ΠΡΟΣΩΠΑ

Λίντια Μεναπάτσε: Η Ιταλία «έχασε» την εμβληματική παρτιζάνα

Λίντια Μεναπάτσε: Η Ιταλία «έχασε» την εμβληματική παρτιζάνα
Λίντια Μεναπάτσε (3 Απριλίου του 1924 - 7 Δεκεμβρίου 2020)

«Τι έμαθα από την Αντίσταση; Να συνυπάρχω με το φόβο και να τον υπερβαίνω. Τώρα πρέπει να απελευθερωθούμε από αυτό τον ιό. Και η απελευθέρωση αυτή δεν θα πρέπει να περιοριστεί στο να βγούμε από το σπίτι. Μετά την πανδημία του κορωνοϊού, ας ξεκινήσουμε ξανά από την πολιτική»…

Η Λίντια Μεναπάτσε στάθηκε ακούραστη· «παρούσα» με την ίδια δύναμη και πάθος έως και τα 96 της χρόνια, όταν η πανδημία της νόσου Covid-19 ανάγκασε την Ιταλία να πει ένα δύσκολο αντίο στην παρτιζάνα -σύμβολο του αντιφασιστικού αγώνα, πασιφίστρια, υπέρμαχο των δικαιωμάτων της γυναίκας, μορφή της πολιτικής και του πολιτισμού.

Τα λόγια της, σε συνέντευξη που είχε δώσει λίγους μήνες πριν στην εφημερίδα La Repubblica, έχουν πίσω τους μία ολόκληρη ζωή με οδηγό τις αξίες της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της ισότητας. Από τις ημέρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στον ιταλικό Βορρά, όταν έκρυβε κάτω από τα ρούχα της εκρηκτικά, έως και μόλις τρία χρόνια πριν όταν βρισκόταν στην πρώτη γραμμή αντιφασιστικής διαδήλωσης, λέγοντας «όσο έχω φωνή θα είμαι εδώ».

Η Λίντια Μεναπάτσε υπήρξε μέλος του «πυρήνα» ιδρυτών της ιστορικής κομμουνιστικής εφημερίδας της Ιταλίας Il Manifesto και υπηρέτησε στην ιταλική Γερουσία ως μέλος της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στα 82 της χρόνια.

Με το «πολεμικό όνομα» Μπρούνα, έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή της στις τάξεις των παρτιζάνων που μάχονταν τις γερμανικές και ιταλικές φασιστικές δυνάμεις. Κουβαλούσε εκρηκτικά κάτω από τα ρούχα της. Παρέδιδε χάρτες και αντιφασιστικά φυλλάδια περασμένα ανάμεσα στις σελίδες έργων του Κικέρωνα. Μετέφερε με το ποδήλατο φάρμακα σε τραυματίες παρτιζάνους που κρύβονταν στα βουνά.

Μεταπολεμικά η ίδια βγήκε μπροστά απέναντι σε όσους υποτίμησαν ή επιχείρησαν να υποβαθμίσουν το ρόλο των γυναικών στην ιταλική Αντίσταση, σημειώνουν οι New York Times στο άρθρο που αφιερώνουν στην ίδια τόσο στην ηλεκτρονική, όσο και στην έντυπη, εκδοσή τους. Στην παρέλαση νίκης μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι γυναίκες δεν ήταν «ευπρόσδεκτες» να συμμετάσχουν. Εκείνη δεν «υπάκουσε». Ήταν εκεί.

«Αν δεν υπήρχαν γυναίκες, δεν θα είχε υπάρξει Αντίσταση» έλεγε χρόνια μετά: «Οι αρχηγοί της Αντίστασης προτιμούσαν η δύναμη και εξουσία τους να μην μοιράζεται με γυναίκες. Τα πήραν όλα -έπαινο, δύναμη και ιστορική μνήμη» ανέφερε.

Η Λίντια Μεναπάτσε γεννήθηκε στις 3 Απριλίου του 1924 στη βόρεια ιταλική πόλη Νοβάρα. Ο πατέρας της, Τζάκομο Μπρίσκα, ήταν επιθεωρητής με αντιφασιστική πολιτική στάση, «ένας διαφωτιστής χωρίς ο ίδιος να το ξέρει» σύμφωνα με την ίδια. Η μητέρα της, Ιταλία Βαρτσέζι, προερχόταν από οικογένεια προσκείμενη στο ιδεολογικό υπόβαθρο του αναρχικού κινήματος.

Στο δημοτικό σχολείο, υπό τον Μπενίτο Μουσολίνι, οι δάσκαλοι την μάθαιναν να εξυμνεί το καθεστώς. Αλλά στο σπίτι, η μητέρα της έλεγε στην μικρή Λίντια να σκίσει τα έγγραφα που την ταξινομούσαν ως μέλος της «Αρίας φυλής» -γιατί «δεν είμαστε ζώα».

Είχε κατανοήσει από νωρίς τι κρυβόταν πίσω από τους φυλετικούς νόμους του καθεστώς που απαγόρευαν στους δύο Εβραίους φίλους της να πάνε στο σχολείο.

Ο ίδιος ο πατέρας της εστάλη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1943 για την άρνησή του να υποταχθεί στη Δημοκρατία του Σαλό (Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία), το νεοσύστατο τότε κράτος - «μαριονέτα» του Μουσολίνι σε τμήμα της βόρειας Ιταλίας. Επιβίωσε και δύο χρόνια αργότερα απελευθερώθηκε. Η κόρη του είχε ήδη ενταχθεί στην Αντίσταση στα 19 της χρόνια.

Ούσα φοιτήτρια Λογοτεχνίας στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, η Μεναπάτσε παρέδιδε μηνύματα σε μαχητές της Αντίστασης. Συνόδευε Εβραίους στα ελβετικά σύνορα και οργάνωνε αποδράσεις. Αποθήκευε βόμβες και αντίτυπα εφημερίδας της Αντίστασης στο υπόγειο του πατρικού της. Και περνούσε κρυφά μηνύματα σε πολιτικούς κρατούμενους στις φυλακές.

«Θέλαμε να ζήσουμε και να ζήσουμε ειρηνικά» έγραφε στα απομνημονεύματά της, που κυκλοφόρησαν το 2014 υπό τον τίτλο «Io, Partigiana: La Mia Resistenza» (Εγώ, Παρτιζάνα: Η δική μου Αντίσταση), έχοντας ενστερνιστεί μεταπολεμικά τον πασιφισμό.

Αποφοίτησε το 1945 και εργάστηκε στο Πανεπιστήμιο ως λέκτορας, ωστόσο απομακρύνθηκε αφότου εξέφρασε μαρξιστικές απόψεις.

Το 1964 έγινε η πρώτη γυναίκα που εξελέγη στο περιφερειακό συμβούλιο του Μπολτζάνο, όπου είχε μετακομίσει μετά το γάμο της με τον Νένε Μεναπάτσε, ιατρό στο επάγγελμα. Πέντε χρόνια αργότερα ήταν «παρούσα» στη γέννηση της εφημερίδας Il Manifesto, η οποία και απέκτησε μεγάλη επιρροή στο χώρο της πολιτικής και του πολιτισμού.

Η Λίντια Μεναπάτσε τάχθηκε υπέρ της νομιμοποίησης του διαζυγίου στην Ιταλία, αντιτιθέμενη σε αυτό που αποκαλούσε ως «γάμο – ισόβια κάθειρξη». Στάθηκε δυναμικά κατά της καταπίεσης των γυναικών σε κάθε πεδίο και επίπεδο.

Το 2006 εξελέγη στην ιταλική Γερουσία με το Κόμμα Κομμουνιστικής Επανίδρυσης και μέσω του αξιώματός της έδινε μάχη κατά της υποεκπροσώπησης των γυναικών στην πολιτική, η οποία και ήταν κυρίαρχη στη ζωή της μέχρι το τέλος.

Η Λίντια Μεναπάτσε είχε μιλήσει προ μηνών στην Repubblica με αφορμή την 75η επέτειο απελευθέρωσης της Ιταλίας από το φασισμό, την 25η Απριλίου 1945, και ενώ η Ιταλία βρισκόταν εν μέσω καραντίνας.

Ερωτηθείσα εάν η λήξη της πανδημίας θα συνιστά επίσης απελευθέρωση, η ίδια απάντησε:

«Πράγματι, μία απελευθέρωση. Δεν βλέπω την ώρα να βγω από το σπίτι και να κατέβω στον μικρό κήπο. Όμως, δεν θα ήθελα η απελευθέρωση από τον ιό να περιοριστεί μόνο στο να βγούμε από το σπίτι. Πρέπει να ξεφύγουμε από αυτό τον ιό και να επανεκκινήσουμε την πολιτική. Φαντάζομαι μία ομάδα ανθρώπων να σκέφτονται να αλλάξουν πράγματα μέσα από ένα μεγάλο κίνημα αλλαγής. Μία πολιτική ζωή στην οποία ο καθένας βλέπει πράγματα που δεν λειτουργούν και προσπαθεί να τα αναμορφώσει, στην οποία τα λανθασμένα πράγματα αποκαθίστανται. Όχι, όμως, προκαλώντας κατακερματισμό και πολλά μικρά κόμματα. Θα έλεγα: μετά την επιδημία, ας ξεκινήσουμε ξανά από την πολιτική»…

Σε μήνυμά του προς την Εθνική Ένωση Παρτιζάνων της Ιταλίας (Anpi), ο πρόεδρος της χώρας Σέρτζο Ματαρέλα τόνισε πως «χάνεται με την Λίντια Μπρίσκα Μεναπάτσε μία ιδιαίτερα έντονη μορφή πνευματικής και πολιτικής έκφρασης της αυθεντικής συζήτησης που έχει διαπεράσει τον 20ό αιώνα», σημειώνοντας πως οι «οι αξίες που καλλιέργησε και ακολούθησε στη ζωή της -αντιφασισμός, ελευθερία, δημοκρατία, ειρήνη, ισότητα- είναι ακριβώς εκείνες που υποστηρίζονται από το ιταλικό Σύνταγμα και αποτελούν μάθημα για τις νεότερες γενιές».

Η Λίντια Μεναπάτσε άφησε την τελευταία της πνοή της 7 Δεκεμβρίου στο νοσοκομείο του Μπολτζάνο στη βόρεια Ιταλία, όπου νοσηλευόταν επί ημέρες με τη νόσο Covid-19.