ΠΡΟΣΩΠΑ

Σαν σήμερα τα γενέθλια τριών σπουδαίων (pics&vid)

Τρεις σπουδαίοι άνδρες, ο καθένας στον τομέα του, γεννήθηκαν σαν σήμερα. Ο λόγος για τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, τον Μανώλη Χιώτη και τον Άιρτον Σένα. Πάμε να θυμηθούμε την πορεία αυτών των ανθρώπων που άφησαν το στίγμα τους και έφεραν την «επανάσταση» με την επαγγελματική τους πορεία.

Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ

Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ ήταν Γερμανός συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας, εκπαιδευτικός και εκτελεστής (οργανίστας, κλειδοκυμβαλίστας, βιολιστής και βιολονίστας) της περιόδου Μπαρόκ.

Υπήρξε αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος συνθέτης της περιόδου που έζησε, καθώς και ένας από τους σπουδαιότερους στην ιστορία της έντεχνης Δυτικής μουσικής. Τα περισσότερα από 1.000 έργα του που έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας, ενσωματώνουν όλα τα χαρακτηριστικά του στυλ Μπαρόκ, το οποίο και απογειώνουν στην τελειότητα. Παρόλο που δεν εισάγει κάποια νέα μουσική φόρμα, εμπλουτίζει το γερμανικό μουσικό στυλ της εποχής με μια δυνατή και εντυπωσιακή αντιστικτική τεχνική, ένα φαινομενικά αβίαστο έλεγχο της αρμονικής και μοτιβικής οργάνωσης, και την προσαρμογή ρυθμών και ύφους από άλλες χώρες, ιδιαίτερα από την Ιταλία και τη Γαλλία. Η μουσική του χαρακτηρίζεται από τεχνική αρτιότητα, αρτιστικό υπόβαθρο και, κυρίως, υψηλή πνευματικότητα.

Τα έργα του καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα τόσο της οργανικής (έργα για τσέμπαλο, εκκλησιαστικό όργανο, κοντσέρτα), όσο και της φωνητικής μουσικής (ορατόρια, λειτουργίες, πάθη, καντάτες, κ.α.). Ως χαρακτηριστικά έργα του Μπαχ μπορούν να αναφερθούν: η Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα, η Λειτουργία σε σι ελάσσονα, τα Κατά Ματθαίον Πάθη, τα Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα, το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο και η Τέχνη της Φούγκας.

Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν ήταν γιος του Γιόχαν Αμπρόζιους και της Μαρία Ελίζαμπετ Λέμμερχιρτ. Ήταν το νεότερο από τα συνολικά οκτώ παιδιά της οικογένειας, από τα οποία τα τρία (δύο αγόρια και ένα κορίτσι) πέθαναν σε νηπιακή ηλικία. Το πατρικό σπίτι του επί της οδού Λούτερστρασε (τότε γνωστή ως Φλάισγκασε), είχε αγοραστεί από τον πατέρα του το 1674, αφού έγινε δημότης του Άιζεναχ και δεν ταυτίζεται με το σημερινό μουσείο που φέρει την επωνυμία Οικία Μπαχ (Bachhaus) και βρίσκεται στην οδό Φράουενπλαν. Η ημερομηνία γέννησής του, η 21η Μαρτίου 1685, τεκμηριώνεται τόσο από την καταγραφή του Γιόχαν Γκότφριντ Βάλτερ στο Μουσικό Λεξικό, όσο και από τον ίδιο τον Σεμπάστιαν Μπαχ στη γενεαλογία της οικογένειάς του αλλά και από τον γιο του, στη νεκρολογία που συνέγραψε για τον πατέρα του. Η βάπτισή του έγινε στις 23 Μαρτίου με νονούς τον μουσικό της επαρχίας Γκότα της Θουριγγίας Σεμπάστιαν Νάγκελ, και τον δασονόμο Γιόχαν Γκέοργκ Κοχ, από τους οποίους πήρε και το όνομά του. Το όνομα Γιόχαν Σεμπάστιαν απέκτησαν αργότερα άλλα δύο μέλη της οικογένειας: ο γιος του αδελφού του, Γιόχαν Κρίστοφ, ο οποίος βαπτίστηκε από τον Μπαχ αλλά πέθανε σε ηλικία δύο ετών και ο εγγονός του, γιος του Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ, που διακρίθηκε στη ζωγραφική.

Σε όλη τη διάρκεια της ζωής παρέμεινε πιστός στη σχέση του με τη γενέτειρά του, το Άιζεναχ, τη μόνη πόλη άλλωστε της οποίας υπήρξε επισήμως δημότης. Ο ίδιος μάλιστα συστηνόταν ως «Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ του Άιζεναχ».

Πριν εγκατασταθεί στο Άιζεναχ το 1671 για να εργαστεί ως μουσικός διευθυντής της πόλης ,ο Γιόχαν Αμπρόζιους Μπαχ ήταν μουσικός της πόλης του Άρνσταντ και βιολιστής σε μουσική εταιρεία της γενέτειράς του, Έρφουρτ. Σημαντικό ρόλο για το διορισμό του στο Άιζεναχ φαίνεται πως έπαιξε και η παρουσία εκεί του εξαδέλφου του, Γιόχαν Κρίστοφ Μπαχ, ο οποίος εργαζόταν ως οργανίστας στην ιστορική Γκέοργκενκιρχε και στην Αυλή του Δούκα του Άιζεναχ.

Η οικογένεια Μπαχ είχε ήδη μεγάλη συμβολή στα μουσικά δρώμενα της Θουριγγίας, τόσο μεγάλη μάλιστα ώστε το όνομα Μπαχ είχε γίνει συνώνυμο του μουσικού και μέχρι το 1793 οι μουσικοί της πόλης (Stadtpfeifer) αποκαλούνταν «Μπαχ», παρά το γεγονός πως κανείς δεν έφερε πλέον στην πόλη το όνομα της οικογένειας. Όταν στα 1693 έμεινε κενή μία θέση στην Εκκλησιαστική Αυλή τού Άρνσταντ, ο κόμης της περιοχής ζήτησε εμφατικά να του στείλουν «έναν Μπαχ».

Ο Μπαχ είχε σίγουρα επίγνωση της μακράς μουσικής παράδοσης της οικογένειας και αισθανόταν μάλιστα υπερήφανος για αυτή, όπως διαφαίνεται από την πολύτιμη Γενεαλογία του (Ursprung der musikalisch-Bachischen Familie), η οποία γράφτηκε το 1735 και ήρθε αργότερα στην επιφάνεια από τον γιο του, Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ.

Για την παιδική ηλικία του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ μέχρι το 1693 γνωρίζουμε ελάχιστα με βεβαιότητα. Στο Άιζεναχ, όπως και σε πολλές ακόμα περιοχές, η σχολική εκπαίδευση ήταν υποχρεωτική για όλα τα παιδιά ηλικίας από πέντε έως δώδεκα ετών και οι γονείς είχαν το δικαίωμα να επιλέξουν ελεύθερα μεταξύ οκτώ γερμανικών σχολείων και της Λατινικής σχολής (Lateinschule). Σε ηλικία οκτώ ετών γράφτηκε στην πέμπτη τάξη της Λατινικής Σχολής, της οποίας το εγκύκλιο πρόγραμμα έδινε βάση στα θρησκευτικά και λατινικά, περιλαμβάνοντας ακόμα αριθμητική και ιστορία και σε ανώτερο επίπεδο ελληνικά, εβραϊκά, φιλοσοφία, λογική και ρητορική. Φοίτησε στην πέμπτη τάξη δύο χρονιές, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, καταλαμβάνοντας το πρώτο έτος την 47η και το δεύτερο έτος την 14η θέση σε σύνολο 90 μαθητών. Στην τέταρτη τάξη κατετάγη 23ος ανάμεσα σε 64 μαθητές, έχοντας 103 απουσίες που οφείλονταν μάλλον σε ασθένεια, αλλά και στο γεγονός του θανάτου των γονιών του.

Την πρώτη του μουσική εκπαίδευση πάνω στη μουσική θεωρία και στα βασικά γύρω από τα έγχορδα όργανα έλαβε λογικά από τον πατέρα του. Πιθανό είναι να συνέβαλε και ο εξάδεφλος του Γιόχαν Αμπρόζιους, Κρίστοφ Μπαχ, με τον οποίο θα πρέπει να ήρθε σε επαφή o νεαρός Σεμπάστιαν στην Γκέοργκενκιρχε του Άιζεναχ. Ακόμα και στη νεαρή αυτή ηλικία πιθανότατα ήταν ήδη σε θέση να εκτιμήσει τις ικανότητες του Κρίστοφ, τον οποίο θα χαρακτήριζε αργότερα στη γενεαλογία του ως «βαθυστόχαστο» συνθέτη. Αναμφίβολα, ο Μπαχ θα πρέπει να έμαθε αρκετά και από τον Αντρέας Κρίστιαν Ντέντεκιντ, τον επικεφαλής της σχολικής χορωδίας της Λατινικής σχολής στην οποία ο Μπαχ συμμετείχε ως μαθητής. Ο μικρός Σεμπάστιαν διέθετε μάλιστα εξαιρετική σοπράνο φωνή του και αργότερα διακρίθηκε και ως σολίστας.

Ο ερευνητής της ζωής και του έργου του, Κρίστοφ Βολφ αναφέρει χαρακτηριστικά πως «εξαιτίας των ισχυρών δεσμών και των τακτικών οικογενειακών συγκεντρώσεων, ο ίδιος και οι αδελφοί του ενσωματώθηκαν κατά ένα πολύ φυσιολογικό τρόπο στη μεγάλη οικογένεια των επαγγελματιών μουσικών, περίπου όπως τα παιδιά ενός τεχνίτη μαθαίνουν να εξοικειώνονται με τα εργαλεία. Οι περισσότερες μουσικές δραστηριότητες στο σπίτι, στις οποίες ο μικρός Σεμπάστιαν ήταν παρών, περιελάμβαναν διδασκαλία, μελέτη, πρόβες, προετοιμασία συναυλιών, τακτοποίηση και αντιγραφή για τις παρτιτούρες και, επίσης, κούρδισμα και επισκευή οργάνων».

(Χειρόγραφη παρτιτούρα του Μπαχ)

Την εμπειρία της απώλειας αγαπημένων προσώπων βίωσε από νωρίς, όταν σε ηλικία έξι ετών έχασε τον δεκαοκτάχρονο αδελφό του, Γιόχαν Μπαλτάζαρ, ενώ μόλις τρία χρόνια αργότερα, ήρθε αντιμέτωπος με το χαμό και των δύο γονιών του σε διάστημα εννέα μηνών. Η μητέρα του πέθανε από άγνωστη αιτία τον Μάιο του 1694 και τον Φεβρουάριο του 1695 ακολούθησε ο θάνατος του πατέρα του, μετά από σοβαρή ασθένεια.

Ταγμένος οικογενειάρχης και πράος άνθρωπος, ο Μπαχ παντρεύτηκε το 1706 την ξαδέρφη του Maria Barbara, με την οποία απέκτησε εφτά παιδιά, από τα οποία επιβίωσαν ωστόσο μόνο τα τέσσερα. Η πρώτη του σύζυγος πέθανε το 1720. Την επόμενη ωστόσο χρονιά θα ξαναπαντρευτεί, αυτή τη φορά με την αοιδό Anna Magdalena Wülcken, με την οποία θα αποκτήσει άλλα 13 παιδιά. Παρά το γεγονός ότι έμελλε να χάσει και πάλι τα μισά του τέκνα από τις αρρώστιες που θέριζαν την Ευρώπη (από τα δεκατρία επιβίωσαν μόνο τα εφτά), η περίοδος αυτή θεωρείται η πλέον ευτυχισμένη της ζωής του. Ο συνθέτης μοιράστηκε ξεκάθαρα με τα παιδιά του την αγάπη του για τη μουσική, καθώς δύο από τον πρώτο του γάμο και δύο από τον δεύτερο ακολούθησαν τα βήματά του ως συνθέτες και σολίστ.

Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του, ο Μπαχ συνέθεσε το μεγάλης κλίμακας έργο που είναι σήμερα γνωστό με τον τίτλο Τέχνη της Φούγκας (BWV 1080). Πρόκειται για μία σειρά από φούγκες και κανόνες για το κλειδοκύμβαλο πάνω σε ένα θέμα, όπου τα όρια από όλες τις μέχρι τότε γνωστές φόρμες και στυλ, καταργούνται στην ουσία, μέσω της αντιστικτικής διαχείρισης πάνω σε δύο, τρεις, ή και τέσσερις φωνές. Τα πρώτα σχεδιάσματα του έργου, που εκδόθηκε ένα χρόνο μετά το θάνατό του, χρονολογούνται στις αρχές της δεκαετίας του 1740. Το αποτέλεσμα είναι πολύ παραπάνω από τη σπουδή μίας φούγκας. Είναι η επιτομή της δυνατότητας επεξεργασίας ενός δοσμένου θέματος μέσω αντιστικτικών τεχνικών υψηλών απαιτήσεων.. Το έργο έμελλε να παραμείνει ανολοκλήρωτο, καθώς ο Μπαχ επεξεργαζόταν την τελευταία φούγκα μέχρι το θάνατό του.

Το τέλος

Η υγεία του Μπαχ ήταν σε γενικές γραμμές καλή μέχρι την άνοιξη του 1749, οπότε παρουσιάστηκε μία ραγδαία επιδείνωση στην όρασή του, που οδήγησε τελικά σε ολοκληρωτική τύφλωση. Εκείνη την εποχή, με τις συνθήκες φωτισμού που υπήρχαν, ήταν πολύ εύκολο για κάποιον που εργαζόταν σκληρά τις νύχτες να εμφανίσει προβλήματα στην όραση. Τα αίτια του συγκεκριμένου προβλήματος παραμένουν άγνωστα, λόγω έλλειψης ιατρικών στοιχείων. Πιο πιθανό θεωρείται να έπασχε από διαβήτη, που υπέσκαπτε σταδιακά την υγεία του εκδηλώνοντας κάποια στιγμή, απότομα, τα συμπτώματά του. Έτσι πιθανότατα εξηγείται η ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης των ματιών του. Το άμεσο επακόλουθο ήταν η δυσλειτουργία στη γραφή του και επομένως στην εργασία του γενικότερα.

Παρά ταύτα, ο Μπαχ παρουσίασε τον Αύγουστο του 1749 ένα από τα πλέον φιλόδοξα έργα του, την καντάτα με τίτλο Wir danken dir, Gott, wir danken dir (BWV 29), όπου μάλιστα είχε ο ίδιος το ρόλο του σολίστα στο εκκλησιαστικό όργανο.

Αργότερα, και παρά την κατάσταση της υγείας του, συμπλήρωσε την Λειτουργία σε Σι Ελάσσονα (BWV 232) και συνέχισε να επεξεργάζεται την Τέχνη της Φούγκας. Στα τέλη Μαρτίου του 1750 ο Μπαχ ζήτησε να χειρουργηθεί από τον διάσημο εκείνη την εποχή οφθαλμίατρο Τζον Τέιλορ , ο οποίος βρισκόταν τότε στη Λειψία για μία διάλεξη και επίδειξη των ικανοτήτων του στην οφθαλμολογία. Πιθανόν η διάγνωση του Τέιλορ ήταν πως ο Μπαχ έπασχε από γλαύκωμα ή καταρράκτη.

Η τοπική εφημερίδα Vossische Zeitung της 1ης Απριλίου 1750 ανέφερε πως μια πρώτη επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε ήταν επιτυχής, πιθανώς όμως πίσω από αυτή την εκδοχή να βρίσκεται ο ίδιος ο Τέιλορ, που κατανοώντας το ρόλο των δημοσίων σχέσεων χρησιμοποιούσε τον Τύπο για να εδραιώσει τη φήμη του. Λίγες ημέρες αργότερα χρειάστηκε να υποβληθεί σε νέα εγχείρηση και έκτοτε η υγεία του επιδεινώθηκε αισθητά, χάνοντας ολοκληρωτικά την όρασή του. Στη Νεκρολογία αναφέρεται πως μετά τη δεύτερη επέμβαση ήταν σχεδόν διαρκώς άρρωστος καθώς και ότι δέκα ημέρες πριν το θάνατό του ανέκτησε την όρασή του. Η ακρίβεια των ισχυρισμών αυτών ελέγχεται, ενώ η προσωρινή ανάκτηση της όρασής του ενδεχομένως ήταν απλά μία παραίσθηση. Ενώ οι ελπίδες για συνολική καλυτέρευση αναπτερώθηκαν, λίγες ώρες μετά υπέστη σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο με αυξημένο πυρετό. Στις 28 Ιουλίου 1750, ημέρα Τρίτη, παρουσία δύο από τους πλέον έμπειρους γιατρούς της Λειψίας, λίγο μετά τις 8:15 το βράδυ, πέθανε «γαλήνια και ειρηνικά».

(Ο τάφος του Μπαχ στον Αγ. Θωμά της Λειψίας)

Μανώλης Χιώτης

Ο Μανώλης Χιώτης (21 Μαρτίου 1920 - 21 Μαρτίου 1970) ήταν Έλληνας συνθέτης, από τους σημαντικότερους του λαϊκού τραγουδιού και σπουδαίος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού. Έφερε επανάσταση στην ελληνική μουσική και στο λαϊκό τραγούδι γενικότερα επινοώντας την τετράχορδη παραλλαγή του μπουζουκιού, αλλά και δημιουργώντας το πρώτο «κοσμικό κέντρο».

Γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1920 στη Θεσσαλονίκη (κατ' άλλες αναφορές στο Ναύπλιο). Ο πατέρας του λεγόταν Διαμαντής Χιώτης. Από μικρή ηλικία άρχισε να ασχολείται με τα λαϊκά όργανα και ξεκίνησε να μαθαίνει κοντά σε Θεσσαλονικιό μουσικοδιδάσκαλο αρχικά κιθάρα, μπουζούκι και στη συνέχεια ούτι. Έτσι από 15 ετών, όταν η οικογένειά του μετακόμισε στο Ναύπλιο, ο Μανώλης Χιώτης άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά ως μουσικός.

Το 1935 περίπου πήγε στην Αθήνα προκειμένου να σπουδάσει βιολί και γνωρίστηκε με τον Στράτο Παγιουμτζή ο οποίος και τον προσέλαβε να παίζει δίπλα του μπουζούκι στο κέντρο «Δάσος» του Βοτανικού. Το 1937, ακολουθώντας το ρεμπέτικο μοτίβο ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι «Το χρήμα δεν το λογαριάζω» που έγινε αμέσως επιτυχία. Μέχρι τον πόλεμο αλλά και μετά από αυτόν συνέχισε να γράφει τραγούδια πλην όμως βλέποντας ότι με το «κλασικό» μπουζούκι δεν μπορούσε να αποδώσει γρηγορότερες σε ρυθμό μουσικές εκτελέσεις, προχώρησε στη μεγάλη καινοτομία προσθέτοντας άλλη μία χορδή στο όργανο δημιουργώντας έτσι το «τετράχορδο μπουζούκι». Με το τετράχορδο πλέον μπουζούκι άνοιξε ο ορίζοντας για ασύλληπτες σε ταχύτητα εκτελέσεις σε σχέση με το κλασικό μπουζούκι.

Ταυτόχρονα στη δεκαετία του 1950 πρώτος εφαρμόζει τη χρήση του ενισχυτή σε λαϊκό όργανο. Έτσι καινοτομώντας αρχίζει η περίοδος του αρχοντορεμπέτικου όπου πλέον το μπουζούκι γίνεται αποδεκτό και από την λεγόμενη υψηλή κοινωνία για χατίρι της οποίας άρχισε επιλέγοντας να γράφει τραγούδια με λατινοαμερικάνικο χαρακτήρα κυρίως του μάμπο. Αυτή η δεύτερη καινοτομία του, τον καθιέρωσε πλέον ως ηγέτη ιδιαίτερης μουσικής σχολής και τραγουδιού από το κοινό της εποχής του. Εκείνη ακριβώς την περίοδο ο αθηναϊκός τύπος τον αποκαλούσε «οδηγό του μπουζουκιού στα σαλόνια».

