Βαληνάκης: Η επιθετικότητα του Ερντογάν ενθαρρύνεται από τις πρακτικές του Πούτιν
Tην άποψη ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν μπλοφάρει και καθημερινά ολισθαίνουμε προς εχθροπραξίες, γεγονός που θα έχει επιπτώσεις και στην Ελλάδα, καθώς ο Ερντογάν κινείται προς την αντιγραφή ανάλογων πρακτικών άσκησης βίας για την διευθέτηση διαφορών, εκφράζει ο Γιάννης Βαληνάκης, μιλώντας στο CNN Greece.
Ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων σχολιάζει ότι αμερικανική απροθυμία / αδυναμία αποτροπής αλλά και αποτελεσματικής αντίδρασης απέναντι στη χρήση βίας είναι τόσο εμφανής, που η άσκηση στρατιωτικής βίας από μια αποφασισμένη Μόσχα να προκύπτει ως η πιθανότερη έκβαση. Εκτιμά ωστόσο ότι δεν οδεύουμε προς τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο, ότι θα πρόκειται για έναν υπερσύγχρονο πόλεμο ο οποίος θα έχει μοιραία σοβαρότατες -ίσως και ιστορικές- επιπτώσεις διεθνώς.
Σε μία τέτοια περίπτωση, ο κ.Βαληνάκης εφιστά την προσοχή επειδή ενθαρρύνεται υπό τέτοιες συνθήκες η επιθετικότητα περιφερειακών «ταραξιών» όπως η Τουρκία.
Ο κ. Βαληνάκης προειδοποιεί ότι τα δεδομένα στα ελληνοτουρκικά έχουν αλλάξει δραματικά σε σχέση με προηγούμενες εποχές και δεν πρέπει να θεωρείται αδιανόητη μια τουρκική επίθεση και κατά συνέπεια η στρατιωτική αναμέτρηση με την γείτονα.
«Οι ενδείξεις ότι η Άγκυρα έχει προσθέσει την χρήση στρατιωτικής βίας στα σχέδιά της είναι πάρα πολλές για να εθελοτυφλούμε ελπίζοντας ότι θα μεταπεισθεί ή θα αλλάξει» σχολιάζει, ενώ διαβλέπει μια θεόσταλτη ευκαιρία προκειμένου, με αφορμή το Ουκρανικό, να τεθεί ως προϋπόθεση η αμοιβαία υποστήριξη έναντι κάθε απειλής από επιθετικό γείτονα.
Υπογραμμίζει δε ότι οι διερευνητικές επαφές άνοιξαν τον δρόμο στην Άγκυρα να καταθέτει «κάθε παραληρηματική διεκδίκησή της». Πρόσφατα, μάλιστα, με επιστολές στον ΟΗΕ καταγράφει θεσμικά κι επίσημα, τις ίδιες επιθετικές αιτιάσεις της, όσον αφορά την αποστρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. «Παρασύρει έτσι την Ελλάδα στο δικό της γήπεδο, αναγκάζοντάς την να απαντά επί σχεδόν αποκλειστικά τουρκικής ατζέντας» συμπληρώνει.
Ο ίδιος κάνει λόγο για «επικοινωνιακές φλυαρίες τρίτων», ακόμη και βασικών συμμάχων μας, εκτιμώντας ότι είναι απίθανο να προστρέξουν αποφασιστικά υπέρ των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
«Μια στρατηγική μάλιστα που θεωρεί την αποτροπή τετελεσμένη με την απλή υπογραφή εξοπλιστικών παραγγελιών κι όχι στη βάση επιχειρησιακά διαθέσιμων οπλικών συστημάτων, μπορεί να αποβεί άκρως επικίνδυνη» κατά τον κ. Βαληνάκη.
Αναλυτικά η συνέντευξη του Γιάννη Βαληνάκη στο CNN Greece:
- «Έτοιμη να εισβάλει στην Ουκρανία εμφανίζεται η Ρωσία. Βλέπετε πόλεμο στην Ουκρανία; Τι επιδιώκει ο Βλαντιμίρ Πούτιν και πώς φθάσαμε ως εδώ;
Είναι το πιθανότερο σενάριο και φαίνεται ότι γλιστράμε καθημερινά προς τις εχθροπραξίες. Δεν πιστεύω ότι ο Πούτιν μπλοφάρει. Αντίθετα, κινείται βάσει σχεδίου και με τελεσιγραφικές απειλές χρήσης βίας για να αποτρέψει τον εκδυτικισμό της Ουκρανίας, όχι απλά την μη-ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Βλέπει μια ιστορική ευκαιρία να αναγνωρισθεί στη Ρωσία μια ισότιμη θέση υπερδύναμης και να ανατραπεί η δυτική τάξη πραγμάτων που επιβλήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες σε βάρος της. Θεωρεί πολύ λίγα τα ανταλλάγματα που μέχρι σήμερα προσφέρονται από διάφορους δυτικούς διαπραγματευτές.
Ή λοιπόν η Δύση θα γονατίσει μπροστά στο ρωσικό τελεσίγραφο απαρνούμενη βασικές αξίες και αρχές της, ή η Μόσχα θα προωθήσει τους στόχους της επί του πεδίου διά της βίας.
Ο μόνος συνεπώς τρόπος να μην εξελιχθεί η κρίση σε ένα υπερσύγχρονο και πολυδιάστατο πόλεμο (κυβερνοεπιθέσεις κ.λπ.) είναι μια κατά κράτος δυτική υποχώρηση -που όμως δεν φαίνεται δυνατή και αποδυναμώθηκε ιδιαίτερα τις τελευταίες μέρες.
Η αμερικανική απροθυμία / αδυναμία αποτροπής αλλά και αποτελεσματικής αντίδρασης απέναντι στη χρήση βίας είναι τόσο εμφανής, που η άσκηση στρατιωτικής βίας από μια αποφασισμένη Μόσχα να προκύπτει ως η πιθανότερη έκβαση.
- Μιλάμε για έναν Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο;
Όχι, δεν βλέπω τέτοια διάσταση στη σύγκρουση, αν και ολόκληρη η υφήλιος παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα. Θα πρόκειται όμως για έναν υπερσύγχρονο πόλεμο (με πρωτόγνωρα ηλεκτρονικά και διαδικτυακά μέσα, κυβερνοεπιθέσεις, πυραυλικά πλήγματα, ψυχολογικές επιχειρήσεις κ.λπ.) ο οποίος θα έχει μοιραία σοβαρότατες -ίσως και ιστορικές- επιπτώσεις διεθνώς.
Για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ενδέχεται να δούμε εκατόμβες, μαζική βία και τεράστιο ανθρώπινο πόνο. Επιπρόσθετα απειλούνται όμως και τα ίδια τα θεμέλια του μεταπολεμικού συστήματος ευρωπαϊκής ασφάλειας: το απαραβίαστο των συνόρων, η επίλυση των διενέξεων μέσω της διπλωματίας, η ευρωατλαντική αλληλεγγύη και συνδρομή απέναντι στη χρήση βίας εναντίον της Ευρώπης.
Οι αρχές αυτές είναι θεμελιώδεις για την Ελλάδα και για αυτό η έκβαση της σύγκρουσης πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα. Κατά τα άλλα έχει ήδη πυροδοτηθεί μια διεθνής ενεργειακή κρίση που διευρύνεται και σε οικονομική (παραπέρα εκτόξευση του ενεργειακού κόστους, των πρώτων υλών, των τροφίμων και τελικά του πληθωρισμού). Αναμένεται δηλ. μια γενικότερη αστάθεια καθώς περνάμε σε μια νέα εποχή.
