Μπόμπι Μουρ: Ο «λεοντόκαρδος» της Αγγλίας
Στο τέλος της δεκαετίας του 1950, ένας πιτσιρικάς από το ανατολικό Λονδίνο βρέθηκε ξαφνικά στην ενδεκάδα της Γουέστ Χαμ για το ντέρμπι με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ενα από τα αστέρια των «Σφυριών», ο Μάλκολμ Αλισον, χτυπήθηκε από φυματίωση κι έτσι ο προπονητής της ομάδας δεν είχε άλλη επιλογή, παρά να εμπιστευθεί τον 17χρονο Ρόμπερτ Φρέντρικ Τσέλσι -απλώς «Μπόμπι»- Μουρ.
Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι τη στιγμή εκείνη ξεκινούσε η χρυσή εποχή της Γουέστ Χαμ και ότι ο γεννημένος στο Μπάρκινγκ στις 12 Απριλίου 1941, θα οδηγούσε την εθνική ομάδα της Αγγλίας στο πρώτο (και μοναδικό) παγκόσμιο κύπελλο της ιστορίας της.
Τον φώναζαν «λεοντόκαρδο» επειδή ήταν ο αρχηγός της ομάδας των «Λιονταριών» που το 1966 στο Γουέμπλεϊ σήκωσε υπερήφανα το τρόπαιο «Ζιλ Ριμέ». Ήταν πράγματι γεννημένος αρχηγός, κάτι που αναγνώρισαν αμέσως όλοι οι προπονητές του, συμπεριλαμβανομένου του θρυλικού Σερ Αλφ Ράμσεϊ. Γι΄αυτό άλλωστε από τις 108 διεθνείς συμμετοχές του, είχε φορέσει το περιβραχιόνιο τις 90, με κορυφαία στιγμή εκείνο το Σάββατο, 30 Ιουνίου του 1966, και τη νίκη 4-2 επί της Γερμανίας στον τελικό του μουντιάλ. «Ο αρχηγός μου, ο ηγέτης μου, το δεξί μου χέρι» είχε πει ο Αλφ Ράμσεϊ, παρουσιάζοντας τον Μουρ στη βασίλισσα, δευτερόλεπτα πριν πάρει στα χέρια του το παγκόσμιο κύπελλο.
Ο μύθος που είχε χτιστεί γύρω από τον «Λεοντόκαρδο» άρχισε να φθίνει τέσσερα χρόνια αργότερα. Στο μουντιάλ του Μεξικού, πολλοί υποστήριζαν ότι η Αγγλία ήταν ακόμη πιο ισχυρή από την ομάδα του 1966. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας η κάτοχος του τροπαίου αντιμετώπισε την Κολομβία στη Μπογκοτά και ο Μουρ κατηγορήθηκε ότι έκλεψε ένα πανάκριβο μπρασελέ από ένα χρυσοχοείο. Η φήμη του «τζέντλμαν» σπιλώθηκε, έστω κι αν στη δίκη εκπροσωπήθηκε από τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης της Κολομβίας, έστω κι αν τελικά αθωώθηκε.
Επιστρέφοντας στην Αγγλία, ο Μουρ ήταν συντετριμμένος. Ζητούσε επίμονα μεταγραφή από τη Γουέστ Χαμ τόσο για οικονομικούς, όσο και για... ποδοσφαιρικούς λόγους. Η αμοιβή του δεν ξεπερνούσε τις 200 λίρες την εβδομάδα, ποσό που κλήθηκε να πληρώσει το 1971 ως πρόστιμο επειδή «τα έπινε» με τον Τζίμι Γκριβς σε νάιτ-κλαμπ του Μπλάκπουλ, πριν από έναν αγώνα κυπέλλου. Ο μεγάλος του καημός, όμως, ήταν άλλος. Παρότι οδήγησε τη Γουέστ Χαμ στην κατάκτηση του FA Cup το 1964 κι ένα χρόνο αργότερα στο Κύπελλο Κυπελλούχων (2-0 επί της Μόναχο 1860 στον τελικό), ο Μπόμπι Μουρ δεν είχε στεφθεί ποτέ πρωταθλητής Αγγλίας.
Το αίτημά του για μεταγραφή «σκόνταφτε» πάντα στον προπονητή του, Ρον Γκρίνγουντ, με τον οποίο δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις. Ήταν αυτός που το 1964 είχε απαγορεύσει στους υπόλοιπους παίκτες της ομάδας να παραβρεθούν στη βράβευση του Μουρ ως κορυφαίου της χρονιάς. Ποτέ ο Γκρίνγουντ ή κάποιο μέλος της διοίκησης της Γουέστ Χαμ δεν έδωσε το «παρών» σε κάποια από τις πολλές βραβεύσεις του Μουρ στην καριέρα του. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι σχέσεις παίκτη-προπονητή είχαν φτάσει στο χειρότερο σημείο, η κατάσταση δεν πήγαινε άλλο, και το 1973 ο Μουρ μετακόμισε στη γειτονική Φούλαμ, όπου ολοκλήρωσε την καριέρα του το 1976 με 999 συμμετοχές στο πρωτάθλημα Αγγλίας.
Κι αν κανείς στην Αγγλία δεν προνόησε (ή δεν θέλησε) να διοργανώσει έναν αγώνα προς τιμήν του, το έκαναν οι Αμερικανοί! Το 1976 στη Φιλαδέλφεια ο Μουρ φόρεσε τη φανέλα της Team America σ΄ένα ματς που διοργάνωσε ο Πελέ και χάρη στη δική του επιρροή πείστηκε να ταξιδεύσει στις ΗΠΑ η εθνική Αγγλίας, ως αντίπαλος στο «αντίο» του «Λεοντόκαρδου».
Εκτός από τους συμπατριώτες του, ο Μπόμπι Μουρ «προδόθηκε» και από την υγεία του. Το 1986 αντιμετώπισε προβλήματα με την καρδιά του και το 1991 χτυπήθηκε από την επάρατη νόσο. Ο ποδοσφαιριστής που ο Φραντς Μπεκενμπάουερ χαρακτήρισε «ίνδαλμά του», «έφυγε» στις 24 Φεβρουαρίου του 1993, σε ηλικία μόλις 51 ετών.
ΞΕΡΑΤΕ ΟΤΙ...
Πριν από μερικά χρόνια, ο Πελέ αποκάλυψε πως κρατά ακόμη σε περίοπτη θέση τη φανέλα της εθνικής Αγγλίας με το νούμερο «6», που είχε ανταλλάξει με τον Μπόμπι Μουρ στον αγώνα Βραζιλία-Αγγλία (1-0) για το παγκόσμιο κύπελλο του Μεξικού.