Αμπντουλχαμίντ Χαν: Πώς «είδαν» Αθήνα και Βερολίνο τον απόπλου του τουρκικού γεωτρύπανου
Σχεδόν ένα εικοσιτετράωρο μετά τον απόπλου του τουρκικού γεωτρύπανου «Αμπντουλαχμίντ Χαν» από το λιμάνι της Μεσίνας, με προορισμό τη θαλάσσια περιοχή στα ανοιχτά της Αττάλειας σε μια περιοχή που ευρίσκεται εντός της τουρκικής υφαλοκρηπίδας, η Ευρώπη αρχίζει σταδιακά να τοποθετείται απέναντι στα τεκταινόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η πρώτη αντίδραση – πλην της Ελλάδας – ήρθε από το Βερολίνο. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ανησυχίες της Ελλάδας και της Κύπρου για την κλιμακούμενη τουρκική επιθετικότητα, αλλά και μια σειρά δημοσιευμάτων και αναλύσεων για το ενδεχόμενο να υπάρξει νέο σκηνικό έντασης στην περιοχή, όπως είχε συμβεί και το καλοκαίρι του 2020, υπήρξε τοποθέτηση της γερμανικής κυβέρνησης.
Σύμφωνα με το γερμανικό δίκτυο της Deutsche Welle, o εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης Στέφεν Χεμπεστράιτ δήλωσε την Τετάρτη ότι η κυβέρνηση Σολτς «έχει ενημερωθεί για τον απόπλου του τουρκικού γεωτρύπανου Αμπντουλχαμίντ Χαν στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου».
Ο κ. Χεμπερστράιτ παρέπεμψε σε σχετικές δηλώσεις του Τούρκου υπ. Ενέργειας και Φυσικών Πόρων Φατίχ Ντονμέζ.
«Τόσο η τουρκική κυβέρνηση όσο και ο υπ. Ενέργειας της Τουρκίας εξήγησαν ότι το πεδίο της ερευνητικής αποστολής (σ.σ. για εντοπισμό κοιτασμάτων φυσικού αερίου) υπάγεται στα όρια της τουρκικής θαλάσσιας δικαιοδοσίας. Δεν υπάρχουν προς το παρόν ενδείξεις ότι το τουρκικό πλοίο κινείται εκτός των τουρκικών χωρικών υδάτων», ανέφερε ο Στέφεν Χεμπεστράιτ τονίζοντας ότι η γερμανική κυβέρνηση δεν βλέπει για την ώρα «λόγο ανησυχίας».
Όσο για τα «θέματα, για τα οποία υπάρχει διαμάχη (ενν. ελληνοτουρκική), ει δυνατόν θα πρέπει να συζητηθούν ανάμεσα σε αυτές τις δύο χώρες», πρόσθεσε.
Αλλάζει ή όχι η στάση της Γερμανίας έναντι του Ερντογάν;
Ενδιαφέρον, εξάλλου, παρουσιάζει η απάντηση του Γερμανού κυβερνητικού εκπροσώπου στην DW, σε ερώτηση για το εάν υφίσταται μεταστροφή της εξωτερικής πολιτικής του Βερολίνου ή αλλαγή στάσης απέναντι στην Άγκυρα και τον πρόεδρο Ερντογάν.
Ο κ. Χέμπερστράιτ είπε πως «δεν βλέπω κάποια αλλαγή» και παρέπεμψε στις επαφές ανάμεσα στις δύο χώρες, χαρακτηρίζοντάς τες «εποικοδομητικές».
Η δήλωση αυτή, ως έχει, θα μπορούσε να εκληφθεί και ως προσπάθεια της Γερμανίας να κατεβάσει τους τόνους σε ό,τι αφορά την εν γένει στάση της έναντι της Τουρκίας, παρά το γεγονός ότι η Γερμανίδα υπουργός Εξωτερικών, Αναλένα Μπέρμποκ είχε εκφραστεί ρητά υπέρ της Ελλάδας.
Υπενθυμίζεται ότι η κυρία Μπέρμποκ, κατά την πρόσφατη περιοδεία της σε Αθήνα, Κωνσταντινούπολη και Άγκυρα είχε ταχθεί υπέρ της «αδιαμφισβήτητης ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του Αιγαίου».
Οι δηλώσεις της Γερμανίδας ΥΠΕΞ, οδήγησαν σε εκτενείς αναλύσεις του Γερμανικού Τύπου, με τις απόψεις να εμφανίζονται διχασμένες ως προς τις δηλώσεις της.
Η Suddeutsche Zeitung τη χαρακτήρισε «μη διπλωματική διπλωμάτη», ενώ η Die Welt είχε κάνει λόγο για «αυτονόητη δήλωση» με τίποτα το «σκανδαλώδες», σημειώνοντας ότι «η λογική είναι με το μέρος της Μπέρμποκ».
Η αποτίμηση της ελληνικής πλευράς και το «καλό σενάριο»
Κατά τα λοιπά, η έξοδος του Αμπντουλχαμίντ Χαν στην Ανατολική Μεσόγειο, τουλάχιστον κατά τις πρώτες ώρες του πλου του, προσεγγίσει περισσότερο τις πτυχές του καλού σεναρίου, που είχε μεταξύ άλλων, επεξεργαστεί η Αθήνα.
Στην αρχική εικόνα που σχηματοποιείται με βάση την αρχική ρότα, που επέλεξε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, να χαράξει στο τουρκικό πλωτό γεωτρύπανο, ναι μεν δεν επιφέρει κανενός είδους εφησυχασμό, αλλά εντοπίζονται ορισμένα δείγματα που κρίνεται ότι έχουν θετική απόχρωση.
Ειδικότερα, η απόφαση του Τούρκου Προέδρου να στείλει το «Αμπντουλχαμίντ Χαν», με βάση τη Navtex που εξέπεμψε ο υδρογραφικός σταθμός του Τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού, στα ανοιχτά της Αττάλειας. Μια περιοχή που ευρίσκεται όπως επισημαίνεται από αρμόδιες πηγές εντός της τουρκικής υφαλοκρηπίδας.
Ταυτοχρόνως, οι συντεταγμένες στο θαλάσσιο τμήμα που έχει δεσμευτεί για τις γεωτρήσεις αφήνουν – προσώρας- καθαρά εκτός του πεδίου των ερευνών την Κυπριακή ΑΟΖ. Αυτή η εξέλιξη σύμφωνα με την ανάλυση της Αθήνας, θεωρείται ότι στην παρούσα φάση-μαρτυρά την πρόθεση Ερντογάν Τούρκου Προέδρου να μην δημιουργήσει την αντανάκλαση της ρητορικής έντασης σε επιχειρησιακό επίπεδο. Επιπλέον, γνώστες της ίδιας αξιολόγησης, επισήμαιναν ότι στη ναυτική οδηγία που έχει εκδοθεί για τον πλου του «Αμπντουλχαμίντ Χαν» υπάρχει ακόμη ένα στοιχείο που προστίθεται στον κατάλογο της θετικής αποτίμησης αυτών των πρώτων ωρών. Πρόκειται για την μεγάλη χρονική ισχύ της Navtex, η οποία εκτείνεται έως τον προσεχή Οκτώβριο.
Συνιστά, όπως μεταδίδουν οι ίδιες πηγές, μια διαφοροποίηση σε σχέση με τη στρατηγική που η Άγκυρα ακολούθησε στο πρόσφατο κεφάλαιο της κρίσης, από την οποία διήλθαν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις το καλοκαίρι του 2020. Σε εκείνη την περίοδο, όπως αναφέρεται, οι επιτελείς του Ταγίπ Ερντογάν προχωρούσαν στην εκπομπή Navtex μικρότερης χρονικής διάρκειας και στην διαδοχική ανανέωση τους, «παίζοντας με τον ροοστάτη της έντασης». Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτή η τακτική δεν επιτρέπει την επικράτηση κανενός είδους εφησυχασμού, καθώς είναι προφανές, ότι μπορεί να τροποποιηθεί ανά πάσα στιγμή.
Για την Αθήνα είναι σημαντική και η εκφορά στις αναφορές, που διέτρεξαν την ομιλία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στην φιέστα που οργανώθηκε για τον απόπλου του «Αμπντουλχαμίντ Χαν». Όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές, η τοποθέτηση του Τούρκου Προέδρου σαφώς και δεν ήταν ήπια. Άλλωστε, δεν έλειψε το ρητορικό ξεστράτισμα που συνδέεται ευθέως με το αφήγημα της Γαλάζιας Πατρίδας.
«To Αμπντουλχαμίτ Χαν το στέλνουμε στη Γαλάζια Πατρίδα, στη νέα μας πορεία για γεωτρήσεις στη Μεσόγειο. Οι σεισμικές έρευνες και οι γεωτρήσεις που κάνουμε, γίνονται στις δικές μας περιοχές κυριαρχίας. Για αυτό δεν χρειάζεται να πάρουμε την άδεια ή την έγκριση κανενός», ανέφερε ο Τούρκος Πρόεδρος. Σε κάθε περίπτωση όμως η ομιλία του δεν διέλαβε, όπως αποτιμούν στην ελληνική πλευρά, την ακραία εκδοχή που αναμενόταν για την συγκεκριμένη περίσταση.
Συμπερασματικά, η ελληνική πλευρά θεωρεί, ότι επί του παρόντος οι τωρινές κινήσεις του Ταγίπ Ερντογάν, αντανακλούν και τα περιθώρια που του έχουν αφήσει τόσο οι διπλωματικές πιέσεις που έχουν ασκηθεί, αλλά και συνολικά η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης.