Εκλογές 2023: Πόσο δόκιμος είναι ο όρος κυβέρνηση των «ηττημένων»
Ανανεώθηκε:
Η απλή αναλογική, οι κυβερνήσεις «ηττημένων» και ο ρόλος των μειοψηφικών κομμάτων σε μια κυβέρνηση συνεργασίας φαίνεται να βρίσκονται ψηλά στην πολιτική ατζέντα ενόψει των εκλογών της 21ης Μαΐου. Πόσοι και πόσες, όμως, γνωρίζουν, τα χαρακτηριστικά τους;
Σε αυτό το πλαίσιο και με την πολιτική διαμάχη να οξύνεται μέρα με τη μέρα, ο επίκουρος καθηγητής του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ, Ιωάννης Τσίρμπας εξηγεί στο CNN Greece τα βασικά χαρακτηριστικά της απλής αναλογικής και των κυβερνήσεων συνεργασίας.
Τι προβλέπει η απλή αναλογική;
Ειδικότερα, ο επίκουρος καθηγητής αναφέρεται στις δυνατότητες που υπάρχουν να σχηματιστεί μονοκομματική κυβέρνηση, στο ρόλο που διαδραματίζει το ποσοστό του 3% για την είσοδο στη Βουλή, καθώς και στο ενδεχόμενο η απλή αναλογική να αποτελέσει εργαλείο σχηματισμού κυβέρνησης μεγαλύτερης πολιτικής σταθερότητας.
«Πρόκειται για ένα εκλογικό σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου είναι πρακτικά αδύνατο να προκύψει μονοκομματική κυβέρνηση, αφού χρειάζεται την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των έγκυρων ψήφων που θα δοθούν στα κόμματα που θα υπερβούν το 3% και θα μπουν στη Βουλή» σημειώνει.
Συμπληρώνει, δε, πως «τα κόμματα που θα υπερβούν το κατώφλι εισόδου θα λάβουν ακριβώς τις έδρες που τους αναλογούν με βάση το εθνικό τους ποσοστό. Αυτό οδηγεί, αφενός, στην αύξηση των κομμάτων που κατεβαίνουν στις εκλογές, καθώς το αναλογικό εκλογικό σύστημα γίνεται αντιληπτό ως ευκαιρία αντιπροσώπευσης. Αφετέρου, και πολύ σημαντικότερο, η απλή αναλογική επιβάλλει τις συνεργασίες μεταξύ κομμάτων, κάτι που, αν αξιοποιηθεί, μπορεί να παραγάγει ευρύτερες συναινέσεις πάνω σε πολιτικές και, άρα, λιγότερες συγκρούσεις».
Στη συνέχεια, εξηγεί πως «με άλλα λόγια, αν και κατηγορείται για το αντίθετο, η απλή αναλογική μπορεί να είναι εργαλείο μεγαλύτερης πολιτικής σταθερότητας από ό,τι τα συστήματα πλειοψηφικής κλίσης, υπό την προϋπόθεση ότι τα πολιτικά κόμματα θα έχουν ειλικρινή διάθεση συνεργασίας».
Κυβερνήσεις «ηττημένων» και πολιτική νομιμοποίηση - Συζήτηση «εντυπώσεων»
Παράλληλα, ο κ. Τσίρμπας, ερωτώμενος για το ενδεχόμενο να συγκροτηθεί μιας κυβέρνηση «ηττημένων» ή «μειοψηφίας» και κατά πόσο αυτοί οι όροι ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα όταν μία κυβέρνηση «μειοψηφίας» συγκεντρώνει ποσοστό μεγαλύτερου του πρώτου κόμματος απαντά πως «από την άποψη της πολιτικής επιστήμης ή της συνταγματικής ανάλυσης δεν υπάρχει κανένα τέτοιο ζήτημα».
Εξηγώντας, σημειώνει πως «οποιαδήποτε κυβέρνηση έχει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της βουλής, συγκεντρώνει δηλαδή τουλάχιστον 151 βουλευτές, μπορεί να συγκροτηθεί. Θεωρώ ατυχή τον όρο «κυβέρνηση ηττημένων», τον οποίο μάλιστα, αν δεν κάνω λάθος, εισήγαγε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αν και ο Πρωθυπουργός το έχει πάει ένα βήμα παραπέρα μιλώντας για τερατογενέσεις».
Επιπλέον, υπογραμμίζει πως, το ποιο κόμμα έρχεται πρώτο δεν αποτελεί αποκλειστικό κριτήριο της πολιτικής νομιμοποίησης. Σε αυτό το πρίσμα, τονίζει: «φανταστείτε το σενάριο που αφορά ένα κόμμα που έρχεται πρώτο χάνοντας αρκετά σε σχέση με την προηγούμενη επίδοσή του και ταυτόχρονα ένα κόμμα που έρχεται ελάχιστα δεύτερο, κερδίζοντας αρκετά σε σχέση με την προηγούμενη επίδοσή του. Ή ένα κόμμα που έρχεται τρίτο σημειώνοντας εντυπωσιακές επιδόσεις που δεν ήταν αναμενόμενες και επίσης διεκδικεί τη συμμετοχή του σε μια κυβέρνηση συνεργασίας».
Σε αυτή τη βάση, εξηγεί πως «στις υποθετικές αυτές περιπτώσεις, μάλλον θα λέγαμε ότι η δυναμική του δεύτερου και του τρίτου κόμματος αποτελούν καλύτερη νομιμοποιητική βάση από το ποιο κόμμα ήρθε πρώτο.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν πολλά Ευρωπαϊκά παραδείγματα τέτοιων κυβερνήσεων, στις οποίες δεν συμμετέχει το πρώτο κόμμα, οπότε η συζήτηση αυτή κινείται κυρίως στο επίπεδο των εντυπώσεων».
Πόσο μπορεί να αποκλίνει ένα μειοψηφικό κόμμα από το πρόγραμμά του σε κυβέρνηση συνεργασίας;
«Θεωρώ δύσκολο για οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα να απομακρυνθεί εντυπωσιακά πολύ από το πρόγραμμά του και τις θέσεις του, τουλάχιστον σε επίπεδο προγραμματικής συμφωνίας» σημειώνει ο επίκουρος καθηγητής ερωτώμενος στο κατά πόσο μπορεί να αποκλίνει ένα μειοψηφικό κόμμα από το πρόγραμμα για το οποίο εξελέγη από τους πολίτες σε μια κυβέρνηση συνεργασίας.
Συγκεκριμένα, ο κ. Τσίρμπας υπενθυμίζει τις πρόσφατες κυβερνήσεις συνεργασίας στην Ελλάδα και τις στιγμές που το μειοψηφικό κόμμα επέλεξε να συγκρουστεί με το κόμμα πλειοψηφίας σε ζητήματα στα οποία δεν υπήρχε προγραμματική συμφωνία.
«Στην πρόσφατη εμπειρία κυβερνήσεων συνεργασίας στη χώρα μας αυτό δεν συνέβη και, όταν τελικά υπήρξαν περιστάσεις εφαρμογής πολιτικών που ήταν μακριά από τις πολιτικές θέσεις κάποιου εταίρου, οδηγηθήκαμε είτε σε αποχώρηση, είτε σε απώλεια στήριξης στα συγκεκριμένα ζητήματα και απαρχή κυβερνητικής κρίσης» σημειώνει.
Αναφέρει, δε, χαρακτηριστικά παραδείγματα όπως «το ξαφνικό κλείσιμο της ΕΡΤ το 2013, το οποίο οδήγησε στην αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση ή τη Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία δεν στήριξαν οι ΑΝΕΛ ως κυβερνητικός εταίρος».
Καταλήγοντας, τονίζει πως αυτό συμβαίνει γιατί «τα πολιτικά κόμματα περιορίζονται στο ποιες πολιτικές μπορούν να υιοθετήσουν με αντάλλαγμα κυβερνητικές θέσεις, γιατί έχουν αίσθηση ότι θα κριθούν πάνω σε αυτό, ότι θα λογοδοτήσουν στο εκλογικό τους ακροατήριο».