ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Να ηττηθούν οι δυνάμεις του πολέμου - Ελπίδα τα φιλειρηνικά κινήματα

Ουκρανοί πολίτες στα καταφύγια AP Photo/Evgeniy Maloletka

Ας ξεκινήσω το άρθρο αυτό με το εύλογο. Την αναδρομή στην ιστορία. Γιατί αν δεν γνωρίζεις ιστορία, δεν μπορεί να κατανοήσεις πολλές από τις καταστάσεις που συμβαίνουν και ανακυκλώνονται στην πορεία της ανθρωπότητας.

Η Ουκρανία τον 19ο αιώνα, ήταν η τοποθεσία του Ωχρού Εποικισμού της Ρωσίας, όπου αποστέλλονταν να ζήσουν οι Εβραίοι της τσαρικής αυτοκρατορίας, κυρίως σε γκέτο.

Από τότε μέχρι σήμερα, η τεράστια πεδιάδα και η στέπα της έγιναν, εκατέρωθεν, πολλές φορές, πεδία αιματηρών μαχών επίδοξων κατακτητών.

Και καθώς διανύουμε πλέον την πέμπτη ημέρα, από την επίθεση της Ρωσίας, που κανείς μας δεν ήθελε να πιστέψει πως θα γινόταν, οι συνειρμοί και οι παραλληλισμοί είναι έντονοι.

Ο αναθεωρητισμός του Πούτιν καταδικάζεται (και ορθά) τώρα από ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα, δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε το γεγονός ότι έχουμε δίπλα μας την Τουρκία. Ένας γείτονας, όπου ο αναθεωρητισμός των διεθνών συμβάσεων και των συνόρων είναι δομικό στοιχείο στην εξωτερική του πολιτική, ιδιαίτερα μετά την εισβολή στην Κυπριακή Δημοκρατία το 1974, με σχεδόν τα ίδια επιχειρήματα με αυτά που τώρα η Ρωσία χρησιμοποιεί για να εισβάλει στην Ουκρανία.

Μια χώρα, που προήλθε από τη βίαιη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και την επίσης βίαιη μετατροπή της σε αστικό κράτος από τον Μουσταφά Κεμάλ Πασά. Και ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία, πέρα την κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου, δεν διστάζει να εισβάλει πότε στη Συρία και πότε στο Ιράκ, με πρόσχημα την τρομοκρατία και να στέλνει μισθοφορικό στρατό, «στρατιωτικούς συμβούλους» και όπλα στη Λιβύη, χρησιμοποιώντας την κυβέρνηση της Τρίπολης εναντίον της Ελλάδος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τουρκολυβική συμφωνία για την ΑΟΖ.

Το παράδοξο ή αλλιώς μια ειρωνεία της Ιστορίας, είναι το γεγονός πως στη Διάσκεψη της Γιάλτας το 1945, η Ρωσία υποστήριξε ότι η Ουκρανία θα έπρεπε να είναι μια ανεξάρτητη χώρα και άξια της ψήφου στα Ηνωμένα Έθνη, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Βρετανία υποστήριζαν ότι ήταν μια περιοχή εντός της Ρωσίας. Είχε βέβαια προηγηθεί ο «μεγάλος λιμός» (Γολοντομόρ) του ουκρανικού πληθυσμού το 1932-1933 για να συνεχιστεί από τον «Μεγάλο Τρόμο» από το 1933-1939, στον αγροτικό πληθυσμό της Ουκρανίας μέσω της εσωτερικής υπηρεσίας ασφαλείας της τότε ΕΣΣΔ, την NKVD, υπό τον Λαβρέντι Μπέρια και τις οδηγίες πάντα του Ιωσήφ Στάλιν.

Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, η ουκρανική σοβιετική σοσιαλιστική Δημοκρατία ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας της, την οποία εγγυήθηκε η Ρωσία, με αντάλλαγμα την παραίτηση της Ουκρανίας από την χρήση και κατοχή πυρηνικών όπλων, στο έδαφός της. Άλλωστε η τεράστια διαρροή ραδιενέργειας που σκέπασε τα ¾ του πλανήτη, μετά την έκρηξη στον πυρηνικό αντιδραστήρα στο Τσέρνομπιλ, ήταν μόλις πέντε χρόνια πίσω.

Το 1992, εν μέρει για να ελέγξει την ανεξάρτητη Μολδαβία και το φλερτ της με τη Δύση, αλλά και να ελέγξει το δυτικό άκρο της Ουκρανίας, η Ρωσία κατέλαβε «διά αντιπροσώπου» την Υπερδνειστερία, ένα μικρό κομμάτι γης, κατά μήκος του ποταμού Δνείστερου.