- Πώς θα απαντήσει η Δύση;
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι σε επίπεδο αρχών η εντυπωσιακή αδυναμία /απροθυμία της Δύσης να αποτρέψει αποτελεσματικά, αλλά και να υπερασπισθεί μια στρατιωτικά απειλούμενη και εκβιαζόμενη χώρα.
Παρά τις διαβεβαιώσεις, η δυτική απάντηση (με μέτρα στρατιωτικής ενίσχυσης της Ανατολικής Ευρώπης, κυρώσεις κ.λπ.) σε μια ρωσική εισβολή, μόνο κατ’ επίφαση θα είναι ενιαία και δύσκολα θα αποκρύψει τις τεράστιες εσωτερικές διαφορές απόψεων.
Η Δύση δείχνει, παρά τα όσα λέγονται, ότι θα αναγκαστεί τελικά να «καταπιεί» την άσκηση βίας. Άλλωστε , η Ρωσία έχει ήδη προετοιμαστεί για οικονομικές κυρώσεις και, κυρίως, διαθέτει κι εκείνη σημαντικά περιθώρια αντιμέτρων, κι όχι μόνο ενεργειακών. Στο βάθος προβάλλει άλλωστε επικίνδυνα και η προοπτική του αντιδυτικού άξονα Ρωσίας-Κίνας.
- Πώς επηρεάζεται η Ελλάδα από τις εξελίξεις στην Ουκρανία;
Ομολογώ ότι με εντυπωσιάζει η απουσία δημόσιου ενδιαφέροντος περί τα τεκταινόμενα. Φαίνεται να παραπέμπει σε μια γενικότερη υποτίμηση των επιπτώσεων της επαπειλούμενης σύγκρουσης και σε απουσία στρατηγικού προβληματισμού.
Η συνήθης ελληνική ανάλυση επικεντρώνεται στον ρόλο των νέων αμερικανικών διευκολύνσεων στην Αλεξανδρούπολη που ναι μεν ενισχύουν τις ελληνικές μετοχές, αλλά παράλληλα ενοχλούν ιδιαίτερα τη Ρωσία.
Εξάλλου, αν κρίνουμε από την ανακοινωθείσα σύνθεση της πρόσφατης κυβερνητικής σύσκεψης για την Ουκρανική Κρίση, η ενεργειακή διάσταση είναι εκείνη που απασχολεί την πολιτεία. Ασφαλώς και είναι άκρως σημαντική. Η παγκόσμια ενεργειακή κρίση που εκτυλίσσεται αναμένεται να πλήξει την οικονομία μας και το εισόδημα των νοικοκυριών ακόμη πιο έντονα. Αναταράξεις θα υπάρξουν πιθανότατα και στα τουριστικά ρεύματα από τις περιοχές αυτές.
Υπάρχουν όμως κι άλλες καίριες διαστάσεις. Πολλοί από τους 120.000 ομογενείς μας στην Ουκρανία βρίσκονται ήδη μεταξύ διασταυρούμενων πυρών και πιθανόν να κινηθούν προς την πατρίδα μας. Χρήσιμη ήταν η μετάβαση του κ. Δένδια στη Μαριούπολη, αλλά δεν ξέρω αν υπάρχουν σχέδια για την απομάκρυνση ομογενών που θα ζητήσουν να απομακρυνθούν (πχ. στη Θράκη). Κακώς, πιστεύω, οι ίδιοι δεν ανησυχούν, δεδομένου ότι όσα μπορούσαν να γίνουν χθες δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορούν να πραγματοποιηθούν αύριο. Είχα προτείνει στα μέσα Ιανουαρίου την έγκαιρη δια θαλάσσης απομάκρυνσή τους. Όμως, ακόμη κι αν δεν υπάρξει σύρραξη, ήδη ο ουκρανικός εναέριος χώρος έχει καταστεί επικίνδυνος και τα παράλια τελούν υπό ρωσικό ναυτικό αποκλεισμό. Ας ελπίσουμε ότι υπάρχει σχέδιο μετεγκατάστασής τους.
Πάνω απ’ όλα όμως, και ανεξάρτητα από ιστορικές συμπάθειες προς τη Ρωσία, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η Μόσχα προωθεί βίαιες επαναχαράξεις συνόρων και ανακατανομές ισχύος που μάς βρίσκουν κατηγορηματικά αντίθετους σε επίπεδο αρχών.
Ο Ερντογάν αντίθετα, εξελίσσεται σε θαυμαστή της «σιδηράς πυγμής» του Πούτιν και κινείται προς την αντιγραφή τέτοιων πρακτικών: Προβάλλεις εν γνώσει σου παράλογες απαιτήσεις υπολογίζοντας ότι η βέβαιη απόρριψή τους ανοίγει τον δρόμο για ένοπλη επιβολή «λύσης στα μέτρα σου». Είναι επικίνδυνη κάθε εξέλιξη κατά την οποία ο νικητής «επί του πεδίου» υπαγορεύει τους επαχθείς όρους του. Ενθαρρύνεται υπό τέτοιες συνθήκες η επιθετικότητα περιφερειακών «ταραξιών» όπως η Τουρκία.
- Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα;
Οι περιστάσεις απαιτούν άμεσα «ακροβατικές» κινήσεις ανάμεσα στις συμμαχικές δεσμεύσεις, την ευρωπαϊκή αποτροπή και την παραδοσιακά σημαντική σχέση με τη Μόσχα. Πρέπει να επικεντρωθούμε στο πραγματικό διακύβευμα για την Ελλάδα.
Μια χώρα που επικαλείται σταθερά τις αρχές της αλληλεγγύης και αμυντικής συνδρομής, οφείλει να αποδείξει έμπρακτα ότι τις τιμά απέναντι σε κράτη-μέλη ΕΕ και ΝΑΤΟ (η Ουκρανία πάντως δεν είναι). Δεν είδα τέτοιες κινήσεις, την ίδια ώρα που τις απαιτούμε από τους άλλους απέναντι στην Άγκυρα.
Έχει προκύψει μια θεόσταλτη ευκαιρία η προκειμένου με αφορμή το Ουκρανικό, να τεθεί ως προϋπόθεση η αμοιβαία υποστήριξη (κυρίως από τα πρώην ανατολικά και σκανδιναβικά κράτη ) έναντι κάθε απειλής από επιθετικό γείτονα. Πρέπει συνεπώς να αξιοποιήσουμε τη σπάνια συγκυρία με ένα στόχο: την έμπρακτη και χωρίς ασάφειες κατοχύρωση της αμοιβαίας υποχρέωσης συνδρομής έναντι παντοειδών εξωτερικών επιθέσεων.
Η ασφάλεια πρέπει να είναι αδιαίρετη -για όλα τα μέλη και καθ’όλο το μήκος των εξωτερικών ευρωπαϊκών συνόρων. Κατά συνέπεια, κάθε δήλωση, συνδρομή και κύρωση που θα αναδιαμορφώσουμε το επόμενο διάστημα θα πρέπει να συνδεθεί με αντίστοιχη αλληλεγγύη στην αποτροπή, επιβολή κυρώσεων και αμυντική συνδρομή έναντι της Τουρκίας.
- Πώς βλέπετε τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις ;
Η χώρα μας αντιμετωπίζει καθαρά επιθετικές προκλήσεις από την Τουρκία με αμφισβήτηση ακόμη και της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Όμως αντιμετωπίζονται με ισοπεδωτικές αναλύσεις περί δήθεν «πάγιων» τουρκικών θέσεων και πιεζόμενου εσωτερικά Ερντογάν με αποτέλεσμα έναν παραπλανητικό εφησυχασμό.
Η προσήλωση στην ειρηνική διευθέτηση των διεθνών προβλημάτων, στην ευρωπαϊκή λογική του διαλόγου, αλλά και σε αποτρεπτική στρατηγική, είναι και πρέπει να παραμείνουν κεντρικοί πυλώνες της εθνικής στρατηγικής. Όμως τα δεδομένα έχουν αλλάξει δραματικά σε σχέση με προηγούμενες εποχές.
Η χώρα μας έχει ρυμουλκηθεί σε έναν εφ’ όλης της (τουρκικής) ύλης διάλογο με την Άγκυρα, η οποία σχεδόν καθημερινά διευρύνει τις επιθέσεις της.
Έχω επανειλημμένα υπογραμμίσει ότι οι διερευνητικές επαφές άνοιξαν τον δρόμο στην Άγκυρα να καταθέτει κάθε παραληρηματική διεκδίκησή της. Πρόσφατα πρόσθεσε και ένα ακόμη επικίνδυνο πεδίο έμμεσης διαπραγμάτευσης: Με επιστολές στον ΟΗΕ καταγράφει, ανεμπόδιστα κι εδώ, θεσμικά κι επίσημα, τις ίδιες επιθετικές αιτιάσεις της. Παρασύρει έτσι την Ελλάδα στο δικό της γήπεδο, αναγκάζοντάς την να απαντά επί σχεδόν αποκλειστικά τουρκικής ατζέντας.
Το ίδιο επιχειρεί, κάπως διακριτικότερα, μέσω ΝΑΤΟ στο εκρηκτικό ζήτημα της δήθεν αποστρατικοποίησης.
Από την πλευρά μας αδυνατούμε να αξιοποιήσουμε αποφασιστικά μια δυστυχώς πολυφωνική ΕΕ -το ίδιο και τις πολυδιαφημισμένες νέες συμμαχίες μας που αποδυναμώνονται χειρουργικά από την ευέλικτη αντεπίθεση του Ερντογάν. Το να ενημερώνουμε εταίρους, συμμάχους και τρίτους είναι ασφαλώς χρήσιμο. Αλλά απείρως πιο χρήσιμο είναι να έχουμε κάτι να αντιπροτείνουμε και οι προσπάθειες αυτές να αποδίδουν. Μετρήσιμο και ουσιαστικό αποτέλεσμα είναι να καταγράφεται και ότι ανταποκρίνονται -χωρίς μισόλογα, πρακτικά, και επί του πεδίου. Κι εδώ, όπως λένε οι Γάλλοι, «έχουμε μείνει με την πείνα μας»…
- Θεωρείτε πιθανό ένα επεισόδιο με την Τουρκία;
Μέσα στο πλαίσιο των εξελίξεων που περιέγραψα συνολικά παραπάνω, δεν πρέπει να θεωρείται αδιανόητη μια τουρκική επίθεση και κατά συνέπεια η στρατιωτική αναμέτρηση με την γείτονα.
Οι ενδείξεις ότι η Άγκυρα έχει προσθέσει την χρήση στρατιωτικής βίας στα σχέδιά της είναι πάρα πολλές για να εθελοτυφλούμε ελπίζοντας ότι θα μεταπεισθεί ή θα αλλάξει.
Ούτε κανείς εγγυάται ότι η σύγκρουση θα περιοριστεί σε ολιγόωρο επεισόδιο. Επιπρόσθετα, παρά τις επικοινωνιακές φλυαρίες τρίτων, ακόμη και βασικών συμμάχων μας, παραμένει απίθανο να προστρέξουν αποφασιστικά υπέρ των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Μια στρατηγική μάλιστα που θεωρεί την αποτροπή τετελεσμένη με την απλή υπογραφή εξοπλιστικών παραγγελιών κι όχι στη βάση επιχειρησιακά διαθέσιμων οπλικών συστημάτων, μπορεί να αποβεί άκρως επικίνδυνη.
Τέλος, οι εξοπλισμοί μας δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται απλά ως εργαλεία επίδειξης σημαίας και αποτροπής, αλλά και ως αξιόπιστοι συντελεστές νίκης στην απευκταία περίπτωση μιας τουρκικής επίθεσης.