Χρήστος Σαρτζετάκης: Το ύστατο χαίρε στον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας στη Μητρόπολη Αθηνών
Ανανεώθηκε:
Με τιμές αρχηγού κράτους τελείται σήμερα Δευτέρα στις 12:00 το μεσημέρι η εξόδιος ακολουθία του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Χρήστου Σαρτζετάκη, στη Μητρόπολη Αθηνών.
Το φέρετρο με τη σορό του Χρήστου Σαρτζετάκη έφτασε καλυμμένο με την ελληνική σημαία στην Μητρόπολη Αθηνών ενώ στο προαύλιο απέδωσε τιμές άγημα της Προεδρικής Φρουράς.
Τους επικήδειους θα εκφωνήσουν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Μαρία Γεωργίου, και ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο Πειραιώς, Θεόδωρος Παναγόπουλος.
Μετά την εξόδιο ακολουθία θα ακολουθήσει πομπή προς το Α΄Νεκροταφείο με τη σορό του Χρήστου Σαρτζετάκη να τοποθετείται πάνω σε κιλλίβαντα.
Στη Μητρόπολη Αθηνών βρέθηκαν, μεταξύ άλλων, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, ο πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ, Νίκος Ανδρουλάκης, ο πρόεδρος της Βουλής, Κωνσταντίνος Τασούλας, ο επικεφαλής του ΜεΡΑ 25, Γιάνης Βαρουφάκης κ.α.
Να σημειωθεί ότι για την απώλεια του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, τηρήθηκε τριήμερο δημόσιο πένθος, ενώ σύμφωνα με ανακοίνωση από το γραφείο του εκλιπόντος πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, λόγω των υγειονομικών μέτρων, η ταφή του Χρήστου Α. Σαρτζετάκη θα τελεστεί σε στενό οικογενειακό κύκλο στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Επισημαίνεται επίσης πως η οικογένεια εξέφρασε την επιθυμία τυχόν δωρεές να κατατεθούν στην Φλόγα: Σύλλογος Γονιών Παιδιών με Νεοπλασματική Ασθένεια και στην Εστία Κέντρο Κοινωνικής Φροντίδας ατόμων με νοητική υστέρηση.
Δημόσια δαπάνη η κηδεία
Με Κοινή Υπουργική Απόφαση των υπουργών Εσωτερικών Μάκη Βορίδη, Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα και Εθνικής 'Αμυνας Νικόλαου Παναγιωτόπουλου, η κηδεία του Χρήστου Σαρτζετάκη θα τελεσθεί με δημόσια δαπάνη. Αποφασίστηκε να αποδοθούν κατά την κηδεία του οι τιμές που προσήκουν σε αρχηγό κράτους «ως ελάχιστο φόρο τιμής για τις εξαιρετικές υπηρεσίες που προσέφερε στον Λαό, στην Πατρίδα και στο Έθνος».
O Χρήστος Σαρτζετάκης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 93 ετών τα ξημερώματα της περασμένης Πέμπτης.
Ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας νοσηλευόταν διασωληνωμένος στο Λαϊκό Νοσοκομείο από την 1η Δεκεμβρίου, λόγω πνευμονίας από εισρόφηση. Από τις 3 Δεκεμβρίου νοσηλευόταν στη ΜΕΘ του ΓΝΑ «ΛΑΪΚΟ», εξαιτίας οξείας αναπνευστικής ανεπάρκειας.
Ήταν ανώτατος δικαστικός εν συντάξει, ο οποίος διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας την περίοδο 1985-1990.
Ποιος ήταν ο Χρήστος Σαρτζετάκης
Γεννήθηκε στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης στις 6 Απριλίου του 1929. Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός της Χωροφυλακής, καταγόμενος από τα Χανιά. Η μητέρα του, το γένος Γραμμενόπουλου, ήταν από το Σκλήθρο Φλώρινας, κόρη του Μακεδονομάχου Κοσμά Γραμμενόπουλου. Ήταν πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εισήλθε στον δικαστικό κλάδο το 1955. Το 1961 ήταν ανακριτής στο Αγρίνιο, στην ανάκριση του παιδαγωγού Μιχάλη Παπαμαύρου.
Το 1956 υπηρέτησε ως Ειρηνοδίκης στην Κλεισούρα Καστοριάς. Το 1963 υπηρέτησε στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, και έγινε γνωστός ως ανακριτής στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη. Διεξήγαγε την ανάκριση χωρίς να υποκύψει σε πολιτικές πιέσεις που δέχτηκε από την τότε πολιτική και δικαστική εξουσία. Η γενναία στάση του αποτυπώθηκε στην ταινία "Ζ" του Κώστα Γαβρά.
Με εκπαιδευτική άδεια έκανε στο Παρίσι κατά το διάστημα 1965-1967 μεταπτυχιακές σπουδές στο Εμπορικό Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο.
Το 1968, επί Χούντας, απολύθηκε από το δικαστικό σώμα και στη συνέχεια συνελήφθη δύο φορές, βασανίστηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και φυλακίστηκε, χωρίς δίκη. Απολύθηκε από τις φυλακές της Χούντας μετά από διεθνή κατακραυγή το 1971. Με την πτώση της δικτατορίας αποκαταστάθηκε στην υπηρεσία του τον Σεπτέμβριο του 1974 με τον βαθμό του Εφέτη.
Το 1976 συμμετείχε στη σύνθεση του Συμβουλίου Εφετών η οποία απέρριψε το αίτημα της Γερμανίας για την έκδοση του Ρολφ Πόλε, καταζητούμενου για τρομοκρατική δράση, με το σκεπτικό ότι τα εγκλήματά του είναι πολιτικά και ως εκ τούτου η έκδοσή του απαγορεύεται από το ελληνικό Σύνταγμα. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε πειθαρχική δίωξη κατά των τριών πλειοψηφησάντων δικαστών (Κ. Αλεξόπουλος, Σ. Βάλλας, Χ. Σαρτζετάκης) γι' αυτή την απόφαση, γεγονός που θεωρήθηκε ανεπίτρεπτη παρέμβαση στη δικαστική ανεξαρτησία.
Το 1981 προήχθη στον βαθμό του Προέδρου Εφετών και το 1982 στον βαθμό του Αρεοπαγίτη.
Κατά την προεδρική εκλογή του 1985 ο Χρήστος Σαρτζετάκης προτάθηκε από το ΠΑΣΟΚ και εξελέγη από αυτό και τα κόμματα της αριστεράς στις 29 Μαρτίου 1985 Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 5 Μαΐου 1990.
Η εκλογή του συνδέθηκε με δύο προβλήματα Συνταγματικού Δικαίου, τα «χρωματιστά ψηφοδέλτια» και την «ψήφο Αλευρά». Για την ψηφοφορία χρησιμοποιήθηκαν ψηφοδέλτια διαφορετικού χρώματος για κάθε υποψήφιο, κάτι που η τότε αξιωματική αντιπολίτευση (Νέα Δημοκρατία) κατήγγειλε ως απόπειρα ακύρωσης του μυστικού χαρακτήρα της ψηφοφορίας, επειδή, όπως υποστήριξε, το χρώμα του κάθε ψηφοδελτίου διακρινόταν από τον ημιδιαφανή φάκελο. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι ο τότε Πρόεδρος της Βουλής Γιάννης Αλευράς δεν έπρεπε να λάβει μέρος στην ψηφοφορία, ως εκτελών χρέη Προέδρου της Δημοκρατίας, μετά την πρόωρη παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Η θητεία του στιγματίστηκε από την ανένδοτη άρνησή του ως Προέδρου της Δημοκρατίας να απονείμει χάρη στον ισοβίτη Χρήστο Ρούσσο, παρότι υπήρχαν οι προϋποθέσεις και η θετική εισήγηση του Συμβουλίου Χαρίτων. Η απεργία πείνας που ξεκίνησε ο Ρούσσος πυροδότησε ένα ευρύ κίνημα συμπαράστασης, στο οποίο συμμετείχαν προσωπικότητες του πνευματικού, νομικού, πολιτικού και καλλιτεχνικού κόσμου από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Τελικά, ο Χρήστος Ρούσσος αποφυλακίστηκε με χάρη που του δόθηκε το 1990 από τον επόμενο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Μετά το 1990 αποσύρθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη δημόσια ζωή αν και αρθρογραφούσε τακτικά σε εφημερίδες και δημοσιεύει κείμενα στην ιστοσελίδα του.
Ήταν παντρεμένος με την Έφη Αργυρίου και είχε μία κόρη.
Στις 21 Δεκεμβρίου 2018, βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Το βραβείο απονεμήθηκε για τη δημοσίευση του έργου «Επιτελών το καθήκον μου», κείμενο με τη μειοψηφική γνώμη που διατύπωσε το 1964 ως ανακριτής στην υπόθεση Λαμπράκη, το οποίο αξιολογήθηκε ως λαμπρό δείγμα ευσυνείδητης, εμβριθούς, εξονυχιστικής και θαρραλέας ανακριτικής στάσης.