Από τότε και μέχρι το 2014 κάθε άλλο παρά ήρεμα κύλησαν τα χρόνια για την Ουκρανία, με αποκορύφωμα την ανατροπή του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, την απόσχιση της Κριμαίας και της επαρχίας του Ντονμπάς, με το γεωπολιτικό status quo στην ανατολική πλευρά της Ευρώπης να παραβιαστεί και να μεταβληθεί υπέρ της Ρωσίας.

Η άλλη πλευρά του νομίσματος

Ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, άλλαξε ξανά τον χάρτη της Ευρώπης κι ανέδειξε τις ΗΠΑ ως τη μοναδική υπερδύναμη στη διεθνή σκηνή, ενώ η Γερμανία κατέστη κινητήριος οικονομική δύναμη της γηραιάς ηπείρου προωθώντας, σε μεγάλο βαθμό τον εμπορικό της ρόλο στην ΕΕ, αγνοώντας προκλητικά τον πολιτικό.

Το Βερολίνο δε, με την ισχυρότερη οικονομία στην Ευρώπη, είναι αναμφισβήτητα ο κύριος «πελάτης» της ρωσικής αγοράς ενέργειας. Καθόλου τυχαίο και πολιτικά σημαντικό ότι ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ είναι πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Nord Stream AG, εταιρείας που ανήκει στην Gazprom, τον κρατικό παραγωγό φυσικού αερίου της Ρωσίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, με το κύρος και την οικονομία των ΗΠΑ να ακολουθούν μία διαρκή φθίνουσα πορεία, μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 και τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν, την εισβολή στο Ιράκ το 2003 και τις χρηματιστηριακές φούσκες που έσκασαν το 2000, 2007 και 2009 οι οικονομικοί συσχετισμοί μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων μεταβλήθηκαν και οδήγησαν στην εκ νέου διαμόρφωση του σημερινού πολυπολικού παγκόσμιου συστήματος.

Στο Ιράκ, πρώτα ο Τζορτζ Μπους και μετά ο Μπαράκ Ομπάμα χρησιμοποίησαν τον στρατό για να ελέγξουν τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου της χώρας, μαζί με αυτά της Συρίας και της Λιβύης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο έλεγχος του παγκόσμιου πετρελαίου υπήρξε μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το στήριγμα του ισοζυγίου πληρωμών της Αμερικής.

Έτσι, από το κίνημα των Αδεσμεύτων στη δεκαετία του ‘70, περάσαμε σήμερα στην οικονομική συμμαχία Brics (Brazil, Russia, India, China, South Africa) και από την άλλη πλευρά το ΝΑΤΟ έφτασε να αριθμεί 30 κράτη-μέλη, μολονότι μετά το τέλος του Ψυχρού πολέμου και τη διάλυση του «Συμφώνου της Βαρσοβίας», θα έπρεπε ή είχε στην ουσία εκλείψει, ο λόγος ύπαρξής του.

«Εγκεφαλικά νεκρό» το είχε χαρακτηρίσει, άλλωστε, ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν και το 2019 που σχεδίαζε από κοινού με την τότε καγκελάριο της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ τη δημιουργία ενός «πραγματικά ευρωπαϊκού στρατού», που έμεινε στα λόγια, όπως και προηγούμενες προσπάθειες τη δεκαετία του ’90.

Η ρωσική οργή και ο νεοφιλελευθερισμός

Στις τρέχουσες εξελίξεις, όμως, συνέβαλε και η μη ένταξη της Ρωσίας σε μία νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη, με έλεγχο των εξοπλισμών, που ξεκίνησε το 1997 και που θα παρείχε εγγυήσεις τόσο στην ίδια όσο και στις γειτονικές της χώρες.

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν θεωρεί πως η Δύση υποσχέθηκε το 1990, με την ενοποίηση της Γερμανίας, ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί «ούτε μια ίντσα προς τα ανατολικά», αλλά εξαπάτησε την Μόσχα και το έκανε με απώτερο σκοπό να πλήξει τη Ρωσία. Επιδιώκει λοιπόν να φέρει τη Δύση προ τετελεσμένου γεγονότος, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα για την εισβολή στην Ουκρανία την παροχή βοήθειας στις αποσχισθείσες δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, τις οποίες και αναγνώρισε την παραμονή της επίθεσης, ως ανεξάρτητα κράτη.

Όμως η σημερινή Ρωσία δεν είναι Σοβιετική Ένωση, έχει το ένα δεύτερο του πληθυσμού που είχε η ΕΣΣΔ, αναλόγως μικρότερη οικονομική και στρατιωτική ισχύ σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, πόσο μάλλον σε σχέση με το σύνολο της Δύσης.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέστησαν σαφές, από το 2000 όταν ανέλαβε ο Πούτιν την εξουσία, ότι τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα, πρέπει να παραμείνουν εντός των συνόρων τους και να γνωρίζουν τη θέση τους στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων.

Αλλά η Ρωσία και η Κίνα δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια. Την τελευταία εικοσαετία με αργά αλλά σταθερά βήματα, προχώρησαν στη λεγόμενη «αποδολαριοποίηση» των αγορών τους.

Οι εν λόγω δύο χώρες δημιούργησαν τα δικά τους συστήματα πίστωσης και εκκαθάρισης τραπεζών, που έχουν αποδολαριοποιηθεί και διατηρούν τα διεθνή νομισματικά αποθέματά τους με τη μορφή χρυσού, ευρώ και νομισμάτων η μια της άλλης για να διεξάγουν το αμοιβαίο εμπόριο και τις επενδύσεις τους.

Ο μόνος τρόπος για τις Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρήσουν τη διεθνή χρηματοοικονομική τους ισορροπία είναι η μονοπωλιακή τιμολόγηση των όπλων τους, οι κατοχυρωμένες με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας εξαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων και τεχνολογίας πληροφοριών και αγοράζοντας τον έλεγχο των πιο προσοδοφόρων τομέων παραγωγής και φυσικών πόρων σε οικονομικά ευάλωτες χώρες.

Με πιο απλά λόγια, διαδίδοντας και εδραιώνοντας τη γνωστή και μη εξαιρετέα νεοφιλελεύθερη οικονομία που κάθε άλλο παρά σχέση με την ελευθερία των χωρών και των λαών έχει. Το αποτέλεσμα ήταν δεκάδες χώρες παγκοσμίως, να εξαρτώνται από τα δάνεια και τις επενδύσεις των ΗΠΑ. Με λίγα λόγια, αυτή τη στιγμή, τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Ρωσία μοιάζουν να επενδύουν στην επιβολή της πολιτικής τους χρησιμοποιώντας τα δύο κύρια όπλα τους: την οικονομική και τη στρατιωτική βία, ενώ η Ευρώπη παρακολουθεί ξανά ανήμπορη να επέμβει ουσιαστικά υπέρ της ειρήνης, ακολουθώντας κατά βήμα τις ΗΠΑ. Τακτική που όπως έχει αποδείξει η ιστορία θα την «πληρώσει» ακριβά.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική

Η χώρα μας οφείλει να κρατήσει στάση αρχών: να καταδικάσει τις πολεμικές επεμβάσεις, την ρωσική εισβολή, να υποστηρίξει το διεθνές δίκαιο, να τηρήσει τις δεσμεύσεις της ως χώρας της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, αλλά και να ενεργήσει ως ευρωπαϊκός πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας, στηρίζοντας ενεργά την επιστροφή στην διπλωματική οδό, πιέζοντας την ΕΕ να ανακτήσει το ρόλο που της αρμόζει στις γεωπολιτικές εξελίξεις μέσα στη γειτονιά της.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, «πάγωσε» τον χρόνο και λειτούργησε ως χρονομηχανή που μας έστειλε δεκαετίες πίσω, τότε που μαινόταν ο ψυχρός πόλεμος, με μια μόνο σημαντική διαφορά. Τότε οι λαοί αντιδρούσαν. Το κίνημα ειρήνης παγκοσμίως σταματούσε πολέμους, έριχνε κυβερνήσεις και προέδρους υπερδυνάμεων, κρατούσε μια δυναμική ισορροπία. Σήμερα, το κίνημα ειρήνης ακούγεται στα αυτιά μας με τρόπο γλαφυρό, νοσταλγικό, ιστορικό, σαν μια ρομαντική περιόδος της ανθρωπότητας. Κάτι αντίστοιχα με τα ειρηνικά και αντιπολεμικά κινήματα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όμως σήμερα περισσότερο από ποτέ, πρέπει το βλέμμα μας να ξαναγυρίσει εκεί. Με μεγαλύτερη ένταση και πάθος, ανάλογο με την ένταση και το πάθος που δείχνουν τα γεράκια του πολέμου. Και ίσως τελικά να είναι και ο μοναδικός δρόμος που φωτίζεται πλέον, μέσα στο σκοτάδι που έχει πέσει σαν μαύρο πέπλο πάνω από την ανθρωπότητα.

Ο Γιάννης Αμανατίδης είναι βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία, πρώην υφυπουργού Εξωτερικών

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης