ΠΟΛΙΤΙΚΗ

50 χρόνια Μεταπολίτευση: Το χθες, το σήμερα και οι προκλήσεις του αύριο

50 χρόνια Μεταπολίτευση: Το χθες, το σήμερα και οι προκλήσεις του αύριο

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (φωτογραφία αρχείου)

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Οι πρώτες πρωινές ώρες της 24ης Ιουλίου του 1974 σηματοδότησαν την έναρξη της Μεταπολίτευσης, της μεγαλύτερης σε διάρκεια περιόδου πολιτικής ομαλότητας στην ιστορία του ελληνικού κράτους. 

Η επτάχρονη δικτατορία της 21ης Απριλίου κατέρρευσε υπό το βάρος της προδοσίας της Κύπρου και της τουρκικής εισβολής, με τους στρατιωτικούς πραξικοπηματίες να παραδίδουν την εξουσία στους πολιτικούς και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να ορίζεται επικεφαλής της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» το πρωί της 24ης Ιουλίου 1974.

Η γενική επιστράτευση που διατάχθηκε στις 21 Ιουλίου μια μέρα μετά της τουρκική εισβολή στην Κύπρο ήταν ανοργάνωτη καταδεικνύοντας ότι η κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου, η κυβέρνηση-μαριονέτα της Χούντας, ήταν ανίκανη να λάβει σοβαρές αποφάσεις.

Έτσι, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη υπό τον διορισμένο από τη Χούντα «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη το μεσημέρι της 23ης Ιουλίου, όπου αποφασίστηκε η μετάβαση από την στρατοκρατία σε πολιτική κυβέρνηση.

Ο «καταλύτης» Αβέρωφ

Στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο γραφείο στη Βουλή συμμετείχαν οι: Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Στέφανος Στεφανόπουλος, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, Σπύρος Μαρκεζίνης, Γεώργιος Μαύρος, Πέτρος Γαρουφαλιάς, Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας και Ξενοφών Ζολώτας. Από τους στρατιωτικούς παρόντες ήταν ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Γρ. Μπονάνος, και οι αρχηγοί του Στρατού Α. Γαλατσάνος, του Ναυτικού Π. Αραπάκης και της Αεροπορίας Α. Παπανικολάου.

Η πρόταση των στρατηγών να διατηρήσουν τις θέσεις τους οι υπουργοί Εθνικής Άμυνας, Ασφάλειας και Εσωτερικών απορρίφθηκε καθώς ήταν ζητούμενο να υπάρξει μια κυβέρνηση «ευρέος πολιτικού φάσματος», ικανή να διαχειριστεί την έκρυθμη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διπλωματικό πεδίο και να κερδίσει την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού.

«Τέτοια κυβέρνηση δύο πρόσωπα μπορούσαν να σχηματίσουν στην Ελλάδα. Το ένα ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής» υποστήριξε ο Αβέρωφ, όπως έχει αφηγηθεί ο ίδιος (Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

Η εναλλακτική σε περίπτωση που δεν δεχόταν ο Καραμανλής, ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. «Θα προτιμούσα την κυβέρνηση αυτή να τη σχηματίση ο Καραμανλής» επέμεινε ο Αβέρωφ ζητώντας συγγνώμη από τον παριστάμενο Κανελλόπουλο.

Ο Γκιζίκης υποστήριξε ότι ο Καραμανλής δεν θα μπορούσε να αναλάβει αυτή τη θέση διότι βρισκόταν μακριά και «εδώ έχομε ανάγκη κυβερνήσεως, εάν είναι δυνατόν εντός δυο ωρών και πάντως πριν από το βράδυ», όπως είπε, με τον Αβέρωφ να του απαντά ότι αυτό δεν ήταν δικαιολογία «διότι υπήρχαν τηλέφωνα, υπήρχαν αεροπλάνα». Ο Κανελλόπουλος συμφώνησε με τον Αβέρωφ.

Η άρνηση Καραμανλή

Ο Γκιζίκης επέμεινε στα περί απουσίας του Καραμανλή, με τον Αβέρωφ να επιχειρεί να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον Καραμανλή, κάτι που δεν κατέστη άμεσα δυνατό. Τελικά κάλεσε στο σπίτι του ξαδέλφου του Γεωργίου Αβέρωφ στο Παρίσι, ζήτησε από τη σύζυγό του που απάντησε στο τηλέφωνο να πάει στο σπίτι του Καραμανλή και να του μεταφέρει το μήνυμα, δίνοντάς της μάλιστα και τον απόρρητο τηλεφωνικό αριθμό του Γκιζίκη.

Σε μισή ώρα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κάλεσε πίσω και ζήτησε 24 ώρες για να ενημερωθεί σχετικά. Ο Αβέρωφ τον πίεζε να δεχθεί διαβεβαιώνοντάς τον ότι η κατάσταση βρίσκεται από έλεγχο, κάτι που δεν έπεισε τον Καραμανλή που επέμεινε στην άρνησή του να αναλάβει τη θέση. Ύστερα από έκκληση του Γκιζίκη, πείσθηκε να ταξιδέψει για την Ελλάδα.

Ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ντ’ Εστέν διέθεσε το προσωπικό του αεροπλάνο για την άμεση επιστροφή του Καραμανλή, ο οποίος αφίχθη στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 2 τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου κι έγινε δεκτός από ένα τεράστιο πλήθος πολιτών.

Στις 4 το πρωί, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίστηκε πρωθυπουργός από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, ενώ το πρώτο κλιμάκιο της κυβέρνησής του, αποτελούμενο από πολιτικά πρόσωπα της δεξιάς και του κέντρου ορκίστηκε το μεσημέρι της ίδιας ημέρας.

Αποκατάσταση της Δημοκρατίας

Στις 26 Ιουλίου συμπληρώθηκε η σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου, με την ορκωμοσία του δευτέρου κλιμακίου της κυβέρνησης και αμέσως ανακοινώθηκαν τα πρώτα μέτρα για την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Μεταξύ αυτών ήταν το κλείσιμο του στρατοπέδου της Γυάρου, η απόλυση όλων των κρατουμένων εκεί, η αμνήστευση όλων των πολιτικών αδικημάτων και η απόδοση της ιθαγένειας στους πολίτες από τους οποίους την είχε στερήσει η δικτατορία του 1967.

Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας επεχείρησε την αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας με αιχμή του δόρατος την προετοιμασία για τη διενέργεια εκλογών.

Τελικά, οι εκλογές του Νοεμβρίου του 1974 έδωσαν στη Νέα Δημοκρατία, το κόμμα που είχε ιδρύσει ο Καραμανλής, την απόλυτη πλειοψηφία με ποσοστό 54,37%. Ένα μήνα μετά, με το Δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου του 1974 οι πολίτες επέλεξαν το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας με ποσοστό σχεδόν 70%.

Την ίδια ώρα προετοιμαζόταν η δίκη των πρωταιτίων του πραξικοπήματος και των βασανιστών της ΕΑΤ/ΕΣΑ και της Αστυνομίας της Χαλκίδας.

Ιστορική καμπή

Από τότε έχει περάσει μισός αιώνας, και μέχρι σήμερα τέτοια μέρα, πραγματοποιούνται εορτασμοί για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα μας. Όχι τυχαία, καθώς σε αυτή την ιστορική καμπή οφείλουμε τα κεκτημένα του σήμερα και χρωστάμε, όμως, τη διασφάλιση μιας ισχυρότερης δημοκρατίας στο μέλλον.

Ειδικά όταν σε ολόκληρη την Ευρώπη βλέπουμε την ακροδεξιά να κερδίζει έδαφος, το κοινωνικό κράτος και τις κοινωνικές κατακτίσεις να υποχωρούν και τον εφιάλτη του πολέμου να σκεπάζει πολλές γωνιές της γης, η αντίταξη των αξιών της Μεταπολίτευσης είναι απαραίτητη.