Η Σάλμα αλ-Μαζίντι πρώτη γυναίκα προπονήτρια ανδρικής ομάδας στον αραβικό κόσμο
Στο Σουδάν μια γυναικεία εθνική ομάδα ποδοσφαίρου παραμένει ένα μακρινό όνειρο. Αλλά η Σάλμα αλ-Μαζίντι ξεπέρασε όλα τα εμπόδια και κατάφερε να γίνει η πρώτη γυναίκα προπονήτρια ενός ποδοσφαιρικού συλλόγου ανδρών.
Μάλιστα, η 27χρονη παρουσιάζεται από τη FIFA ως η πρώτη γυναίκα από το Σουδάν που αναλαμβάνει μια ομάδα ανδρών σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο, όπου το συγκεκριμένο άθλημα είναι πανταχού παρόν.
«Γιατί ποδόσφαιρο; Γιατί είναι η πρώτη και η τελευταία αγάπη μου» απάντησε η αλ-Μαζίντι, ενδεδυμένη με το τοπικό παραδοσιακό φόρεμα με τα μακριά μανίκια και τα μαλλιά κρυμμένα κάτω από ένα μαύρο πέπλο, στη διάρκεια μιας προπόνησης της Αλ-Αχλί, συλλόγου στο Αλ Κανταρίφ, ανατολικά της πρωτεύουσας Χαρτούμ.
«Έχω γίνει προπονήτρια επειδή δεν υπάρχει ακόμα χώρος για το ποδόσφαιρο των γυναικών στο Σουδάν» πρόσθεσε η ίδια, που είναι κόρη συνταξιούχου αστυνομικού και η οποία από την ηλικία των 16 ετών ερωτεύτηκε το ποδόσφαιρο.
Συχνά πήγαινε και παρακολουθούσε τους αγώνες και τις προπονήσεις του νεότερου αδελφού της με την ομάδα του σχολείου και γοητεύτηκε από τις οδηγίες του προπονητή και από τις ενέργειες των παικτών και τον τρόπο που έπαιζαν στον αγώνα.
«Στο τέλος κάθε προπόνησης, συζητούσα μαζί του τις τεχνικές που διδάσκονται. Είδε ότι είχα μεγάλο ζήλο για την προπόνηση και μου έδωσε την ευκαιρία να συνεργαστώ μαζί του» δήλωσε η αλ-Μαζίντι, παρακολουθώντας τους παίκτες της νυν ομάδας της να γυμνάζονται πάνω στο ξερό γήπεδο «σηκώνοντας» άφθονη σκόνη.
Λίγο μετά, η νεαρή γυναίκα προπονούσε τις ομάδες κάτω των 13 ετών και κάτω των 16 ετών της Αλ-Χιλάλ στην πόλη Ομντουρμάν. Πλέον ήταν «αποφασισμένη να πετύχει». Με τον καιρό, οι αμφιβολίες για τις «ικανότητές μου διαλύθηκαν» είπε η αλ-Μαζίντι, με μια ήρεμη αλλά σίγουρη φωνή.
Το 2015 μπήκε στον κατάλογο των «100 γυναικών που εμπνέουν», τον οποίο συνέταξε το BBC, όταν οδήγησε στην κορυφή δύο συλλόγους ανδρών της Β΄ κατηγορίας του τοπικού πρωταθλήματος. Η μόνη άλλη γυναίκα που κέρδισε παρόμοια φήμη στο σουδανικό ποδόσφαιρο είναι η Μουνιρά Ραμαντάν, η οποία ήταν διαιτητής τη δεκαετία του 1970.
Στο Σουδάν, μια χώρα που διέπεται από τον ισλαμικό νόμο από το 1983, δεν υπάρχει κάποιος νόμος που να απαγορεύει το ποδόσφαιρο των γυναικών, αλλά σίγουρα η συντηρητική κοινωνία και η ισλαμική κυβέρνηση δεν ενθαρρύνουν τέτοιες ενέργειες.
«Υπάρχουν περιορισμοί, αλλά είμαι αποφασισμένη να πετύχω» λέει η αλ-Μαζίντι, εν μέσω ενός νέφους σκόνης που αυξάνεται μετά τα ελεύθερα λακτίσματα της μπάλας από τους παίκτες. «Το Σουδάν είναι μια κοινότητα φυλών, μερικές από τις οποίες πιστεύουν ότι μια γυναίκα πρέπει να παραμένει στο σπίτι» λέει η νεαρή γυναίκα, που είναι κάτοχος πανεπιστημιακού πτυχίου λογιστικής και διαχείρισης.
Η μητέρα της, Αϊσα αλ-Σαρίφ, γνώριζε ότι η κόρη της από την παιδική ηλικία ήταν διαφορετική. «Η Σάλμα πάντα προτιμούσε να φοράει παντελόνια και πάντα παρακολουθούσε τα αγόρια να παίζουν ποδόσφαιρο» λέει.
Η ζωή της Σάλμα στην προπονητική δεν ήταν εύκολη, αφού έπρεπε να αγωνιστεί για να επιβληθεί στους ποδοσφαιριστές της μέσα στο γήπεδο. «Υπήρχε ένα αγόρι που αρνιόταν να ακολουθήσει τις οδηγίες μου. Μου είπε ότι ανήκε σε μια φυλή που πίστευε ότι οι άνδρες δεν πρέπει ποτέ να παίρνουν εντολές από μια γυναίκα. Χρειάστηκαν μήνες για να το αποδεχτεί» θυμάται.
«Στην αρχή, οι άνθρωποι στο δρόμο μας περνούσαν για παιδιά της Σάλμα!» είπε από την πλευρά του ο Mαζίντ Άχμεντ, ένας επιθετικός της ομάδας και θαυμαστής του Αργεντινού Λιονέλ Μέσι.
«Το μήνυμά μου γενικά στους άνδρες είναι να δώσουμε στις γυναίκες την ευκαιρία να κάνουν ό,τι θέλουν» λέει η Μαζίντι, καθώς προετοιμάζει το τσάι μετά την προπόνηση.
Είναι επίσης δύσκολο για την Σάλμα, που γεννήθηκε σε μια συντηρητική οικογένεια, να γίνει δεκτή από την ίδια την οικογένειά της, όπως λέει ο πατέρας της, Μοχάμεντ αλ-Μαζίντι. «Ξαφνικά μια μέρα, ο θείος της που την επέκρινε, αντίκρισε τα πλήθη να φωνάζουν το όνομά της ρυθμικά, «Σάλμα! Σάλμα!», κατά τη διάρκεια ενός αγώνα» τόνισε ο πατέρας της, μιλώντας στο σπίτι της οικογένειας, κατασκευασμένο από πηλό και τούβλο, στην Ομντουρμάν.
Αυτοί, οι ίδιοι άνθρωποι «τώρα προσεύχονται στον Αλλάχ για να την υποστηρίξουν» ανέφερε χαρακτηριστικά.