Τσίπρας στο Συνέδριο Economist: Πολιτική αλλαγή για να μπορέσει η Ελλάδα να βρει το βηματισμό της
Oμιλία απευθύνει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξης Τσίπρας, στο Συνέδριο του Economist.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία υποστηρίζει πως η έκρηξη των τιμών στα βασικά αγαθά, τα τρόφιμα και το ενεργειακό κόστος, φέρνει την ανθρωπότητα ενώπιον νέων μαζικών αντιδράσεων από τις κοινωνίες που πολύ εύστοχα περιγράφει ο «Economist» ως «hungry and angry» (πεινασμένες κι οργισμένες).
Όσον αφορά τη χώρα μας, τόνισε πως σε όλες τις συνθήκες και πολύ περισσότερο σε συνθήκες κρίσης όπως οι σημερινές, χρειάζεται από την πολιτική εξουσία σχέδιο, σοβαρότητα, συναίσθηση της ανάγκης να προστατευτούν, όσο αυτό είναι δυνατό, η κοινωνική συνοχή και η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στο πολιτικό σύστημα.
«Το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή, από όσα κάνει η σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Μια κυβέρνηση, που δυστυχώς, επενδύει στο λαϊκισμό, το διχασμό και την υπονόμευση των θεσμών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το παιχνίδι του κ. Μητσοτάκη με την κορυφαία εκδήλωση της δημοκρατίας, τις εκλογές.
Ο πρωθυπουργός άνοιξε όλο το προηγούμενο διάστημα ο ίδιος τη διαδικασία πρόωρων εκλογών.
Με δηλώσεις, με ανακοίνωση υποψηφίων του κόμματός του, με διαρροές σε φιλικά προς την κυβέρνηση ΜΜΕ, με κάλεσμα υπουργών και βουλευτών να ριχτούν στη μάχη της εκλογής τους.
Χτες στη Βουλή με μισόλογα, και σήμερα σε συνέντευξή του πιο καθαρά, ανακάλυψε και μας ανακοίνωσε ότι όλα αυτά που μέχρι χθες ο ίδιος προωθούσε, ενεθάρρυνε και προετοίμαζε, οι πρόωρες εκλογές δηλαδή, δεν είναι εθνικά υπεύθυνη επιλογή.
Αναρωτιέμαι αν υπάρχει έστω ένας πολίτης που να πιστεύει ότι έτσι, με τέτοιο έλλειμα σοβαρότητας και ευθύνης, μπορούν να αντιμετωπιστεί το πλεόνασμα των πολλαπλών κρίσεων.
Σε κάθε περίπτωση για αντιμετωπιστεί αυτό το πλαίσιο των πολλαπλών κρίσεων, χρειάζεται αλλαγή υποδείγματος.
Και πολιτικού και οικονομικού.
Χρειάζονται κυβερνήσεις με το βλέμμα στραμμένο όχι στο πολιτικό κόστος, αλλά στις ανάγκες της κοινωνίας και στο αύριο.
Και επίσης χρειάζονται θαρραλέες επιλογές και τομές.
Να αλλάξουμε πορεία στον αναπτυξιακό μας σχεδιασμό, στο μετασχηματισμό του παραγωγικού μας μοντέλου.
Δεν μπορούμε να επαναλαμβάνουμε αποτυχημένες συνταγές του παρελθόντος που όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουν τις διαρθρωτικές αδυναμίες της χώρας, αλλά τις επιδεινώνουν.
Μόλις χθες το ΙΟΒΕ, στο πλαίσιο της τριμηνιαίας του έκθεσης, παρουσίασε μια ανησυχητική εικόνα για την ελληνική οικονομία.
Προειδοποιεί ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν είναι στέρεοι, οφείλονται κυρίως στην υψηλή κατανάλωση και όχι σε μια πραγματική και βιώσιμη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου.
Έχοντας πλήρη επίγνωση των δυσκολιών που θα κληρονομήσουμε, έχουμε ήδη διατυπώσει και συνεχίζουμε να επεξεργαζόμαστε, ένα πρόγραμμα βιώσιμης και δίκαιης ανάκαμψης.
Θα ήθελα, όμως, να σταθώ περισσότερο στο κεφαλαιώδες ζήτημα των υψηλών τιμών πληθωρισμού και της ανάσχεσης του εκρηκτικού φαινομένου της ενεργειακής φτώχειας.
Η χώρα έχει ανάγκη από μια κυβέρνηση που να πιστεύει στον παρεμβατικό και ρυθμιστικό ρόλο του κράτους.
Κι όχι μια κυβέρνηση που να θεωρεί προπατορικό αμάρτημα να ρυθμίζει τις αγορές και να παρεμβαίνει υπέρ του δημόσιου συμφέροντος.
Χρειαζόμαστε μια κυβέρνηση με πολιτική βούληση να συγκρουστεί με μεγάλα συμφέροντα, αν χρειαστεί, για τη ρύθμιση των ολιγοπωλιακών κλάδων της οικονομίας.
Μια κυβέρνηση που θα ισχυροποιήσει τις ρυθμιστικές Αρχές, που θα ενισχύσει τη συμμετοχή σε επιχειρήσεις δημοσίου συμφέροντος όπως η ΔΕΗ, ορίζοντας ένα κατάλληλο σχήμα διοίκησης με σαφή πολιτική εντολή τη συγκράτηση των τιμών.
Με τις τιμές στη χονδρική αγορά του ηλεκτρισμού να εκτοξεύονται ξανά στα επίπεδα των 300 €/MWh, με πολύ πιθανή την προοπτική διατήρησής τους στα επίπεδα αυτά, είναι ανάγκη να πάρουμε άμεσα και δραστικά μέτρα.
Που σημαίνει:
- Αναστολή, αν χρειαστεί, του χρηματιστηρίου ενέργειας.
- Πλαφόν στη χονδρική και τη λιανική, αν χρειαστεί, τιμή του ρεύματος.
- Μείωση του ΕΦΚ στα κατώτατα ευρωπαϊκά όρια.
Αυτές είναι ενέργειες άμεσης παρέμβασης για την ανάσχεση του φαινομένου.
Όπως είπα όμως, και θέλω να κλείσω με αυτό, αυτό που θα επαναφέρει την ασφάλεια και την προοπτική για τους εργαζόμενους, τις επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά στη χώρα μας είναι να μπορέσουμε να οργανώσουμε με σοβαρότητα, συνέπεια και αποφασιστικότητα ένα σοβαρό, εναλλακτικό, σύγχρονο πολιτικό σχέδιο για την επόμενη μέρα.
Προϋπόθεση είναι η ανάδειξη μιας σύγχρονης και υπεύθυνης κυβέρνησης, που θα δρα με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και την προστασία του περιβάλλοντος.
Με λίγα λόγια, προϋπόθεση είναι η πολιτική αλλαγή, για να μπορέσει η Ελλάδα να βρει το βηματισμό της και να συνεισφέρει στο βαθμό που της αναλογεί, σε μια νέα ευρωπαϊκή στρατηγική, που θα δώσει ξανά ασφάλεια και προοπτική σε κάθε πολίτης της Ένωσής μας».
Σύμφωνα με τον κ. Τσίπρα, τα κράτη, με την εξαίρεση της ελληνικής κυβέρνησης, επεμβαίνουν πλέον υπό το φόβο της κατάρρευσης των ενεργειακών εταιρειών για να διασφαλίσουν το δημόσιο συμφέρον και την ενεργειακή ασφάλειά τους από τη στιγμή που βρισκόμαστε σε ένα πολύ οριακό σημείο για την Ευρώπη: «Η εθνικοποίηση της γαλλικής EDF, που ανακοινώθηκε χθες Τετάρτη, είναι το πιο ισχυρό παράδειγμα σε αυτή την κατεύθυνση και δείχνει μια τάση απολύτως ξένη με πρακτικές όπως της ελληνικής κυβέρνησης, που σε καιρό ενεργειακής κρίσης επέλεξε την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, στερώντας από το κράτος το βασικό εργαλείο για τη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης».
Σε σχέση με τις ευρωπαϊκές κυρώσεις στη Ρωσία, υπογράμμισε πως πυροβολούμε τα πόδια μας: «Η Ευρώπη δεν οργανώνει, δεν σχεδιάζει και δεν εκπονεί μια συντεταγμένη στρατηγική, που θα την καταστήσει ασφαλή στις κρίσεις και τις αναταράξεις, στον ασταθή και πολυπολικό μας κόσμο».