Το πρώτο κέντρο διασκέδασης που ο ίδιος δημιούργησε ήταν, μετά τον πόλεμο, το «Πιγκάλ», που ήταν και το πρώτο «κοσμικό κέντρο» της Αθήνας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 συνέχισε να παρουσιάζει το πρόγραμμά του στο πασίγνωστο τότε κέντρο «Σπηλιά» ή «Σπηλιά του Παρασκευά» στον Πειραιά, που ήταν διαμορφωμένος ανάλογα ο χώρος προ του αρχαίου Σηραγγίου, στη πίστα του οποίου γυρίστηκαν και τα περισσότερα πλάνα των σχετικών κινηματογραφικών του συμμετοχών.

Στη δεκαετία του 1960 ο Μανώλης Χιώτης περιλαμβανόταν μόνιμα σε ειδικό πίνακα Ελλήνων καλλιτεχνών της εθιμοτυπικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών για τη προτεινόμενη διασκέδαση των υψηλών επισκεπτών της χώρας. Ο Μανώλης Χιώτης είχε τραγουδήσει μπροστά σε πολλούς Ηγεμόνες και άλλους αρχηγούς Χωρών ενώ είχε κληθεί επί τούτου ακόμη και στο Λευκό Οίκο στα γενέθλια του Προέδρου Λίντον Τζόνσον.

Ο Μανώλης Χιώτης φέρεται να έγραψε περισσότερα από 1500 τραγούδια. Ανεξάρτητα όμως αυτού πολύ τακτικά συμμετείχε και ως σολίστ σε ηχογραφήσεις και πολλών άλλων λαϊκών συνθετών. Χαρακτηριστικό υπήρξε το γεγονός ότι ο Μίκης Θεοδωράκης στηρίχθηκε ακριβώς στη δεξιοτεχνία του κατά την πρώτη του επίσημη δισκογραφική του παρουσία με τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, συνεργασία που συνεχίστηκε και στο «Λιποτάχτες», "»Αρχιπέλαγος» κ.ά.. Την ίδια εποχή συνεργάσθηκε ομοίως και με τον Μάνο Χατζιδάκι.

Οι μεγαλύτερές του επιτυχίες αποδόθηκαν από την τραγουδίστρια Μαίρη Λίντα, που υπήρξε η δεύτερη σύζυγός του για μια δεκαετία, με την οποία εμφανίσθηκε και στον κινηματογράφο. Σημειώνεται ότι ο Μανώλης Χιώτης είχε νυμφευθεί τρεις φορές. Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Ζωή Νάχη με την οποία και απέκτησαν δύο παιδιά. Το 1958 παντρεύτηκε τη σπουδαία παρτενέρ του Μαίρη Λίντα, ένας γάμος γεμάτος επιτυχίες, που όμως έληξε απρόσμενα το 1967 – 1968. Στη συνέχεια ο Μανώλης Χιώτης παντρεύτηκε την Μπέμπα Κυριακίδου με την οποία και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του.

Ο Μανώλης Χιώτης πέθανε αιφνίδια από καρδιακή ανεπάρκεια στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο της Αθήνας στις 21 Μαρτίου του 1970. Η αγγελία του θανάτου του συγκίνησε το πανελλήνιο. Όλοι οι κρατικοί τότε ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί (ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ) έκαναν ειδικές αφιερώσεις, ενώ ο ημερήσιος Τύπος του απέδωσε ιδιαίτερους εγκωμιαστικούς τίτλους.

Άιρτον Σένα

Ο Άιρτον Σένα ήταν Βραζιλιάνος οδηγός της Φόρμουλα 1, ο οποίος αναδείχθηκε τρεις φορές παγκόσμιος πρωταθλητής. Μέχρι σήμερα θεωρείται ο πιο ταλαντούχος οδηγός όλων των εποχών.

O Άιρτον Σένα Ντα Σίλβα, όπως ήταν το πλήρες όνομα του, γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1960 στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας. Συνήθως οι συμπατριώτες του επιλέγουν το ποδόσφαιρο αλλά αυτός επέλεξε το δεύτερο αγαπητό άθλημα, την Φόρμουλα 1. Από μικρός έδειξε την κλίση του στους μηχανοκίνητους αγώνες.

Ο πατέρας του τον στήριζε από τότε καθώς ήταν και ο ίδιος λάτρης των αγώνων ταχύτητας. Το πρώτο του αγωνιστικό καρτ το απέκτησε σε ηλικία 10 ετών και με αυτό συμμετείχε για πρώτη φορά σε τοπικούς αγώνες μετά από τρία χρόνια. Σε εκείνον τον αγώνα έλαβαν μέρος πολύ ταλαντούχοι και μεγαλύτεροι από αυτόν οδηγοί, όμως ο Σένα κέρδισε το πρωτάθλημα και μαζί και τις εντυπώσεις. Το 1977 σε ηλικία 17 ετών ήρθε πλέον η ώρα να πάρει μέρος στο πρωτάθλημα καρτ Νοτίου Αμερικής. Εκεί εντυπωσίασε, καθώς κέρδισε στους αγώνες.

Το 1978 και το 1980 πήρε μέρος και στο παγκόσμιο πρωτάθλημα καρτ, όμως σε αυτό κατετάγη δεύτερος. Παρότι δεν κέρδισε δύο συνεχόμενες φορές τον παγκόσμιο τίτλο, αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα και να αλλάξει κατηγορία. Έτσι, το 1981 έφυγε από την Βραζιλία για την Ευρώπη και συγκεκριμένα για την Αγγλία. Εκεί πήρε μέρος στο πρωτάθλημα Formula Ford 1600, το οποίο και κατέκτησε. Εκείνη την περίοδο πήρε το όνομα Da Silva, δηλαδή το μητρικό του, κάτι πολύ συνηθισμένο στην Βραζιλία.

Το 1982 κέρδισε και την Βρετανική και την ευρωπαϊκή Formula Ford 2000. Την επόμενη χρονιά έκανε ένα ακόμη βήμα παραπάνω: Μεταπήδησε στην Φόρμουλα 3 με την ομάδα της West Surrey Racing. Σε αυτούς τους αγώνες ως βασικότερο αντίπαλο είχε τον Άγγλο Μάρτιν Μπραντλ. Τελικά ο Σένα κέρδισε 9 αγώνες και τον τελευταίο στο Μακάο και έτσι κατέκτησε τον τίτλο. Αυτή του η επίδοση έκανε πολλές ομάδες της Φόρμουλα 1 να ενδιαφερθούν γι' αυτόν: Γουίλιαμς, Μακλάρεν, Μπράμπαμ και Τόλμαν τον διεκδίκησαν. Τελικά κατέληξε στην πιο αδύναμη από όλες δηλαδή στην Τόλμαν.

Το 1994, ο Προστ σταματά την καριέρα του ως οδηγός. Έτσι ότι δεν έγινε 2 χρόνια νωρίτερα, έγινε εκείνη την περίοδο και η Γουίλιαμς απέκτησε τον Σένα. Όλοι στην αρχή της περιόδου είχαν εκτιμήσει άνετη επικράτηση της Γουίλιαμς, όμως τα πράγματα δεν θα ήταν έτσι, καθώς αν και είχε τρεις pole positions στους τρεις πρώτους αγώνες, όχι μόνο δεν είχε νίκη, αλλά ούτε καν τερμάτισε. Το μονοθέσιο του Σένα είχε εμφανές πρόβλημα υποστροφής και υπερστροφής. Ο Σένα είχε δηλώσει πως τα μονοθέσια είναι πολύ ασταθή, αφότου είχε αφαιρεθεί η ηλεκτρονικά ελεγχόμενη ανάρτηση και πως είχαν γίνει πολύ δύσκολα στην οδήγηση. Έδειχνε απογοητευμένος και ξένος στη Γουίλιαμς - έφυγε από την Μακ Λάρεν με στόχο να ξαναπάρει το πρωτάθλημα και αντί αυτού βρέθηκε σε μία ομάδα με ένα αυτοκίνητο «σκέτο κούτσουρο», προσπαθώντας μαζί με τους μηχανικούς να διορθώσει τα σοβαρά προβλήματα.

Ο Σένα με την αποχώρηση του αιωνίου εχθρού από την πίστα και αντιπάλου Αλέν Πρόστ από την ενεργό δράση ήξερε πως έπρεπε να συνδυάσει το απαράμιλλο ταλέντο του με το καλύτερο διαθέσιμο μονοθέσιο εκείνης της εποχής και να δημιουργήσει έναν αχτύπητο συνδυασμό που θα εξαφάνιζε τον ανταγωνισμό. Έτσι δεν άργησε να δει την ευκαιρία που δημιουργήθηκε με την κενή θέση στην Williams Renault και γνωρίζοντας ήδη από το 1993 ότι ο Πρόστ θα έβαζε τέλος στην καριέρα του κυνήγησε μετά μανίας τη θέση του Γάλλου για την επόμενη σεζόν.

Το ατύχημα

Την 1η Μαΐου 1994, θα γινόταν το Γκραν Πρι του Σαν Μαρίνο στην πίστα της Ίμολα. Τις δύο προηγούμενες μέρες είχαν συμβεί δυο σοβαρά ατυχήματα: το πρώτο την Παρασκευή με τον νεαρό τότε Ρούμπενς Μπαρικέλο ο όποιος τραυματίστηκε σοβαρά. Την επόμενη ημέρα ο Ρόλαντ Ράτζενμπεργκερ δεν είχε την τύχη του Μπαρικέλο και βρήκε ακαριαίο θάνατο στην πίστα καθώς έπειτα από σφοδρή σύγκρουση με ταχύτητα 314,9 χλμ/ώρα, τραυματίστηκε σοβαρά στον αυχένα.

Η σύντροφός του Σένα, η Αντριάνα, εκμυστηρεύτηκε ότι μετά το θανατηφόρο ατύχημα του Ρόλαντ Ράτζενμπεργκερ είχε δει τον Άιρτον να κλαίει και να παρακαλάει να αναβληθεί ο αγώνας, έχοντας ένα παράξενο κακό προαίσθημα. Παρόλα αυτά, όμως, ο αγώνας έγινε κανονικά.

Στην πρώτη θέση της εκκίνησης, για τρίτη συνεχόμενη φορά εκείνη την χρονιά, ήταν ο Σένα. Στον έβδομο γύρο, στη στροφή Tamburello, για αδιευκρίνιστους μέχρι σήμερα λόγους, έχασε τον έλεγχο του μονοθέσιου του και έπεσε στον τοίχο. Δύο ώρες αργότερα, ο Σένα έφυγε από την ζωή. Μέχρι σήμερα ακούστηκαν πολλά σενάρια για το πώς έγινε το ατύχημα, όμως κανένα δεν έγινε δυνατό να αποδειχτεί. Μετά τον θάνατό του η ομάδα του, (Γουίλιαμς), δικάστηκε για το αδικαιολόγητο σπάσιμο του τιμονιού της FW16. Μετά από δικαστικές διαμάχες που διήρκεσαν μερικά χρόνια, τελικά αθωώθηκε.

Η είδηση του θανάτου διαδόθηκε με αστραπιαία ταχύτητα παγκοσμίως, πυροδοτώντας θρήνο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Σάο Πάολο. Χιλιάδες θαυμαστές του πήγαν στο πατρικό του σπίτι κλαίγοντας. Ο πρόεδρος της Βραζιλίας Ιταμάρ Φράνκο, ανακοινώνοντας το θάνατό του από την τηλεόραση, κήρυξε την χώρα σε τριήμερο εθνικό πένθος, ενώ έθεσε το προεδρικό αεροπλάνο στη διάθεση της οικογένειάς του για να μεταφέρουν τη σορό του στην Βραζιλία.

Αν τύχει ποτέ και έχω ένα ατύχημα που μπορεί να μου κοστίσει τη ζωή, καλύτερα να είναι μία κι έξω. Δεν θέλω να ζήσω σε αναπηρική πολυθρόνα. Ούτε θέλω να μπω στο νοσοκομείο υποφέροντας από σοβαρά τραύματα. Αν πρόκειται να ζήσω, θέλω να ζήσω κανονικά και έντονα, γιατί είμαι άνθρωπος της δράσης.

(*Με πληροφορίες από τη wikipedia)

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης