Issey Miyake: Από τις στάχτες της Χιροσίμα στη δημιουργία της ανυπέρβλητης ιαπωνικής μόδας
Ανανεώθηκε:
Pleats Please! Δώστε μου πιέτες. Κι άλλες πιέτες. Και γεωμετρία. Και χρώματα. Ο «βασιλιάς της πιέτας», όπως ήταν χαϊδευτικά γνωστός στους κύκλους της υψηλής ραπτικής ο Ισέι Μιγιάκε, ήρθε αντιμέτωπος με το θάνατο δύο φορές. Την πρώτη στα επτά του όταν έσκασε επάνω από το κεφάλι του η ατομική βόμβα στη Χιροσίμα, όπου γεννήθηκε το 1938 και ζούσε με την οικογένειά του.
Τότε, ευτυχώς για τον ίδιον πρωτίστως αλλά και για όλους όσους αγαπάμε τη μόδα, το design και το στιλ, τη γλίτωσε.
Τη δεύτερη φορά, στα 84 του χρόνια, δεν τα κατάφερε. Νικήθηκε από τον καρκίνο του ήπατος από τον οποίον είχε χτυπηθεί και πέθανε χτες, 9 Αυγούστου αν όχι πλήρης ημερών (ποιός ξέρει πότε ένας άνθρωπος είναι πλήρης ημερών άλλωστε;) πάντως πολύ πλήρης έργου.
Ο Μιγιάκε έκανε κάτι αν όχι αδιανόητο, τουλάχιστον εντελώς ανορθόδοξο και ευφυές: Μετέτρεψε την αυστηρότητα και την πασίγνωστη λιτότητα της ιαπωνικής κουλτούρας σε μόδα.
Όχι απλώς μόδα, για να είμαστε δίκαιοι, αλλά μια ολόκληρη σχολή στιλ, στην οποία οι αυστηρές αυτές γραμμές, οι colourblock χρωματικοί συνδυασμοί, οι ατελείωτες, σαν καταρράκτης, πιέτες και πτυχές, τα παραδοσιακά στοιχεία που δανείστηκε από τα κιμονό και τις σαγιονάρες, έδωσαν τελικά ένα αποτέλεσμα που ξεπέρασε τη μόδα και έφτασε στο επίπεδο της «φορέσιμης» αρχιτεκτονικής.
Είναι αδύνατον να αγαπάς τη μόδα και να μην έχεις έστω ένα -πολύ ακριβά πληρωμένο- δημιούργημα του Μιγιάκε στη ντουλάπα σου. Κι αν αγαπάς πάρα πολύ τη μόδα, αλλά δεν αντέχεις τις γιαπωνέζικες τιμές, μπορείς απλώς να εμπνευστείς. Αυτό έκανε ο Μιγιάκε άλλωστε: Ενέπνεε.
«Όταν κλείνω τα μάτια μου, βλέπω ακόμη τη λάμψη της βόμβας»
Η εμπειρία του στη Χιροσίμα ήταν κάτι για το οποίο δεν μιλούσε ποτέ, μέχρι το 2009, όταν τον έπεισε ο Μπαράκ Ομπάμα, προκειμένου να βοηθήσει στη δημιουργία ενός κόσμου απαλλαγμένου από τα πυρηνικά.
«Όταν κλείνω τα μάτια μου βλέπω ακόμη πράγματα που κανείς ποτέ δεν θα έπρεπε να δει στη ζωή του: Ένα λαμπερό κόκκινο φως, μετά το μαύρο σύννεφο, ανθρώπους να τρέχουν σε κάθε κατεύθυνση προσπαθώντας απελπισμένα να ξεφύγουν. Τα θυμάμαι όλα», είχε πει ο Μιγιάκε στην εκδήλωση που διοργάνωσε τότε ο Ομπάμα. «Η μητέρα μου πέθανε σε τρία χρόνια από τη ραδιενέργεια».
Ο Μιγιάκε έγινε σχεδιαστής μόδας λόγω της βόμβας: «Θέλω να σκέφτομαι τη δημιουργία και όχι την καταστροφή και θέλω να φέρω στον κόσμο χαρά και ευτυχία», είχε πει στους New York Times.
Δεν ήταν πολύ απλό. Αρχικά σπούδασε γραφιστική και οι πρώτες του απόπειρες στον κόσμο της μόδας στο Τόκιο ήταν αποτυχημένες επειδή δεν ήξερε να ράβει και να σχεδιάζει υφάσματα.
Πεισμωμένος, πήγε στο Παρίσι, όπου δούλεψε αρχικά με τον Γκι Λαρός και μετά με τον Ζιβανσί, δημιουργώντας 50-100 σχέδια την ημέρα.
Pleats Please!
Ο Μιγιάκε μικρός ήθελε να γίνει χορευτής. Και πάντα τον σαγήνευαν οι πιέτες και οι πτυχώσεις. Ήθελε ρούχα που να «κυλούν» πάνω στο σώμα και να κινούνται μαζί με αυτό. Τα ονειρευόταν στα σώματα των ανθρώπων στο δρόμο αλλά και των χορευτών του μπαλέτου. Και τα δημιούργησε.
Η μέθοδός του ήταν επαναστατική όχι μόνο σχεδιαστικά, αλλά και τεχνικά: Τα ρούχα κόβονται και ράβονται πρώτα και μετά συμπιέζονται ανάμεσα σε ατελείωτα στρώματα χαρτιού ώστε το ύφασμα να αποτυπώσει τις πιέτες στη μνήμη του. Τα ρούχα πλένονται και ξαναπλένονται και οι πιέτες είναι πάντα εκεί.
Όταν ολοκλήρωσε την τεχνική του και την πατεντάρισε, το 1993, έστειλε κάποια δείγματα στο μπαλέτο της Φρανκφούτης. Τα είδε φορεμένα στους χορευτές και ενθουσιάστηκε. Είχε φτιάξει αυτό ακριβώς που ήθελε. «Έντυσε» αρκετές παραστάσεις και τελικά εμπνεύστηκε την εμβληματικότερη από τις σειρές του, την Pleats, Please (πιέτες παρακαλώ) την οποία συχνά παρουσιάζαν στις πασαρέλες χορευτές αντί για μοντέλα.
Μια διάσημη «οδύσσεια» και το ζιβάγκο του Στιβ Τζομπς
Η συλλογή δεν περιορίστηκε στα ρούχα, όπως άλλωστε και ο ίδιος: Μερικά από τα πιο όμορφα αρώματα της ιστορίας φέρουν την υπογραφή του, όπως και ρολόγια, παπούτσια και τσάντες, ανάμεσά τους και οι περίφημες πλαστικές πλισέ, που θα μπορούσε κανείς να φτάσει -κυριολεκτικά- στην άκρη του κόσμου για να τις αποκτήσει.
Το πρώτο του άρωμα, το L' eau d' Issey του 1992, ήταν ένα λογοπαίγνιο: Στα γαλλικά ακούγεται σαν l' odyssée, που σημαίνει Οδύσσεια. Όσο για το ανυπέρβλητο μπουκάλι του, είναι η «θέα του φεγγαριού πίσω από τον Πύργο του Άιφελ, όπως φαίνεται από το διαμέρισμά μου στο Παρίσι», σύμφωνα με τον ίδιο.
Ο Μιγιάκε είχε πολλούς διάσημους φίλους, κυρίως καλλιτέχνες, αφού και ο ίδιος πέρα από τα ρούχα του, έφτιαχνε γλυπτά και ζωγράφιζε. Κάποια στιγμή γνώρισε τον Στιβ Τζομπς της Apple και έγιναν στενοί φίλοι.
«Είδα ένα από τα μαύρα ζιβάγκο του Ισέι και μου άρεσε και του ζήτησα να μου φτιάξει 2-3», είπε κάποτε ο Τζομπς, όταν ρωτήθηκε γιατί δεν φοράει ποτέ τίποτε άλλο, πέρα από το συγκεκριμένο μαύρο ζιβάγκο. «Κι εκείνος μου έστειλε σε λίγες μέρες 100 ίδια ζιβάγκο». Λύθηκε το μυστήριο.
Μια πολύτιμη παρακαταθήκη
Ο Μιγιάκε αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος μιας παράδοσης που ίσως ούτε ο ίδιος θα περίμενε. Ο Κένζο Τακάντα, ο Τζούνια Γουατανάμπε, ο Κενσάι Γιαμαμότο, ο Χανάι Μόρι και πολλοί ακόμη Ιάπωνες, χάρισαν με έναν πολύ απρόσμενο τρόπο στη χώρα του Ανατέλοντος Ηλίου την εξωστρέφεια που δεν είχε ποτέ και σε τίποτε.
Η ιαπωνική μόδα δεν θα πάψει ποτέ να μας εκπλήσσει με τον ιδιαίτερο τρόπο της:
Είναι η συγκλονιστική της απλότητα, αυτή που την κάνει και τόσο κομψή δηλαδή, η οποία απογειώνεται από λεπτομέρειες, χρώματα, φαντασία και διαρκείς υπερβάσεις.
Είναι η αυστηρότητα που πίσω από μια ιδιοφυή και απρόσμενη πιέτα μάς κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα.
Είναι κάτι που ξεκίνησε από τον όλεθρο για να γίνει η χαρά της ζωής.
Όπως έλεγε και ο ίδιος ο Μιγιάκε, «το design δεν είναι απλώς φιλοσοφία. Είναι η ίδια η ζωή».