι.

Τι μπορώ να πω για τον Παρθενώνα — ότι ήρθε να με βρει το φάντασμά μου, το κορίτσι των 23 ετών, με όλη τη ζωή μπροστά του' αυτό' κι ακόμη, ότι είναι πιο συμπαγής καί μεγαλοπρεπής, πιο στιβαρός απ' ό,τι θυμόμουνα. Οι κίτρινοι κίονες — πώς να το πω; όλοι μαζί, σαν σύνολο, ακτινοβολούσαν εκεί πάνω στο βράχο, με φόντο τον πιο βίαιο ουρανό, χτυπητό ψυχρό γαλάζιο, κι ύστερα μαύρο του ανθρακίτη.

Πλήθη περνούν φευγαλέα σαν ικέτες (πρόκειται για ελληνόπουλα που τα 'φεραν με το σχολείο). Ο ναός σαν πλοίο, δονείται, τεντώνεται, πλέει, αν και ακίνητος, διασχίζοντας τους αιώνες. Είναι μεγαλύτερος απ' ό,τι θυμόμουνα, με μεγαλύτερη συνοχή. Ίσως ξεθύμανε κάτι από τον νεανικό συναισθηματισμό που κάνει τα πράγματα μελαγχολικά.

Τώρα που είμαι πενήντα (το 'γραψα με θάρρος στο βιβλίο του ξενοδοχείου — το καλό μας Γιάκ το απέφυγε, άλλη μια απόδειξη του συμπλέγματος κατωτερότητας), έχω γκρίζα μαλλιά κι η ζωή μου σχεδόν τέλειωσε, μ' αρέσει υποθέτω ό,τι έχει ζωντάνια, το λουλούδισμα μπροστά στο θάνατο. Από κάτω η Αθήνα σαν σπασμένο τσόφλι, και τα γκριζόμαυρα θαμνώδη βουνά.

H Γουλφ (δεύτερη στη φωτογραφία) στον Παρθενώνα/Harvard University

Η Αθήνα μ' αρέσει γύρω στίς 7, όταν οι δρόμοι γεμίζουν από ένα βιαστικό και πολύβουο πλήθος, μαυροφόρες γυναίκες με λευκά πρόσωπα και γυναίκες με σάλια, και κομψευόμενοι μικροκαμωμένοι άντρες, που βγαίνουν το βράδυ με τις νυχτερίδες και τα δειλινά στις πολιτείες του Νότου, αρί λάλαγες*. Η Μάρτζερυ, ακούγοντάς τους να μιλάνε απόψε στου Αβέρωφ, είπε ότι ο τόνος είναι όπως στ' αγγλικά.

Η άλλη παρατήρηση έγινε στη βυζαντινή εκκλησία του Δαφνιού: "Σπουδαίο — ξεπερνάει κάθε φαντασία" είπε ο Ρότζερ, και απόθεσε καπέλο, μπαστούνι, σχέδια, δυο-τρείς οδηγούς και λεξικά πάνω σε μια κολόνα.

Ύστερα κοιτάξαμε όλοι μαζί ψηλά τον Χριστό τιμωρό, μεγαλύτερο κι από εφιάλτη, σε μπλε και λευκό ψηφιδωτό. Αυτή η εκκλησία μάς άρεσε πολύ. Είναι ψηλή και τραχιά και αψιδωτή, και τα ψηφιδωτά είναι πολύ φθαρμένα. Και κοιτάζεις έξω απ' την πόρτα εκείνα τα πράσινα φουντωτά δέντρα, που το καθένα μοιάζει να 'χει μια τούφα από ήλιο και σύννεφο που κυματίζει — έτσι λαμπερά, έτσι σκοτεινά είναι τα πράσινα κύματα στο δάσος που περπατήσαμε.

Μια ελληνική οικογένεια φροντίζει την εκκλησία — μεσόκοποι άντρες και γυναίκες, κάθονται με τα καλά τους (οι άντρες) με πανωφόρια και δαχτυλίδια χρυσά και διαβάζουνε την εφημερίδα τους στις 3.30 το απόγευμα. Τέτοιο καθισιό, τέτοια ξενοιασιά δεν είδα ποτέ στην Αγγλία.

