Το υπ. Πολιτισμού για την «χαμένη πόλη» στη Θεσσαλία: Γνωστή από τον 19ο αιώνα
Ανακοίνωση αναφορικά με την «χαμένη πόλη» στο χωριό Βλόχος στη Θεσσαλία εξέδωσε το υπουργείο Πολιτισμού, επιβεβαιώνοντας τις διευκρινίσεις των αρχαιολόγων ότι ο αρχαιολογικός χώρος είναι γνωστός από τον 19ο αιώνα.
«Ο αρχαιολογικός χώρος Βλοχού είναι γνωστός από το 19ο αιώνα. Η θέση έχει κηρυχθεί ως αρχαιολογικός χώρος με Υπουργική Απόφαση ήδη από το 1964 (ΥΑ 1154/4.3.1964/ΦΕΚ91/Β’/19.3.1964), ενώ έχει καταρτισθεί πρόταση επικαιροποίησης της κήρυξης και οριοθέτησής του» αναφέρει χαρακτηριστικά η ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού και προσθέτει:
«Σημαντικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν κατά την φετινή περίοδο στον αρχαιολογικό χώρο του Βλοχού, που εκτείνεται στην κορυφή και τις άμεσες παρυφές του λόφου «Στρογγυλοβούνι», στη δυτική θεσσαλική πεδιάδα και πιο συγκεκριμένα στον Δήμο Παλαμά, στην ΠΕ Καρδίτσας.
Πρόκειται για μία ακρόπολη με ισχυρά τείχη εξαιρετικής διατήρησης που αναπτύσσονται τόσο στην κορυφογραμμή του λόφου όσο και στις κλιτύες του. Τα τείχη στον πεδινό χώρο δεν είναι ορατά επιφανειακά, ωστόσο, όπως διαπιστώθηκε κατά τη γεωφυσική διασκόπηση, διατηρούνται αμέσως κάτω από την επιφάνεια του εδάφους.
Στην κορυφή εντοπίζονται επίσης κατάλοιπα αρχιτεκτονικών κατασκευών, που αφορούν σε ένα κτιστό περίβολο ασαφούς προς το παρόν χρήσης, καθώς και σε θεμελιώσεις κτηρίων. Ο πολεοδομικός ιστός της αρχαίας πόλης εκτείνεται κατά κύριο λόγο στην πεδινή περιοχή, στη θέση «Πάτωμα», καθώς στο χώρο διατηρούνται ορατά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα».
(Πηγή: SIA/EFAK/YPPOA)
Όπως αναφέρει το υπουργείο «η πρώτη αναφορά στο χώρο έγινε από τον W. Leake (Travelers in Northern Greece, vol. IV, 1835). Ακολούθησε ο J. L. Ussing (Rejsebilleder fra Syden, 1847), οι παρατηρήσεις του οποίου αποτελούσαν τη βασική πηγή πληροφοριών για τουλάχιστον 150 χρόνια. Στη συνέχεια ο Léon Heuzey (Excursion dans la Thessalie turque en 1858, 1927) επισκέφτηκε το χώρο το 1850, ενώ ο Friedrich Stählin (Das hellenische Thessalien (1924) προχώρησε σε ταύτιση της θέσης με την αρχαία πόλη Πειρασία. Το 1960 έγιναν οι πρώτες ανασκαφές τάφων στο νεκροταφείο. Επιπλέον, σωστικές ανασκαφές στο Βλοχό διεξήχθησαν πρόσφατα από τις αρμόδιες Εφορείες (πρώην ΙΓ’ ΕΠΚΑ (Βόλος) και πρώην ΛΔ’ ΕΠΚΑ (Καρδίτσα)».
«Κατά το τρέχον έτος ξεκίνησε αρχαιολογικό πρόγραμμα στη θέση, το οποίο αποτελεί συνεργασία του Σουηδικού Ινστιτούτου Αθηνών με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Καρδίτσας. Πρόκειται για τριετές πρόγραμμα που διεξάγεται υπό τη διεύθυνση της κ. Μαρία Βαϊοπούλου, Προϊσταμένης της Ε.Φ.Α. Καρδίτσας, ενώ επικεφαλής από την πλευρά του Σουηδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου είναι η Dr Heléne Whittaker, καθηγήτρια στο τμήμα Ιστορικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ. Στις εργασίες πεδίου συμμετέχουν ο κ. Robin Rönnlund (Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ) και η κ. Φωτεινή Τσιούκα (Ε.Φ.Α. Καρδίτσας).
Ο προγραμματισμός εργασιών που εγκρίθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο τον Αύγουστο του 2016 περιλαμβάνει επιφανειακή έρευνα, γεωφυσική διασκόπηση και φωτογραμμετρική τεκμηρίωση του χώρου με σύγχρονες μεθόδους
Οι εργασίες πεδίου της φετινής περιόδου επικεντρώθηκαν στο χώρο όπου εκτείνεται η οχυρωμένη αρχαία πόλη στη θέση «Στρογγυλοβούνι» και περιλαμβάνει την κορυφή και τις πλαγιές του ομώνυμου λόφου καθώς και την πεδινή περιοχή στα νότια ριζά του. Τα οχυρωματικά τείχη αποτυπώθηκαν, καταγράφηκαν με μεθόδους που συνδυάζουν την παραδοσιακή αρχαιολογική τεκμηρίωση και τη σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία» υπογραμμίζει το υπουργείο και καταλήγει:
Τα πρώτα αποτελέσματα των εργασιών υποδεικνύουν ότι ο χώρος του Βλοχού χρησιμοποιήθηκε σε τρεις χρονολογικές περιόδους, εκ των οποίων η πρώτη περιλαμβάνει κυκλοτερή οχύρωση στην κορυφή του λόφου και τείχη που κατευθύνονται προς το νότιο πεδινό τμήμα του λόφου και χρονολογούνται στα ύστερα αρχαϊκά – πρώιμα κλασικά χρόνια, σύμφωνα με την τεχνοτροπία της τοιχοδομίας. Ο χώρος φαίνεται ότι αναδιαμορφώθηκε σε μια δεύτερη φάση σε τυπική πόλη των κλασικών – ελληνιστικών χρόνων με πολεοδομικό ιστό, οικίες, ακόμα και Αγορά, όπως διαπιστώθηκε κατά τη γεωφυσική διασκόπηση. Ο οικισμός εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. ενώ επανακατοικήθηκε κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους.
(Πηγή: SIA/EFAK/YPPOA)
Διαβάστε επίσης: