Ο «αιώνας της Τουρκίας» και οι δύσκολες ισορροπίες με την Ελλάδα
Ανανεώθηκε:
Ο «αιώνας της Τουρκίας» ξεκίνησε με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να καληνυχτίζει τον «Κεμάλ» και να υπόσχεται στους οπαδούς του ότι θα μείνει μαζί τους «μέχρι τον θάνατο».
Ο Τούρκος πρόεδρος βγήκε από τη διπλή εκλογική δοκιμασία πιο ισχυρός από ποτέ. Νίκησε κατά κράτος τον αντίπαλο του, σε πείσμα όσων τον ήθελαν να ηττάται ακόμη και από τον πρώτο γύρο και έχοντας εξασφαλίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία από τις 14 Μαΐου, αναδεικνύεται σε απόλυτο «κυρίαρχο» του παιχνιδιού.
Πλέον, ο Ερντογάν μπορεί να προχωρήσει απερίσπαστος στην υλοποίηση του σχεδίου του και να αναδείξει τον εαυτό του ως τον μεγαλύτερο ηγέτη της σύγχρονης Τουρκίας, ξεπερνώντας ακόμη και τον Κεμάλ Ατατούρκ. Άλλωστε, ο «ερντογανισμός» ως κίνημα φαίνεται πως έχει βαθιές ρίζες στην τουρκική κοινωνία, μεγάλο μέρος της οποίας έκλεισε τα μάτια στις μεταρρυθμίσεις και τον φιλοδυτικό γεωπολιτικό προσανατολισμό που υποσχόταν ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου αλλά και στην κρίση που μαστίζει την οικονομία της Τουρκίας.
Η επόμενη μέρα στα ελληνοτουρκικά
Οι πληροφορίες που έφταναν στην ελληνική πλευρά ήδη από τον πρώτο γύρο των τουρκικών εκλογών, μιλούσαν για επικράτηση του Ερντογάν και φυσικά επιβεβαιώθηκαν. Το βλέμμα της Αθήνας είναι πλέον στραμμένο στην επόμενη ημέρα και κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Κυριολεκτικά καθώς ο Τούρκος πρόεδρος θα επιχειρήσει σήμερα να συνδέσει τη νίκη του με την επέτειο της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης. Το επιτελείο του έχει ετοιμάσει μία φαραωνικών διαστάσεων φιέστα στην Αγιά Σοφιά, κατά την οποία δεν αναμένεται να απουσιάσουν οι ανιστόρητες αναφορές και οι εθνικιστικές κορώνες. Όμως, αν και η επιστροφή της προκλητικής ρητορικής θεωρείται δεδομένη, προς το παρόν τουλάχιστον, στο πεδίο η εικόνα είναι διαφορετική.
Η Αθήνα είναι πλήρως συνειδητοποιημένη σε ό,τι αφορά στα ελληνοτουρκικά. Οι άξονες της εξωτερικής πολιτικής των γειτόνων έχουν καθοριστεί εδώ και δεκαετίες και δεν αναμένεται να αλλάξουν. Το ζητούμενο λοιπόν, είναι να διατηρηθεί το κλίμα ηρεμίας που επικρατεί στις σχέσεις των δύο χωρών από τις αρχές Φεβρουαρίου, μια δύσκολη ισορροπία για την οποία δαπανάται σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο.
Επαναφορά του διαλόγου
Η πρώτη συνάντηση ανάμεσα στις δύο πλευρές, αναμένεται να πραγματοποιηθεί το αμέσως επόμενο διάστημα από τις ελληνικές εκλογές και τον σχηματισμό κυβέρνησης. Σύμφωνα με πληροφορίες, τα επιτελεία των Υπουργείων Άμυνας των δύο χωρών έχουν ήδη βολιδοσκοπήσει πιθανές ημερομηνίες για τον επόμενο γύρο των συζητήσεων για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Η κίνηση αυτή εντάσσεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο επαναφοράς του ελληνοτουρκικού διαλόγου καθώς τόσο στην Αθήνα όσο και στην Άγκυρα, επικρατεί η εκτίμηση ότι είναι ευκαιρία να αξιοποιηθεί το καλό κλίμα που καλλιεργήθηκε όλο το προηγούμενο διάστημα. Το επόμενο βήμα, αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά, θα είναι η επανέναρξη των διερευνητικών επαφών, αν και είναι σαφές ότι πρόκειται απλώς για τυπικές συναντήσει και όχι για ουσιαστικό διάλογο αφού οι θέσεις των δύο πλευρών απέχουν παρασάγγας.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, κομβικής σημασίας θα είναι μία πιθανή συνάντηση σε επίπεδο κορυφής. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει δηλώσει ότι εφόσον βρεθεί ξανά στο τιμόνι της χώρας, θα επιδιώξει να συναντήσει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Αυτή η συνάντηση θα μπορούσε να γίνει είτε στο Βίλνιους της Λιθουανίας, στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στις 11 και 12 Ιουλίου, είτε τον Σεπτέμβριο στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η Αθήνα κρατά μικρό καλάθι γνωρίζοντας ότι η εξίσωση των ελληνοτουρκικών έχει πολλές αστάθμητες παραμέτρους, όπως οι σχέσεις της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες αλλά και οι κρίσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας που προκαλεί η οικονομική κρίση. Ο Ερντογάν, στην πορεία για τη «θεοποίηση» μπορεί να ξαναγίνει ο απρόβλεπτος και προβληματικός γείτονας, θέτοντας ξανά τις σχέσεις με την Αθήνα σε πορεία σύγκρουσης. Όλα τα σενάρια βρίσκονται στο τραπέζι της Αθήνας, όπως και οι αντιδράσεις για κάθε είδους πρόκληση. Άλλωστε, και η υπηρεσιακή κυβέρνηση διαθέτει κατάλληλα πρόσωπα που έχουν αποδείξει ότι διαθέτουν την απαιτούμενη εμπειρία για να διαχειριστούν οποιαδήποτε κρίση.