Τέλος η πιο νέα, μια γυναίκα με σάλι, παντόφλες και φόρεμα βαμβακερό, απομακρύνεται, σκαρφαλώνει πάνω σ' έναν γκρεμισμένο τοίχο κι αρχίζει να κόβει κίτρινα λουλούδια — τι άλλο να κάνει. Από κεί κατεβήκαμε με το αυτοκίνητο στη θάλασσα — και πόσο όμορφα είναι τ' ανέγγιχτα χείλη της θάλασσας όταν αγγίζουνε μιαν άγρια παραλία' πίσω μας λόφοι καί πράσινες πεδιάδες, στο βάθος η Ελευσίνα, πράσινα και κόκκινα βράχια, ένα ατμόπλοιο ξεκινά.

Έκανε κρύο τσουχτερό. Αυτό πάντα το ξεχνάει κανείς. Ο αέρας σφύριζε μέσ' απ' τα ακάλυπτα πλευρά του κόνβερτιμπλ του Γκιόλμαν. Ο Λέναρντ φτερνιζότανε. Εγώ είχα ρίγη. Το δάπεδο του αυτοκινήτου γεμάτο με κουτιά ζωγραφικής. Γευματίσαμε σ' ένα τραπέζι στον ήλιο στο Σούνιο — οι κολόνες άσπρες σαν κιμωλία, ψηλές σαν φάροι. Μινιατούρες λουλουδιών έφτιαχναν ένα λαμπερό ταπέτο — η Μάρτζερυ ξερίζωνε κρινάκια.

Μετά την πρώτη βδομάδα μιλάς μόνο στο βραδινό φαγητό. Και μετά γυρίσαμε πίσω, εννοείται περνώντας φουντωτά δέντρα, κόκκινα τετραγωνισμένα χωράφια, αφήνοντας πίσω μας τσιγγάνικα τσαντίρια, σαν ινδιάνικα καλύβια από κλαριά φτέρης' μια κοπέλα σεργιανούσε γνέθοντας μαλλί' και γυναίκες ήταν καθισμένες στο κατώφλι — σκέφτηκα το ΠικαντίλΙ τέτοια ώρα.

Τι παράξενη αυτή η επίπεδη γη, καρτερική και υπάκουη, με βιβλικά δέντρα εδώ κι εκεί, πρόβατα με μακρύ μαλλί που βόσκανε, κι ούτε ένα σπίτι στον ορίζοντα. Η Αγγλία την εποχή του Τσώσερ. Στο Σούνιο η θάλασσα σπάει πάνω σε πράσινη και κόκκινη πέτρα, και σκουρογάλαζα καράβια αρμενίζουνε — όλα όπως τον καιρό του Τσώσερ ή του Ομήρου, ούτε προβλήτα ή προκυμαία, ούτε μάτι ανθρώπου.

Ω η βροχή, η βροχή! Αυτό την άλλη μέρα στην Αίγινα. Αυτό το όμορφο μαλακό νησί, με το ηλιοψημένο μονοπάτι, τη θάλασσα και την ακρογιαλιά, τα μικρά ροζ και κίτρινα σπίτια, το θυμάρι, την απότομη λοφοπλαγιά, το Ναό, σκελετώδη, κυρίαρχο, τους κόλπους ξέχειλους από θάλασσα — όλα αυτά δεν ήταν παρά ψύχρα, ομίχλη, βροχή, Αμερικάνοι μαζεμένοι γύρω από έναν κοκαλιάρη καθηγητή' και μεις ζαρωμένοι κάτω από ένα πεύκο που άφηνε τη βροχή να περνάει. Αλλά ακόμη κι έτσι, ο Ρότζερ έλεγε «Σπουδαίο, σπουδαίο», ένας ναός από ψαμμόλιθο καλύτερος απ' το Σούνιο.

Καταπληκτικό το τι μπορεί να κάνει μια μεγαλοφυΐα σ' έναν τόσο μικρό χώρο — ιδού οι τέλειες αναλογίες — και η βροχή μάς ανάγκασε να κατηφορίσουμε όσο πιο γρήγορα γινόταν για το πλοίο μας. Είχανε πιάσει κόκκινα ψάρια και χταπόδια. Πώς; Λοιπόν, ρίχνουνε κρεμμύδια, ψωμί και τα λοιπά στο βυθό και τα ψάρια μαζεύονται, ύστερα μαζεύονται ρίχνουνε δυναμίτη και μπαμ! — γίνεται μια έκρηξη, τα ψάρια ανεβαίνουνε στην επιφάνεια ψόφια, και τα καμακώνουνε. Αυτό απαγορεύεται. Αλλά δεν σε βλέπει κανείς εδώ γύρω. Αυτά μάς τα είπε ο θερμαστής με το όμορφο ελληνικό χαμόγελο — το χαμόγελο που έχουν οι μουλαράδες και οι ταξιτζήδες.

