Εγκαίνια από την ΠτΔ της έκθεσης για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή
Ανανεώθηκε:
Με ιδιαίτερη συγκίνηση η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, εγκαινίασε απόψε την επετειακή έκθεση «Μικρά Ασία, Λάμψη, Καταστροφή, Ξεριζωμός, Δημιουργία», που συνδιοργάνωσαν το Μουσείο Μπενάκη και το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών.
Η κυρία Σακελλαροπούλου τόνισε μεταξύ άλλων ότι «εκατό χρόνια μετά την καταστροφή, μια έκθεση, όπως αυτή που εγκαινιάζουμε σήμερα, μας καλεί να αναστοχαστούμε την κρίσιμη αυτή καμπή της ιστορίας μας, χωρίς να αποσείουμε το συναισθηματικό της φορτίο, αλλά και χωρίς να υποτιμούμε τη γονιμοποιό της δύναμη».
Παράλληλα, συνεχάρη την ιστορικό τέχνης Εβίτα Αράπογλου, που είχε την επιμέλεια της έκθεσης και των δύο εκδόσεων που τη συνοδεύουν, τον διευθυντή του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, ακαδημαϊκό Πασχάλη Κιτρομηλίδη, τους ερευνητές του Κέντρου, τον επιστημονικό διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη Γιώργη Μαγγίνη, τους επιμελητές του Μουσείου και όλους όσους εργάστηκαν για την πραγματοποίηση της έκθεσης.
Όπως είπε: «Μιας έκθεσης που οργανώνεται σαν ένα συναρπαστικό ταξίδι ανά τους αιώνες του μικρασιατικού ελληνισμού. Μεταβαίνοντας από την Ιωνία στην Καππαδοκία, διασχίζοντας τον Πόντο, σταθμεύοντας στην Κωνσταντινούπολη και καταλήγοντας στην Ανατολική Θράκη, ψηλαφούμε το συγκλονιστικό αποτύπωμα του τόπου, ακούμε τη μυστική φωνή του».
Ακολουθεί ο χαιρετισμός της Προέδρου της Δημοκρατίας:
«Mε μεγάλη συγκίνηση εγκαινιάζω την έκθεση «Μικρά Ασία, Λάμψη, Καταστροφή, Ξεριζωμός, Δημιουργία», που συνδιοργάνωσαν το Μουσείο Μπενάκη και το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, δύο πολύτιμα, για την εθνική μας αυτογνωσία, ιδρύματα που διαφυλάσσουν τη μνήμη του μικρασιατικού πολιτισμού, μελετώντας το εύρος και την επιρροή του.
Και μόνο ο εύστοχος τίτλος της έκθεσης περιγράφει τη μακροχρόνια διαδρομή του ελληνικού στοιχείου στην ιωνική και αιολική γη: άνθιση και ακμή, ευημερία και λάμψη, καταστροφή και εκθεμελίωση πατρογονικών εστιών, βίαιος εκπατρισμός.
Όχι όμως και συντριβή, όχι αφανισμός. Παρά το ανεπούλωτο τραύμα της προσφυγιάς, την απερίγραπτη οδύνη που προκάλεσε η τουρκική θηριωδία, τους διωγμούς, τις εκατόμβες των θυμάτων, την απώλεια των ιερών τόπων τους, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας κατόρθωσαν να μετατρέψουν τον σπαραγμό για τις πατρίδες που χάθηκαν σε μοχλό επιβίωσης, αναγέννησης, δημιουργίας.
Η εποποιία της ενσωμάτωσης του προσφυγικού πληθυσμού και της αποκατάστασής του στους κόλπους του ελληνικού κράτους, φέρνει στον νου τον στίχο του εθνικού μας ποιητή:
«Το χάσμα π' άνοιξε ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ' άνθη». Γιατί αυτός ο τόσο γοητευτικός, πολυδιάστατος κόσμος της Ανατολής, ο γόνιμος πολιτισμός αιώνων στις παράλιες πόλεις αλλά και στην ενδοχώρα, μπορεί να χάθηκε βίαια, σαρωμένος από την παραφροσύνη της ιστορικής στιγμής, αλλά μετέφερε στις απέναντι ακτές κοινωνικές αντιλήψεις και συμβιωτικά ήθη, πολιτισμικά στοιχεία και καθημερινές πρακτικές που, όσο και αν ξένισαν ή και απώθησαν αρχικά τον γηγενή πληθυσμό, πολύ γρήγορα μετατράπηκαν σ' ένα «θεόσταλτο δώρο» για την Ελλάδα, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Αμερικανός γνωστός διπλωμάτης και πρόεδρος της Επιτροπής Αποκατάστασης των Προσφύγων Χένρι Μοργκεντάου στην Κοινωνία των Εθνών το 1924.
Η ύπαιθρος αναζωογονήθηκε, οι καλλιέργειες αναδιαρθρώθηκαν και η αγροτική παραγωγή πολλαπλασιάστηκε. Η βιομηχανία τονώθηκε με την είσοδο νέου εργατικού δυναμικού και με τη δράση ανθρώπων με οξύ επιχειρηματικό πνεύμα, εκπαίδευση, κατάρτιση και προοδευτικό προσανατολισμό. Η θέση της γυναίκας βελτιώθηκε, με τη δυναμική είσοδό της στην οικονομία. Νέος άνεμος φύσηξε στη διανόηση της χώρας, ανανεώνοντας το ύφος και το ήθος της.
Η καλλιτεχνική δημιουργία εμπλουτίστηκε και διευρύνθηκε. Η μουσική έκφραση απέκτησε σφρίγος και πολυμορφία. Ποιους να πρωτοθυμηθεί κανείς: τον Γιώργο Σεφέρη, τη Διδώ Σωτηρίου, τον Ηλία Βενέζη, τον Κοσμά Πολίτη, τον Στρατή Δούκα, τον Φώτη Κόντογλου; Τον Μανώλη Καλομοίρη, τον Γιάννη Κωνσταντινίδη; Τον Κάρολο Κουν; Τον Μανόλη Ανδρόνικο; Τον Γιώργο Σικελιώτη; Τους της «Ασιάτιδος μούσης εραστάς», για να χρησιμοποιήσω τη διατύπωση του Θεόδωρου Χατζηπανταζή, που μπόλιασαν με την τέχνη τους το «νέο θαλερό βλαστάρι της ανατολίτικης παράδοσης του ελληνικού λαού, το ρεμπέτικο τραγούδι;» Κι όλα αυτά, πολιτισμική ζωογόνηση, επιχειρηματική αποδοτικότητα, κοινωνική πρόοδος, επιτεύχθηκαν χάρη «στο θάρρος, την ενεργητικότητα, την εργατικότητα και δεκτικότητα σε νέες ιδέες που χαρακτηρίζουν την πλειονότητα των προσφύγων», όπως έγραψε ο κοινωνικός ανθρωπολόγος, δεινός μελετητής της ελληνικής πραγματικότητας, Τζον Κάμπελ.
Δεν λησμονούμε τους ανθρώπους που χάθηκαν, τις ζωές που ξεριζώθηκαν, τις πατρογονικές εστίες που εγκαταλείφθηκαν, το αίμα που χύθηκε, τον ψυχικό τραυματισμό, τον ασίγαστο πόνο. Δεν προσπερνάμε τα σφάλματα, τις αυταπάτες, τους ιδεασμούς, τις διχοστασίες. Αλλά καμαρώνουμε τους καρπούς της μεταφύτευσης του μικρασιατικού ελληνισμού στο ελλαδικό χώμα.
Η μεγάλη «μετοικεσία» επέφερε εκείνη τη μεγάλη ψυχική και πνευματική μετάλλαξη που μετέβαλε δραστικά τις κατευθύνσεις και τους προσανατολισμούς της ελληνικής κοινωνίας. Εκατό χρόνια μετά την καταστροφή, μια έκθεση, όπως αυτή που εγκαινιάζουμε σήμερα, μας καλεί να αναστοχαστούμε την κρίσιμη αυτή καμπή της ιστορίας μας, χωρίς να αποσείουμε το συναισθηματικό της φορτίο, αλλά και χωρίς να υποτιμούμε τη γονιμοποιό της δύναμη.
Θέλω να συγχαρώ θερμά την ιστορικό τέχνης Εβίτα Αράπογλου που είχε την επιμέλεια της έκθεσης και τον δύο εκδόσεων που τη συνοδεύουν, τον διευθυντή του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, ακαδημαϊκό Πασχάλη Κιτρομηλίδη, τους ερευνητές του Κέντρου, τον επιστημονικό διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη Γιώργη Μαγγίνη, τους επιμελητές του Μουσείου και όλους όσους εργάστηκαν για την πραγματοποίηση της έκθεσης. Μιας έκθεσης που οργανώνεται σαν ένα συναρπαστικό ταξίδι ανά τους αιώνες του μικρασιατικού ελληνισμού.
Μεταβαίνοντας από την Ιωνία στην Καππαδοκία, διασχίζοντας τον Πόντο, σταθμεύοντας στην Κωνσταντινούπολη και καταλήγοντας στην Ανατολική Θράκη, ψηλαφούμε το συγκλονιστικό αποτύπωμα του τόπου, ακούμε τη μυστική φωνή του.
Μια φωνή, που καθώς έγραψε ο Ηλίας Βενέζης, «γίνεται ο πιο αδιόρατος κι ο πιο βέβαιος δεσμός ανάμεσα στις γενιές των προγόνων κ' εκείνων που θα ‘ρθουν, ένας ήχος που θα μένει όταν η μνήμη των ανθρώπων θα ‘χει χαθεί».