Κυριάκος Σουλιώτης: Το clawback μπορεί να εξαλειφθεί σε βάθος τριετίας
Μια βάση για να εξαλειφθεί σταδιακά το clawback, το μέτρο δηλαδή των υποχρεωτικών επιστροφών από τις εταιρείες για την υπέρβαση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, βλέπει ο αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Υγείας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Κυριάκος Σουλιώτης, στις εξαγγελίες του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, από το βήμα της 84ης ΔΕΘ.
Ο πρωθυπουργός, μιλώντας για την ανάπτυξη, αναφέρθηκε στη φαρμακοβιομηχανία ως έναν κλάδο υψηλής προστιθέμενης αξίας. Ως ελάχιστο κίνητρο, η κυβέρνηση αποφάσισε να δώσει τη δυνατότητα, σε όσες εταιρείες του κλάδου επενδύουν, να συμψηφίζουν μέρος των επενδύσεων με το clawback.
Η ανακοίνωση αυτή αντανακλά μια θετική αλλαγή οπτικής, εξηγεί στο CNN Greece ο κ. Σουλιώτης. «Τα προηγούμενα χρόνια, κατά την περίοδο δηλαδή της αναγκαίας δημοσιονομικής προσαρμογής, βλέπαμε το 8% του ΑΕΠ που ξοδεύουμε για την υγεία αποκλειστικά ως κόστος, ως δαπάνη. Αν αντιστρέψουμε την οπτική αυτή, η υγεία προσθέτει ένα 8% στο ΑΕΠ. Στο πλαίσιο λοιπόν και του μεγάλου στοιχήματος το οποίο καλείται να κερδίσει η χώρα, ήτοι αυτό της ανάπτυξης, εκτιμώ ότι οι συνθήκες είναι πρόσφορες για την υιοθέτηση πολιτικών, μέσω των οποίων θα αξιοποιείται η δυναμική του συγκεκριμένου κλάδου για την ενίσχυση της απασχόλησης και την περαιτέρω αύξηση του ΑΕΠ - να θυμίσω ότι μπήκαμε στα μνημόνια γιατί το χρέος μας κατέστη προβληματικά υψηλό σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας μας. Εξάλλου, έχει γίνει πλέον αντιληπτό ότι μονομερείς πολιτικές που αποσκοπούν αποκλειστικά και μόνο στη μείωση της δαπάνης υγείας δεν οδηγούν στην οριστική επίλυση του οικονομικού προβλήματος της χώρας».
Η ανάπτυξη
Οι επενδύσεις που θα μπορούν να συμψηφίζονται με το clawback αφορούν σε Έρευνα και Ανάπτυξη, εκσυγχρονισμό παραγωγικών εγκαταστάσεων και κλινικές μελέτες, ανακοίνωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη ΔΕΘ.
«Ο κλάδος του φαρμάκου έχει εξ ορισμού μια έντονα αναπτυξιακή διάσταση και χαρακτηρίζεται από τεράστια ερευνητική και παραγωγική δραστηριότητα με αντίστοιχα υψηλές επενδύσεις, ενώ αποτελεί και έναν αξιοσημείωτο εργοδότη, συνήθως για καλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Το να θέλει κανείς να αρχίσει σταδιακά να αφαιρεί από την ατζέντα της πολιτικής φαρμάκου μέτρα τα οποία λήφθηκαν σε ακραίες δημοσιονομικές συνθήκες -όπως το clawback- δίνοντας κίνητρα προκειμένου το αντίστοιχο οικονομικό αποτέλεσμα να προκύπτει από επενδύσεις εταιρειών του κλάδου, είναι εύλογο και σίγουρα συμφέρον για το κράτος σε οικονομικούς όρους. Σε πρόσφατη μάλιστα δημόσια τοποθέτησή μου στο πλαίσιο της οποίας παρουσίασα μια συγκεκριμένη πρόταση σχετικής ρύθμισης, περιέγραψα την πολιτική αυτή με τον όρο "save by spending" ή αλλιώς "δώσε και σώσε", δηλαδή δώσε σε ανθρώπινο δυναμικό, έρευνα και παραγωγή φαρμάκων και σώσε σε clawback» υπογραμμίζει ο κ. Σουλιώτης.
Τι σημαίνει, όμως, αυτό για το κράτος;
«Το κράτος θα προεισπράξει αυτό που τελικά θα θυσιάσει σε όρους clawback καθώς θα έχουν ήδη πραγματοποιηθεί οι επενδύσεις, στη βάση των οποίων θα υπολογίζεται και η "έκπτωση" επ’ αυτού», εξηγεί.
«Για παράδειγμα, έστω ότι υπάρχει μια πολιτική που τιμωρεί με πρόστιμα την κυκλοφορία παλαιών, κακοσυντηρημένων και τελικά επικίνδυνων και ρυπογόνων οχημάτων. Το κράτος έχει δύο επιλογές: η πρώτη περιορίζεται απλά στην είσπραξη των προστίμων ενώ η δεύτερη, προβλέπει κίνητρα για αντικατάσταση αυτών των οχημάτων, από νέα, πιο φιλικά προς το περιβάλλον και πιο ασφαλή οχήματα. Μεταφέροντας το παράδειγμα στον τομέα του φαρμάκου, μέχρι τώρα επιλέγουμε την πρώτη οδό: "επιτρέπουμε" την υπέρβαση της φαρμακευτικής δαπάνης, την οποία εισπράττουμε εν είδει προστίμου, αλλά δεν λύνουμε το μεσομακροπρόθεσμο πρόβλημα. Σε κάθε περίπτωση, το clawback δεν μπορεί να αποτελεί το βασικό εργαλείο ελέγχου της φαρμακευτικής δαπάνης. Το πρόβλημα είναι ότι επειδή, έστω και με στρεβλό και αντιαναπτυξιακό τρόπο, αποδίδει, οδήγησε σε αδράνεια την κεντρική διοίκηση, η οποία δεν έθεσε ως προτεραιότητα τον εξορθολογισμό της συνταγογράφησης και, συνακολούθως, της σχετικής δαπάνης. Όμως, την ίδια στιγμή, αυτό το μέτρο αποτελεί ένα βαρίδι, που εμποδίζει έναν κατεξοχήν αναπτυξιακό κλάδο να αναπτυχθεί περαιτέρω».
Τα κριτήρια
Ο Κυριάκος Σουλιώτης θέτει τρία βασικά κριτήρια προκειμένου να γίνει δυνατή η εξάλειψη του clawback σε βάθος τριετίας. «Στη διαδικασία του συμψηφισμού, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη:
α) Η συμβολή στην απασχόληση, η οποία θα υπολογίζεται ως ποσοστό της μισθολογικής δαπάνης επί του συνολικού κύκλου εργασιών μιας επιχείρησης. Με τον τρόπο αυτό αφενός δεν ευνοούνται μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις -όπως θα συνέβαινε σε περίπτωση κατά την οποία λαμβανόταν υπόψη ο απόλυτος αριθμός των εργαζομένων- και αφετέρου οι επιχειρήσεις δεν “υποχρεώνονται” να δημιουργήσουν κατ’ ανάγκη νέες θέσεις εργασίας -εφόσον δεν τις χρειάζονται- αλλά δύνανται να ωφεληθούν από το μέτρο βελτιώνοντας τις αποδοχές των ήδη εργαζομένων σε αυτές.
β) Οι επενδύσεις σε κλινική έρευνα, οι οποίες επίσης θα αποτιμώνται ως ποσοστό επί του συνολικού κύκλου εργασιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δυνατότητες της χώρας για υποστήριξη κλινικών μελετών έχουν αξιοποιηθεί ελάχιστα και με μια τέτοια ρύθμιση αναμένεται σημαντική ενίσχυση της σχετικής δραστηριότητας από ένα μεγάλο εύρος επιχειρήσεων του κλάδου, με πολλαπλά οφέλη τόσο σε όρους οικονομικούς όσο και σε όρους απασχόλησης.