Σήμερα —τι όμορφα ήταν σήμερα— στη μικρή στρογγυλή βυζαντινή εκκλησία στους πρόποδες του Υμηττού. Γιατί δεν μπορούμε να ζούμε για πάντα έτσι; αναρωτήθηκα — όχι πως ο καιρός είχε ζεστάνει αρκετά, αλλά η βροχή κι ο αέρας είχανε σταματήσει' κι η ζωή έμοιαζε τόσο ελεύθερη, γεμάτη απ' όλα τα καλά — φύση άγρια, θυμάρι, κυπαρίσσια, η μικρή αυλή όπου ο Ρότζερ κι η Μάρτζερυ κάθονταν αφοσιωμένοι στη ζωγραφική τους' ο μεγάλος, άσπρος σαν μάρμαρο, σκύλος, κοιμισμένος σε μια γωνιά' κι όπως πάντα λεπτοκαμωμένες γυναίκες με παντόφλες να πηγαινοέρχονται αθόρυβα σε κάμαρες χτισμένες ψηλά σαν χελιδονοφωλιές, με κομμάτια παλιό σκαλισμένο μάρμαρο στις παραστάδες. Ένα ματσάκι άγριες ανεμώνες και ορχιδέες.

H ώρα είναι δέκα παρά πέντε. Και πού βρίσκομαι και γράφω με πένα και μελάνι; Όχι στο γραφείο μου. Στο φαράγγι, στην κοιλάδα, στους Δελφούς, κάτω από μια ελιά, σε γη στεγνή, στρωμένη με άσπρες μαργαρίτες. Ο Λέναρντ διαβάζει την ελληνική του Γραμματική δίπλα μου' μια χελιδονοουρά, αν δεν κάνω λάθος, πέρασε ξυστά.

Γκρίζοι βράχοι απέναντι μου, με ελαιόδεντρα και θάμνους, κι αν τους ανέβω έναν έναν, να το μεγάλο φαλακρό γκριζόμαυρο βουνό, κι έπειτα ουρανός απόλυτα λείος. Πίσω λοιπόν στη ζεστή γη με τις μαργαρίτες και τα έντομα στις κίτρινες καρδιές τους. Ακούγονται κουδούνια κατσικιών' ένας γέρος ξεπέζεψε από το μουλάρι του — είμαστε ακριβώς στη βάση του λόφου που στην κορφή του είναι οι Δελφοί, και ο Ρότζερ κι η Μάρτζερυ σχεδιάζουν. Και μια ακρίδα μόλις έκατσε πάνω στην ελιά.

Έτσι προσπαθώ να κάνω ορατή αυτή τη σκηνή που σύντομα θα χαθεί για πάντα. Κι ίσως ακόμη προσπαθώ να αποφύγω αυτόν το δαίμονα που λέει, ίσως χωρίς λόγο, ότι θα 'πρεπε να καταγράψει κανείς το πώς πήγαμε στην Κόρινθο, στο Ναύπλιο, στις Μυκήνες, το Μυστρά, την Τριπολιτσά, κι από κει πίσω ξανά στην Αθήνα, ενώ ο ήλιος τσουρούφλιζε, κι εγώ φορούσα ένα μεταξωτό φόρεμα, και πήγαμε στον Κήπο, κι υστέρα ξεκινήσαμε το Σάββατο το πρωί στις 7 για τους Δελφούς.