Ο ίδιος παρατηρεί πως βρισκόμαστε μπροστά ή μέσα σε ένα καζάνι που βράζει, ίσως σε διαφορετικές θερμοκρασίες στις διάφορες περιοχές του κόσμου, αλλά σίγουρα από τις ίδιες αιτίες.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, εξάλλου, ζήτησε έκτακτα μέτρα για την ανάσχεση του στασιμοπληθωρισμού και της ενεργειακής φτώχειας:
- Tην αναμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας του χρηματιστηρίου ενέργειας.
- Τη θέσπιση πλαφόν στα υπερκέρδη των παραγωγών.
- Tην επέκταση της ρήτρας διαφυγής.
- Tην αναθεώρηση του Σύμφωνου Σταθερότητας και την επέκταση του εύρους και της διάρκειας του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
«Έχω πολλές φορές αναφερθεί στα δύο κρίσιμα ερωτήματα, ζωής και θανάτου θα τα χαρακτήριζα, που κυριαρχούν σε όλο τον κόσμο.
- Πώς θα ανασχέσουμε την κλιματική κρίση.
- Και πώς θα ανασχέσουμε τις συνέπειες του οικονομικού μοντέλου των τελευταίων δεκαετιών.
Ερωτήματα που η πανδημία έφερε στην επιφάνεια με τραγικό τρόπο.
Η κλιματική κρίση διαβρώνει ήδη το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, οι φυσικές καταστροφές πολλαπλασιάζονται και η ανθρωπότητα καθυστερεί επικίνδυνα την πράσινη μετάβαση, ενώ οι ανισότητες διευρύνονται.
Ταυτόχρονα, το μοντέλο οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας, είναι πλέον τόσο εξωφρενικά άδικο, που είναι απολύτως ανεδαφικό να θεωρεί κάποιος ότι μπορεί να είναι βιώσιμο.
Σε ένα κόσμο που το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού, κατέχει το 76% του παγκόσμιου πλούτου, σύμφωνα με το World Inequality Report για το 2021, το τελευταίο που θα μπορούσαμε να περιμένουμε είναι σταθερότητα και συνοχή».
Κατά τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η πανδημία ήρθε να κάνει ακόμα πιο δραματικό το χάσμα, αναφέροντας ενδεικτικώς πως ενώ η παγκόσμια οικονομία πηγαίνει από την ύφεση των lockdowns στον πληθωρισμό του σήμερα, 573 νέοι δισεκατομμυριούχοι έχουν προστεθεί στη σχετική λίστα των πιο πλούσιων ανθρώπων του κόσμου από το 2020, σύμφωνα με τη μελέτη της OXFAM.
«Πιστεύει αλήθεια κανείς ότι αυτή η ξέφρενη πορεία προς τις ανισότητες και την κατάφωρη κοινωνική αδικία, καθιστά τον κόσμο μας ασφαλή και βιώσιμο;
Μήπως ήρθε η στιγμή να μπει ένα τέρμα στις αυταπάτες για τον αυτόματο πιλότο της αγοράς;
Ένα τέρμα στο αλόγιστο κυνήγι του κέρδους που αγνοεί τη συνθήκη της κοινωνικής συνοχής, ακόμα και της παγκόσμιας σταθερότητας;
Σε αυτή την τρομακτική εικόνα των ανισοτήτων μέχρι χθες, έρχονται σήμερα να προστεθούν δύο επιπλέον παράγοντες, που αναμένεται να τις διευρύνουν ακόμη περισσότερο και να επιβαρύνουν περαιτέρω το οικονομικό και πολιτικό κλίμα:
Πρώτον η κρίση της ακρίβειας και του πληθωρισμού που μετά από δεκαετίες επανεμφανίζονται, αυτή τη φορά με ιδιαίτερα έντονο τρόπο.
Οφείλονται κυρίως σε ανισορροπίες, τόσο στην προσφορά, όσο και στη ζήτηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας και αναδεικνύουν αδυναμίες του τρόπου που έχει οργανωθεί η οικονομία στο πλαίσιο των παγκοσμιοποιημένων αλυσίδων αξίας.
