11 Σεπτεμβρίου 1973: Η μέρα που η Χιλή έχασε τον Αλιέντε
«Με τον Αλιέντε να κερδίζει τις εκλογές και ήδη τον Κάστρο στην Κούβα, θα έχουμε ένα Κόκκινο σάντουιτς στη Λατινική Αμερική που μοιραία θα γίνει όλη Κόκκινη», φοβόταν ο Ρίτσαρντ Νίξον και ο φόβος του δεν άργησε να επιβεβαιωθεί. Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1970 περπατούσε θριαμβευτής, αν και με πύρρειο νίκη, στους δρόμους του Σαντιάγο ο πρώτος Σοσιαλιστής πρόεδρος της Χιλής. Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε δεν έμελλε να μακροημερεύσει στη Λα Μονέδα. Ούτε, άλλωστε, στη ζωή… Στις 11 Σεπτέμβρη του 1973 έπεφτε νεκρός, αυτοπυροβολούμενος μέσα στο προεδρικό μέγαρο.
Τον στήριξε η εργατική τάξη, τα φτωχά στρώματα της χιλιανής υπαίθρου, η νεολαία. Η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας (Unidad Popular), του συνασπισμού σοσιαλιστών, κομμουνιστών, ριζοσπαστών τού οποίου ηγείτο, ήταν εύθραυστη. Και ο μαρξιστής επικεφαλής τους βάλθηκε από νωρίς να τα βάλει με τα μεγάλα συμφέροντα, ντόπια και ξενόφερτα.
Ορκίστηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1970 και προχώρησε άμεσα σε ένα σαρωτικό πρόγραμμα κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων με – μεταξύ άλλων – κρατικοποίηση δεκάδων εταιρειών στον εξορυκτικό και βιομηχανικό τομέα, αναδιανομή γης και εισοδημάτων (με απαλλοτριώσεις τσιφλικιών, αυξήσεις μισθών και πάγωμα τιμών), ενίσχυση των συστημάτων Παιδείας και της Υγείας, άνοιγμα στην εξωτερική πολιτική με τη σύναψη σχέσεων με Κίνα, Κούβα, ΕΣΣΔ.
4 Σεπτέμβρη του 1970 ο νικητής των εκλογών περπατά στους δρόμους του Σαντιάγο μαζί με την κόρη του, Ιζαμπέλ – Keystone/Hulton Archive/Getty Images
Εν τω μεταξύ, όμως, ο φόβος «κουβανοποίησης» της χώρας είχε θεριέψει και οι ΗΠΑ δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια. «Δεν πρέπει να αφήσουμε τη Λατινική Αμερική να θεωρεί ότι μπορεί να ακολουθήσει το συγκεκριμένο δρόμο χωρίς να υποστεί τις συνέπειες», διαμήνυε ο Ρίτσαρντ Νίξον, τον Νοέμβρη του 1970, δίνοντας το στίγμα των αμερικανικών προθέσεων. Μετά από μία αποτυχημένη απόπειρα δωροδοκίας του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων, Ρενέ Σνάιντερ (ο οποίος, για την ιστορία, λίγες μέρες μετά βρέθηκε δολοφονημένος) για ανατροπή του Αλιέντε, δρομολόγησαν τον οικονομικό στραγγαλισμό της χώρας.
Με την Αμερική υποκινήτρια και τον Χένρι Κίσινγκερ ενορχηστρωτή της – προαναγγελθείσας – ανατροπής, διατέθηκε ένα τεράστιο μυστικό κονδύλι στην τεράστια επιχείρηση δωροδοκίας (ντόπιων πολιτικών, δημοσιογράφων, στρατιωτικών, συνδικαλιστών), οικονομικών δολιοφθορών και χειραγώγησης του λαού. Μάταια.
Η δημοτικότητα του Αλιέντε βρισκόταν διαρκώς σε άνοδο και η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας ενισχυόταν. Υπό την πίεση της κατάστασης, ωστόσο, η χώρα οδηγήθηκε εκ νέου σε εκλογές, τον Μάρτιο του 1973, με την 'Unidad Popular' να λαμβάνει το 44% των ψήφων.
Μία φωτογραφία άγνωστης ημερομηνίας όπου εμφανίζονται μαζί ο πρόεδρος Αλιέντε και ο επί 18 ημέρες επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων της δημοκρατικά εκλεγμένης σοσιαλιστικής κυβέρνησης, Αουγκούστο Πινοσέτ. Ο Πινοσέτ ανέτρεψε τον Αλιέντε στο αιματηρό πραξικόπημα της 11 Σεπτεμβρίου του 1973 και κυβέρνησε με σιδηρά πυγμή, καταλύοντας το Σύνταγμα, έως το 1990 - EPA PHOTO/AFP PHOTO/HO
Σχεδόν τρεις μήνες μετά ακολούθησε νέο πραξικόπημα που κατεστάλη από το στρατό υπό τον στρατηγό Πρατς. Κι ήταν εκείνος που, διαβλέποντας τις εξελίξεις, προέτρεψε τον Αλιέντε να δώσει όπλα στο λαό. «Όχι, αυτή η επανάσταση θα γίνει δίχως στάλα αίμα. Βασίζεται σε ειρηνικές αξίες, όχι στη βία», απάντησε ο ίδιος, για να διαψευστεί σύντομα και με τον πιο τραγικό τρόπο.
Το πραξικόπημα
Με τον Πρατς να έχει υποβάλλει την παραίτησή του ήδη από τις 24 Αυγούστου και τον στρατηγό Αουγκούστο Πινοσέτ να τον διαδέχεται, ο Αλιέντε ανακοίνωσε την διεξαγωγή δημοψηφίσματος, εν μέσω νέων απεργιών που είχαν παραλύσει τη χώρα και διογκούμενων επικρίσεων από το Κογκρέσο για κατάχρηση εξουσίας. Το διάγγελμα που απηύθυνε στον χιλιανό λαό στις 11 Σεπτεμβρίου έμελλε να είναι και το αποχαιρετιστήριο.
«Οι άνθρωποι δεν πρέπει να καταστρέφονται ή να κάμπτονται από σφαίρες. Ούτε να ταπεινώνονται», έλεγε απευθυνόμενος στο λαό, ενώ δυνάμεις του στρατού και της αστυνομίας και παραστρατιωτικοί υπό τον Πινοσέτ, τον άνθρωπο που μετρούσε 18 μέρες στην ηγεσία του στρατού, είχαν ήδη καταλάβει το Βαλπαραΐσο, το κυριότερο λιμάνι της χώρας, βομβαρδίζοντας ραδιοφωνικούς σταθμούς.
«Εργάτες της χώρας μου, έχω πίστη στη Χιλή και το πεπρωμένο της. Άλλοι άνθρωποι θα ξεπεράσουν το ζόφο και την πικρή αυτή συγκυρία όπου τείνει να επικρατήσει η προδοσία. Προχωρήστε μπροστά γνωρίζοντας πως, αργά ή γρήγορα, θα ανοίξουν ξανά οι μεγάλες λεωφόροι όπου θα πορευτούν ελεύθεροι άνθρωποι για να οικοδομήσουν μία καλύτερη κοινωνία. Ζήτω η Χιλή! Ζήτω ο λαός! Ζήτω οι εργάτες! Αυτά είναι τα τελευταία μου λόγια. Και είμαι σίγουρος πως η θυσία μου δεν είναι μάταιη. Είμαι σίγουρος πως τουλάχιστον θα γίνει ένα ηθικό δίδαγμα που θα τιμωρεί το έγκλημα, τη δειλία και την προδοσία», κατέληγε, στο ιδιότυπο αυτό «αντίο», επιμένοντας πως η δέσμευσή του στο λαό δεν του επέτρεπε την εύκολη λύση μίας ασφαλούς διαφυγής, καθώς κάτι τέτοιο θα χρησιμοποιείτο για λόγους προπαγάνδας από τους «προδότες». Θα πάλευε μέχρι τέλους.
Ένοπλοι άνδρες της προεδρικής φρουράς ελέγχουν το πεδίο καθώς ο Χιλιανός πρόεδρος βγαίνει από το προεδρικό μέγαρο, την ημέρα εκδήλωσης του πραξικοπήματος, στο οποίο ανετράπη και αυτοκτόνησε - Luis Orlando Lagos Vázquez/Keystone/Getty Images
Λίγη ώρα μετά, ενώ το προεδρικό μέγαρο βομβαρδιζόταν από μαχητικά και παραδιδόταν στις φλόγες, ο Αλιέντε έδινε εντολή παράδοσης στους συντρόφους του. Εκείνος έμεινε πίσω. Το τι ακολούθησε επί δεκαετίες παρέμενε στη σφαίρα σεναρίων και ισχυρισμών. Καθώς δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας για να πει με βεβαιότητα πώς έφυγε από τη ζωή ο οραματιστής Χιλιανός ηγέτης – Ή μήπως υπήρξε…
Εκδοχές θανάτου
Το ένα σενάριο – που διακινούσε ο στρατός της Χιλής – έκανε λόγο για αυτοκτονία. Το δεύτερο – που υποστήριζαν πολλοί, μεταξύ αυτών ο Κουβανός ηγέτης, Φιντέλ Κάστρο και ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες – μιλούσε για ηρωικό θάνατο κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του προεδρικού. Σύμφωνα με μία τρίτη, μεταγενέστερη εκδοχή, ο αντιστεκόμενος Αλιέντε προσπάθησε να αφαιρέσει τη ζωή του, ωστόσο αυτοτραυματίστηκε βαριά, με αποτέλεσμα ένας άνδρας της φρουράς του να τον λυτρώσει με μία σφαίρα από την αγωνία του θανάτου.
Τον Ιούλιο του 2011, σχεδόν 40 χρόνια από τα γεγονότα που προκάλεσαν το φυσικό του τέλος, η επιστήμη έδωσε απάντηση, οριστική και αμετάκλητη. Σύμφωνα με το πόρισμα της βαλλιστικής εξέτασης, ο Σαλβαδόρ Αλιέντε είχε οδηγηθεί στο απονενοημένο.
Άνδρες του χιλιανού στρατού, ακροβολισμένοι σε ταράτσες παρακείμενων κτηρίων, βάλλουν κατά της La Moneda, του προεδρικού μεγάρου στο Σαντιάγο της Χιλής - AFP PHOTO/FILES
Όπως αναφέρει ο Ντέιβιντ Πρέιερ, Βρετανός ειδικός βλητικής επιστήμης, δύο σφαίρες ρίφθηκαν από πυροβόλο όπλο που ο Αλιέντε συγκρατούσε ανάμεσα στα πόδια του και κάτω από το πηγούνι του. Διαπέρασαν το κρανίο του και τον σκότωσαν ακαριαία.
Το πόρισμα της ιατροδικαστικής ομάδας που είχε αναλάβει την αυτοψία, ήταν ομόφωνο: «Δεν υπάρχει απολύτως καμία αμφιβολία πως ο Αλιέντε αυτοκτόνησε».
Οι ειδικοί δε, επιβεβαίωσαν και μία φήμη δεκαετιών, πως όντως ο Αλιέντε αυτοκτόνησε με το καλάσνικοφ που του είχε δώσει ο Κάστρο, κατά την επίσκεψή του στη Χιλή, δύο χρόνια πριν.
«Ο πρόεδρος Αλιέντε, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973, αντιμέτωπος με τις ακραίες συνθήκες που βίωνε, πήρε την απόφαση να δώσει τέλος στη ζωή του αντί να ταπεινωθεί», δήλωνε τότε η γερουσιαστής κόρη του, Ιζαμπέλ, που για χρόνια δεν επέτρεπε την εκταφή της σορού του πατέρα της: «είναι ανακούφιση να επιβεβαιώνει η επιστήμη ό,τι πάντα πίστευε η οικογένεια».
Τα αποτελέσματα της όψιμης αυτής νεκροψίας επιβεβαίωναν κι άλλον έναν άνθρωπο: Τον δρα Πατρίτσιο Γκιχόν, άνθρωπο της ιατρικής ομάδας του Αλιέντε, που υποστήριζε πως υπήρξε ο μοναδικός μάρτυρας του θανάτου του προέδρου.
Το πρώτο φως της επόμενης μέρας, της 12ης Σεπτεμβρίου, αποκάλυπτε πως δεν επρόκειτο για αναίμακτη επανάσταση, όπως επεδίωκε ο πρόεδρος Αλιέντε. Ένα από τα θύματα του πραξικοπήματος κείτεται σε ένα πεζοδρόμιο του Σαντιάγο ενώ μία οικογένεια το προσπερνάει. Ήταν η αρχή ενός ανηλεούς πογκρόμ σχεδόν δύο δεκαετιών, αντιφρονούντων, ανθρώπων της τέχνης και της διανόησης, δημόσιων προσώπων, κάποιων εκ των οποίων ακόμη και σήμερα τα ίχνη αγνοούνται – AFP PHOTO/HORACIO VILLALOBOS
Σε μία συνέντευξη πριν τη βαλλιστική εξέταση του 2011, ο Γκιχόν περιέγραψε τις τελευταίες αυτές στιγμές του προέδρου. Όπως είπε, ενώ το προεδρικό μέγαρο είχε τυλιχθεί στις φλόγες, ο Αλιέντε είπε σε 30 - 40 ανθρώπους που είχαν απομείνει μαζί του πως έπρεπε να παραδοθούν όλοι μαζί κι εκείνος θα τους ακολουθούσε τελευταίος.
Αντ’αυτού, όμως, ο πρόεδρος ξεγλίστρησε μόνος στη Αίθουσα Ανεξαρτησίας του μεγάρου. Ο Γκιχόν διαπίστωσε κάποια στιγμή πως ο πρόεδρος είχε ξεχάσει την αντιασφυξιογόνο μάσκα του και τον ακολούθησε για να του τη δώσει. Ήταν τότε που είδε, από μία πόρτα ανοιχτή, το σώμα του να τραντάζεται προς τα πάνω, από τη βία της εκπυρσοκρότησης.
Ο Αλιέντε ήταν νεκρός.
Ένας από τους πρώτους νεκρούς της χούντας του Πινοσέτ, μίας από τις πιο αιμοσταγείς δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής με δεκάδες χιλιάδες κυνηγημένους, κρατούμενους, βασανισθέντες, αγνοούμενους, εκτελεσμένους. Ένας από τους πρώτους νεκρούς μιας από τις πιο τραυματικές περιόδους για τη χώρα που ακόμα και σήμερα μετρά πληγές, αναζητά ίχνη και πασχίζει να συνέλθει.