Θα έπρεπε να γράψω για όλ' αυτά τα μέρη, και να προσπαθήσω ίσως να φιξάρω μερικές απ' τις σκηνές που τρέχουνε μες στο μυαλό μου καθώς τρέχουμε με τ' αυτοκίνητο. Γιατί κάναμε πολύ μακρινές διαδρομές. Κι ο αέρας κι ο ήλιος — α πώς πρήζονταν τα χείλη μας και μαυρίζανε καί σκάγανε κι η μύτη μας ξεφλούδιζε και τα μάγουλά μας κοκκινίζανε σαν να καθόμασταν μπροστά σε πολύ δυνατή φωτιά. Η κοκεταρία έκανε φτερά.
Γίνεσαι τελικά χωριάτης. Αυτό μου θυμίζει πώς πήδηξα απ' τη χαρά μου όταν είδα μια αρκετά καλοντυμένη γυναίκα στο σαλόνι του ξενοδοχείου Ματζέστικ να πίνει το ποτό της μ' έναν ευφραδέστατο ηλικιωμένο κύριο το απόγευμα που γυρίσαμε, σκονισμένοι, στεγνοί, κόκκινοι, χρυσωποί, μαυριδεροί, καφετιοί, τσαλακωμένοι (οι ρυτίδες της Μάρτζερυ είναι σαν τις ραβδώσεις στο πετσί άγριου ζώου). Όταν περάσεις τέσσερις-πέντε μέρες με τους χωρικούς και τη στερεή, αφρόντιστη ομορφιά τους, αισθάνεσαι να δονούνται από τη σπιρτάδα και το ραφινάρισμα του πολιτισμού οι πιο υψηλές κλίμακες των νεύρων σου — οι νότες του βιολιού.

Η Ελλάδα λοιπόν, για να γυρίσουμε στην Ελλάδα, είναι μια χώρα τόσο παλιά που είναι σαν να περιφέρεσαι σε σεληνιακά τοπία.

Χτες βράδυ, στο ύψωμα πάνω απ' τους Δελφούς, στο φως του δειλινού, ενώ η Ιτέα άρχιζε να τρεμοσβήνει δίπλα στη θάλασσα, στον κόλπο ένα καράβι, στο βάθος τα χιονισμένα βουνά, μπροστά μας απλωσιές καταπράσινες και κοκκινωπές, όπου κατσίκια και πρόβατα έβοσκαν, και τ' αυτοκίνητα περνούσαν αργά στο δρόμο που ξετυλιγόταν κάτω απ' τα πόδια μας, χτες βράδυ που καθόμασταν εκεί, ήρθε τρέχοντας προς το μέρος μας το κορίτσι που βόσκει τις γίδες, σαν για να μαζέψει το κοπάδι της, αλλά στην πραγματικότητα μόνο για να μας μιλήσει.

Ούτε φόβος ούτε αμήχανα γελάκια ούτε ντροπές. Στάθηκε μπροστά μας σαν να 'ταν κάτι το φυσικό. Η Μάρτζερυ τής έδωσε τα κιάλια για να κοιτάξει, πρώτα απ' την καλή, ύστερα απ' την ανάποδη. Ύστερα μας είπε πώς λέγονται διάφορα πράγματα. Skotos {σκουτί} λέγεται το τραχύ χοντρό πανωφόρι της, ouranos o ουρανός, lullulin {λουλούδι} το λουλούδι, το ρολόι μου λέγεται orologe, το αυτοκίνητο — δε θυμάμαι.

Φτάσαμε λοιπόν στο τελευταίο βράδυ, πολλή ζέστη, πολλή σκόνη. Το μεγάφωνο βρυχάται' o Λέναρντ διαβάζει, χωρίς συμπάθεια, το βιβλίο της Έθελ Σμίθ' είναι επτά παρά δύο λεπτά και άρα μου μένει μισή περίπου ώρα για να γεμίσω τούτο το τετράδιο. Χρησιμοποίησα μόνο δέκα από τις εκατό πένες μου' μελάνι έχω ακόμη άφθονο' πόσες άγραφες σελίδες μού μένουν. Ιδού το αποτέλεσμα των καλύτερων διακοπών μας εδώ και χρόνια.

Καθώς λοιπόν στοχάζομαι αυτά τα σπουδαία πράγματα, που τρέχουν και γλιστράνε και σκαλώνουν στην επιφάνεια του νου μου, είμαι υπόγεια βυθισμένη σε σκηνές για το βιβλίο μου: φτιάχνω διάλογους, βλέπω εικόνες, όλο και ρίχνω κάτι καινούργιο μέσα στο καζάνι, που πρέπει να κοχλάσει όσο πιο πολύ γίνεται, μέχρι να χυθεί και να κρυώσει και να σκληρύνει — ενώ λοιπόν ασχολούμαι μ' αυτά, και δέχομαι ό,τι έχει να μου προσφέρει το θρόισμα του κυπαρισσιού και της λεύκας, το άρωμα των λουλουδιών, της πορτοκαλιάς, ο μικροπωλητής που πουλάει πιθηκάκια πάνω σε ξυλαράκια — ο καιρός περνά. Δεν είμαι βέβαιη αν είμαι στην Ελλάδα ή στο Λονδίνο. Αλλά νομίζω ότι μάλλον στην Ελλάδα είμαι, ευτυχισμένη, ήρεμη, φιλική προς όλα, χαλαρή.