Και φυσικά στην αναντίστοιχη με το επείγον της περιόδου, πορεία της πράσινης μετάβασης.
Αυτά όλα έφεραν, ιδιαίτερα την Ευρώπη, μπροστά στο φάσμα της ενεργειακής ανασφάλειας και της συνεπαγόμενης πληθωριστικής έκρηξης.
Και δεύτερον ο πόλεμος στην ευρύτερη γειτονιά μας.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η σύγκρουση με τη Δύση, ρίχνει λάδι στη φωτιά της ακρίβειας και δίνει σε όλους να καταλάβουν ότι όχι μόνο δεν βρισκόμαστε μπροστά στο «τέλος της ιστορίας», αλλά βρισκόμαστε μπροστά στον εφιάλτη ενός πυρηνικού πολέμου και χρειάζεται να αγωνιστούμε για έναν ειρηνικό και ασφαλή κόσμο.
Ο δε οικονομικός πόλεμος, δίπλα στον πόλεμο των όπλων, έχει οδηγήσει ήδη σε μια πρωτοφανή ενεργειακή κρίση και πολύ φοβάμαι, σύντομα και σε επισιτιστική».
Κατά τον πρώην πρωθυπουργό, η Ευρώπη βιώνει τις επιπτώσεις εντονότερα από ό,τι ο υπόλοιπος αναπτυγμένος κόσμος, πληρώνοντας το έλλειμμα ηγεσίας και την αδυναμία χάραξης μιας αυτόνομης πορείας διαχρονικά.
Ο ίδιος χαρακτηρίζει τη Γηραιά Ήπειρο εξαρτημένη ενεργειακά από τη Ρωσία κι εγκλωβισμένη ιδεολογικά σε νεοφιλελεύθερες συνταγές, αντιμετωπίζει την εκτόξευση του κόστους ενέργειας κι έναν υψηλό πληθωρισμό που απειλεί ευθέως ξανά τόσο την κοινωνική συνοχή όσο και τη δημοσιονομική της ισορροπία.
«Είναι δυστυχώς πολύ γνώριμη και πολύ πρόσφατη η συνθήκη αυτού του αδιεξόδου.
Στην κρίση του 2008 τα κράτη έσωσαν τις τράπεζες.
Σήμερα στη θέση των τραπεζών είναι οι εταιρείες του κλάδου της ενέργειας στην Ευρώπη.
Που μέσα σε λίγα χρόνια, βλέπουν τα business plans να καταρρέουν και ανταγωνίζονται για πολύ μικρότερα αποθέματα σε τετραπλάσιες και πενταπλάσιες τιμές από τα συμβόλαια που είχαν συνάψει για την παροχή ρωσικού αερίου».
«Το χθεσινό χαμηλό 20ετίας του ευρώ έναντι του δολαρίου ήταν ένα σοκ και ταυτόχρονα μια υπενθύμιση για το πόσο λανθασμένα έχει κινηθεί η ήπειρός μας σε αυτούς τους πολύ απαιτητικούς και δύσκολους καιρούς.
Και η εξέλιξη αυτή επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την κρίση του πληθωρισμού στην Ευρώπη.
Τη δύσκολη αυτή κατάσταση ήρθε να επιβαρύνει η πρακτική των χωρίς μέτρο και σαφείς στόχους κυρώσεων προς τη Ρωσία, τη στιγμή που όλη η ήπειρός μας είναι ενεργειακά εξαρτημένη από τα ρωσικά αποθέματα αερίου.
Κυρώσεων, που υποτίθεται ότι πιέζουν και τιμωρούν τον εισβολέα, αλλά τελικά κατέληξαν να πλήττουν αυτόν που τις θεσπίζει.
Διότι οι κυρώσεις είναι αποτελεσματικές όταν πιέσουν και δουλεύουν υπέρ της εξεύρεσης διεξόδου.
Αντί, όμως, ταυτόχρονα να εξαντλούμε όλα τα διπλωματικά περιθώρια, με στόχο την ειρήνη και την ασφάλεια, αποδεχτήκαμε μια λογική επ’ αόριστον συμμετοχής σε έναν πόλεμο με οικονομικά μέσα, πυροβολώντας, σύμφωνα με μια εύστοχη διατύπωση, τα δικά μας πόδια.
Αυτές οι επιλογές κοστίζουν ακριβά.
Και κοστίζουν διότι είναι κινήσεις αντίδρασης, όχι ενέργειες προσχεδιασμένης δράσης».
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έφερε δύο παραδείγματα από τα χρόνια της δικής του διακυβέρνησης για το τι εννοεί σχέδιο και στρατηγική με το βλέμμα στο μέλλον:
«Το 2015 στην Ελλάδα, η απελθούσα κυβέρνηση μάς άφησε με άδεια ταμεία, ουσιαστικά εκτός προγράμματος (χωρίς να κλείσει την πέμπτη αξιολόγηση) και με περίπου 21 δισ. ευρώ πληρωμές για το χρέος μέσα στο έτος.
Το 2019 η νέα κυβέρνηση είχε, ανάμεσα σε άλλα πλεονεκτήματα, το μαξιλάρι ρευστότητας και ρυθμισμένο χρέος.
Πολύ κουβέντα έχει γίνει για το μαξιλάρι, λιγότερη για τις συνέπειες του έργου μας στο πεδίο του χρέους.
Ποιες είναι οι πιο σημαντικές συνέπιες;
Μια συνέπεια που δεν έχει αναδειχτεί όσο της αξίζει είναι ότι πια μεγάλο μέρος του χρέους μας έχει σταθερό, και χαμηλό, επιτόκιο.
Με ένα συντηρητικό υπολογισμό, αυτό αφορά περίπου το 75% του συνολικού μας χρέους για κατά μέσο όρο 20 χρόνια (τόσο το υπολογίζουν οι οίκοι αξιολόγησης και οι επενδυτές).
Αν έχουμε ορίζοντα τα επόμενα πέντε με επτά χρόνια, αυτό το ποσοστό ανεβαίνει πάνω από 90% του χρέους.
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες μέχρι το 2033 διακυμαίνονται από πέντε δισ. ευρώ το χρόνο στις καλές χρονιές μέχρι οκτώ με εννέα δισ. ευρώ στις χειρότερες– αριθμός που ελάχιστα αλλάζει και σε κάθε περίπτωση πολύ χαμηλότερος από τα 21 δισ. ευρώ που έπρεπε να πληρώσουμε με τα ταμεία άδεια, το 2015.
Άρα δεν προφυλάξαμε τη χώρα μόνο με το μαξιλάρι– η σημασία του οποίου τώρα έχει μια ευρύτατη αναγνώριση μετά την υγειονομική κρίση.
Συνεπώς τόσο με το λεγόμενο μαξιλάρι, όσο όμως και με τη ρύθμιση του χρέους που πετύχαμε, διασφαλίσαμε τη χώρα όχι με ορίζοντα τη δική μας εκλογική θητεία, αλλά με ορίζοντα μακροπρόθεσμο.
Δεν μας ένοιαζε μόνο να εξαργυρώσουμε επικοινωνιακά την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια.
Μας ενδιέφερε και δώσαμε μάχη για μια βιώσιμη έξοδο.
Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στη σημερινή συγκυρία όπου όχι μόνο οι αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά και χώρες όπως η Ιταλία, αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα με τις αποφάσεις του Fed για αυξήσεις επιτοκίων και σταδιακή μείωση της νομισματικής χαλάρωσης.
Και οι πιο πολλοί οικονομολόγοι προβλέπουν μια ανοδική πορεία των επιτοκίων τα επόμενα χρόνια.
Ακόμα και ο φόβος στην ευρωζώνη για τον κατακερματισμό των κρατικών ομολόγων (υψηλά επιτόκια για το Νότο, χαμηλά για το Βορρά), που προσπαθεί να αντιμετωπίσει η ΕΚΤ, δεν επηρεάζει ιδιαίτερα τη χώρα μας.
Αντιθέτως, για μας, οι σταθερές και υπολογίσιμες, χρηματοδοτικές ανάγκες ελευθερώνουν πόρους για κοινωνικές και αναπτυξιακές πολιτικές.
Με σωστές πολιτικές, λοιπόν, μπορεί να κρατηθεί ο μεγάλος όγκος του ελληνικού χρέους αλλά να μειώνεται ο λόγος χρέους/ ΑΕΠ, μέσω της ανάπτυξης.
Αυτό σημαίνει καθαρός διάδρομος για την ανάπτυξη.
Το άλλο παράδειγμα, αφορά τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Διαβλέποντας τους κινδύνους της αστάθειας στην ευρύτερη γειτονιά μας, λαμβάνοντας υπ’ όψη το γενικότερο πλαίσιο των ανταγωνισμών σε μία ζωτικής γεωστρατηγικά σημασίας περιοχή της Ευρώπης, λάβαμε μια ιστορική απόφαση για την ειρήνη και τη συνεργασία, που σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά και με τον πόλεμο να σοβεί σε ευρωπαϊκό έδαφος, αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο η σημασία της.
Γνωρίζαμε το πολιτικό κόστος, γνωρίζαμε το όργιο λάσπης και συκοφαντίας στο οποίο μπορεί να φτάσει ο πολιτικός μας αντίπαλος και η συγκοινωνούσα με αυτόν ακροδεξιά, όμως ξέρετε είχε πολύ μεγάλη σημασία να θωρακίσουμε τα συμφέροντα της χώρας και να αποκαταστήσουμε το ρόλο της ως πυλώνα ασφάλειας και σταθερότητας στην περιοχή.
Τα υπενθυμίζω αυτά γιατί φοβάμαι ότι σήμερα δεν αποτελεί κυρίαρχη πολιτική τάση στην Ευρώπη ο σχεδιασμός με το βλέμμα στο μέλλον.
Αλλά κυριαρχεί η τάση να κλοτσάμε πάντα το τενεκεδάκι λίγο παρακάτω.
Και κάπως έτσι έχουμε φτάσει στα σημερινά αδιέξοδα».
Κατά τον κ. Τσίπρα, μπροστά σε αυτά τα αδιέξοδα δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να στρίψουμε επειγόντως το τιμόνι σε άλλη κατεύθυνση και πρώτα από όλα για το πολύ επείγον, δηλαδή τον τερματισμό του πολέμου και τον περιορισμό των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης, αλλά και για το αύριο, δηλαδή την οχύρωση απέναντι σε ένα νέο δημοσιονομικό κραχ, την αποκατάσταση της ενεργειακής ασφάλειας, την επιτάχυνση της δίκαιης πράσινης μετάβασης, τη διεύρυνση των πόρων και των πολιτικών που ενισχύουν την κοινωνική συνοχή.
«Σε αυτό το πνεύμα, είναι πολύ θετική η επίσκεψη των τριών αρχηγών κυβερνήσεων στην Ουκρανία και ειδικά η προσπάθεια που καταβάλλει ο Ιταλός πρωθυπουργός στη βάση μιας πρότασης για ειρήνη.
Εάν ο πόλεμος συνεχιστεί και οι οικονομικές και ενεργειακές επιπτώσεις οξυνθούν, η Ευρώπη θα είναι ένας από τους βαριά ηττημένους του πολέμου.
Γι’ αυτό και τέτοιες πρωτοβουλίες πρέπει να είναι ο ένας άξονας μιας ενεργητικής και αποτελεσματικής ευρωπαϊκής στρατηγικής.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει εδώ και τώρα να λάβει αποφάσεις για μια αλληλέγγυα αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και να μην αφήσει στο έλεός της τα μεμονωμένα κράτη.
Σε αυτή την κατεύθυνση, μάλλον θετικό γεγονός είναι χθεσινή δήλωση της προέδρου της Επιτροπής, κυρίας Φον ντερ Λάιεν, ότι στα μέσα Ιουλίου η Κομισιόν θα παρουσιάσει σχέδιο έκτακτης ανάγκης για τη διάσωση της ενιαίας αγοράς και της ευρωπαϊκής βιομηχανίας από τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης.
Θα πρέπει πιστεύω όλοι μας, και κυρίως οι προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης, να πιέσουν στην κατεύθυνση των κοινών, διατηρήσιμων και δίκαιων ευρωπαϊκών λύσεων».