γ) Η εγχώρια παραγωγή φαρμάκων, σε όρους αριθμού συσκευασιών. Στο σημείο αυτό θέλω να σημειώσω ότι, σύμφωνα με την πρόταση, η παράμετρος αυτή δεν αφορά μόνο εταιρείες οι οποίες διαθέτουν εγκαταστάσεις παραγωγής φαρμάκων στην Ελλάδα. Αντίθετα, πολυεθνικά εταιρικά σχήματα έχουν την ευκαιρία -και σε μια τέτοια εκδοχή και το κίνητρο- να συμβληθούν με εγχώριες εταιρείες παραγωγής φαρμάκων και να επωφεληθούν αμφότερες από μία έκπτωση επί του clawback, η οποία θα επιμεριστεί σε αυτές. Προφανώς, τα οφέλη από την υιοθέτηση αυτού του σκέλους της πρότασης επεκτείνονται και στη μείωση της ψαλίδας μεταξύ εισαγόμενων και εγχωρίως παραγόμενων φαρμάκων, η οποία είναι συντριπτικά υπέρ των πρώτων. Έχουμε σημαντικές δυνατότητες παραγωγής φαρμάκων στη χώρα, υπάρχουν καλά παραδείγματα ακόμη και πολυεθνικών εταιρειών που παράγουν φάρμακα στην Ελλάδα και τα εξάγουν αλλού και μπορούμε να υποστηρίξουμε περαιτέρω αυτή τη διαδικασία με μια πολιτική κινήτρων, όπως π.χ. με μια αντίστοιχη έκπτωση επί του clawback».
«Ουσιαστικά», σημειώνει ο κ. Σουλιώτης, «με τον τρόπο αυτό πετυχαίνεις πολλαπλά, θετικά αποτελέσματα: περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας, αύξηση των επενδύσεων για κλινική έρευνα -να σημειώσω ότι έχει υπολογιστεί ότι για κάθε 1 θέση εργασίας στην κλινική έρευνα δημιουργούνται άλλες 4 θέσεις για υποστηρικτικές λειτουργίες που την συνοδεύουν- και αύξηση της εγχώριας παραγωγικής δραστηριότητας στον φαρμακευτικό τομέα. Θα έλεγα ότι με μια τέτοια πολιτική προκαλείται μια θετική “αναστάτωση” στον χώρο, λόγω της αναζήτησης κινήτρων για τη σταδιακή αντικατάσταση του στρεβλού, όπως προανέφερα, μέτρου του clawback».
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω κριτήρια, δημιουργείται ένας αλγόριθμος ο οποίος υπολογίζει τον συντελεστή συμβολής στην οικονομία για κάθε εταιρεία. «Είναι πολύ απλός διαχειριστικά. Εκτιμώ ότι αρκεί μια υπηρεσία του υπουργείου Ανάπτυξης να αξιολογεί τις εταιρείες και να υπολογίζει τον σχετικό συντελεστή για κάθε επιχείρηση μία φορά τον χρόνο, με βάση τα στοιχεία του παρελθόντος έτους. Στη συνέχεια, η σχετική έκθεση του υπουργείου Ανάπτυξης θα παραδίδεται στο υπουργείο Υγείας, το οποίο θα υπολογίζει την έκπτωση επί του clawback για κάθε εταιρεία, με βάση τη συμβολή της στην οικονομία» αναφέρει ο καθηγητής.
Οι αντιδράσεις
Η παραπάνω πρόταση του Κυριάκου Σουλιώτη έχει κατατεθεί τόσο στον επιστημονικό όσο και στον δημόσιο διάλογο. Περιλαμβάνεται στο τελευταίο βιβλίο του με τίτλο: "Τεκμηριωμένη πολιτική υγείας – Μια πρόταση για την Ελλάδα", το οποίο διαρθρώνεται σε πέντε βασικούς άξονες: «ο πρώτος αφορά στη χάραξη των προτεραιοτήτων της πολιτικής υγείας στη βάση των αναγκών των πολιτών -και όχι στην ικανοποίηση συγκεκριμένων επαγγελματικών συμφερόντων, ο δεύτερος σχετίζεται με την πρόταση για ένα νέο υπόδειγμα χρηματοδότησης, ο τρίτος προτείνει μια άλλη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ο τέταρτος αφορά στο φάρμακο και την τεχνολογία υγείας και, τέλος, ο πέμπτος άξονας υπεισέρχεται στη συζήτηση για τον τρόπο λήψης αποφάσεων, όπου προτείνεται η διεύρυνση της συμμετοχής των πολιτών στη χάραξη της πολιτικής υγείας. Τεκμηριωμένη πολιτική υγείας σημαίνει ότι αυτή πλέον πρέπει να βασίζεται σε δεδομένα από τις επιστημονικές έρευνες και τις επίσημες πηγές που η χώρα επιτέλους έχει αρχίσει να σέβεται» προσθέτει ο κ. Σουλιώτης. Το βιβλίο παρουσιάστηκε λίγο πριν από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου και εξ αρχής συγκέντρωσε μεγάλο ενδιαφέρον.
«Είδα θετική ανταπόκριση στην πρόταση και στο τραπέζι του Economist (σ.σ 23rd Roundtable with the Government of Greece) στο οποίο συμμετείχε και ο υπουργός Υγείας. Είναι ενδεικτικό ότι σε αυτό, ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας δήλωσε ότι οι ελληνικές φαρμακευτικές εταιρείες είναι έτοιμες να επενδύσουν περίπου 500 εκατ. ευρώ εφόσον διαμορφωθεί ένα σταθερό περιβάλλον στον χώρο και δοθούν κίνητρα για τη μείωση του clawback» επισημαίνει.
Σε σχέση με την κυβερνητική εξαγγελία για τον συμψηφισμό μέρους των επενδύσεων με το clawback, η διαφορά της πρότασης βρίσκεται στη μισθολογική δαπάνη, την οποία δεν ανέφερε ο πρωθυπουργός. «Σε επίπεδο εξαγγελίας δεν μπορούμε να περιμένουμε λεπτομέρειες. Η εξαγγελία αντανακλά την κατεύθυνση της νέας πολιτικής. Όταν εξειδικευτεί το μέτρο, φαντάζομαι ότι θα σχηματοποιηθεί λεπτομερέστερα. Και εκτιμώ ότι με κάποιον τρόπο θα συμπεριλάβει και τον παράγοντα του ανθρώπινου δυναμικού, γιατί έχω ακούσει τον πρωθυπουργό να μιλά συχνά για την ανάγκη δημιουργίας νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Θεωρώ ότι θα είναι μέρος του αλγορίθμου στον οποίο θα καταλήξουν» τονίζει.
Αναφορικά με το αν υπάρχει δίαυλος επικοινωνίας με το κυβερνητικό επιτελείο, ο Κυριάκος Σουλιώτης απαντά: «Κατά την άποψή μου η υποχρέωση της επιστημονικής κοινότητας εξαντλείται στο να καταθέτει στον επιστημονικό πρώτα διάλογο και ενίοτε και στον δημόσιο, τεκμηριωμένες προτάσεις πολιτικής στη βάση των τεκμηρίων που παράγει ερευνητικά. Εφόσον αυτές είναι συμβατές με τον ευρύτερο σχεδιασμό, συνήθως υπάρχει μια περαιτέρω συζήτηση, στην οποία επίσης μπορεί να συμβάλει η επιστημονική κοινότητα, όμως, εν προκειμένω, είναι νωρίς ακόμα. Εγώ είμαι αισιόδοξος ότι η πρόταση αυτή ή κάποια άλλη αντίστοιχη -ίσως με κάποιες προσαρμογές στις παρούσες οικονομικές δυνατότητες της χώρας- τελικά θα υλοποιηθεί, πρωτίστως γιατί η διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης είναι επιζήμια για τη χώρα».