Μετά είχα το δράμα, στην Αίγινα, μιας απολίτιστης, θερμής, νέας εποχής, που θα μπει στη ζωή μας — και θα 'ρχόμαστε εδώ κάθε χρόνο, με μια σκηνή' θα το σκάμε απ' την Αγγλία, θ' αποβάλλουμε αυτό το φιδοπουκάμισο της ευπρέπειας' και το σφίξιμο, και τη συμβατικότητα του Λονδίνου' και τη φήμη, και τον πλούτο.

H Bιρτζίνια Γουλφ στο Σούνιο/ Harvard University

Και θα γυρίσουμε πίσω, και θα γίνουμε ανεύθυνοι, εραστές της ζωής, και θα τρώμε μόνο ψωμί, γιαούρτι, βούτυρο, αυγά — ας πούμε στην Κρήτη. Αυτό είναι ως ένα βαθμό μια αληθινή παρόρμηση — σκεφτόμουνα, καθώς κατηφόριζα με μεγάλες δρασκελιές το λόφο. Το Λονδίνο δεν φτάνει, ούτε το Σάσεξ. Θες να ψηθείς στον ήλιο, να ξαναγυρίσεις σ' αυτούς τους ομιλητικούς, φιλικούς ανθρώπους, απλώς και μόνο για να ζήσεις, να μιλήσεις, όχι να διαβάζεις και να γράφεις.

Κι ύστερα σήκωσα το κεφάλι μου κι είδα τα βουνά πέρα απ' τη θάλασσα, σαν λάμες μαχαιριών, χρωματιστά, και τη θάλασσα ήρεμη. Κι ένιωσα σαν ένα μαχαίρι να έξυσε ένα αμβλύ όργανο που υπήρχε μέσα μου, γιατί δεν μπορούσα να βρω κανένα ψεγάδι σ' αυτή τη λυγερή, αθλητική ομορφιά, τη βουτηγμένη στο χρώμα, χωρίς να 'ναι ψυχρή, χωρίς ίχνος χυδαιότητας, αλλά πανάρχαια από ανθρώπινη ζωή, γιατί κάθε σπιθαμή γης έχει το δικό της αγριολούλουδο, που θα μπορούσε να φυτρώσει και σ' έναν εγγλέζικο κήπο, και οι χωρικοί είναι άνθρωποι καλοί' και τα ρούχα τους, φθαρμένα και ξεβαμμένα από τον ήλιο, έχουν λεπτούς χρωματισμούς, όσο κι αν είναι χοντρά. Ξέρω ότι υπάρχουνε συμπάθειες ανάμεσα σε ανθρώπους και τόπους, όπως ανάμεσα στους ανθρώπους. Και θα μπορούσα ν' αγαπήσω την Ελλάδα στα γερατειά μου, όπως αγάπησα όταν ήμουν παιδί την Κορνουάλη.

Κι ακόμη ο Λέναρντ παίζει σκάκι και κοντεύει δώδεκα. Αλλά η Αθήνα δεν φαίνεται να νυστάζει καθόλου, κι έτσι δεν μπορώ να παραπονεθώ. Τα τραμ τσιρίζουνε. Αύριο τέτοια ώρα θα φτάνουμε στη Θεσσαλονίκη. Εγώ θ' αλλάζω πλευρό στη δική μου κουκέτα, ο Λέναρντ στη δική του, επί τρείς νύχτες, μέχρι να φτάσουμε στο Ρόντμελ και κοιμηθούμε στα μαλακά μας κρεβάτια, στο δροσερό Μάη της Αγγλίας".

Από το βιβλίο Βιρτζίνια Γουλφ "Ελλάδα και Μάης μαζί" σε μετάφραση Μαρίας Τσάτσου - εκδ. ύψιλον, 1996.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης