Μείωση ΕΝΦΙΑ: Ο αιφνιδιασμός Μητσοτάκη και τα δυο βήματα που απομένουν
Η κυβέρνηση βγάζει νωρίτερα από το πουγκί τη νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ, επιδίδοντας προφανώς διαπιστευτήρια της κυβερνητικής συνέπειας στην υλοποίηση των δεσμεύσεων για ελάφρυνση όσων επιβαρύνθηκαν υπέρμετρα από την φορολογική πολιτική της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Κατά τους συνεργάτες του πρωθυπουργού, είναι ο πρώτος από τους τρεις συνολικά στόχους που το Μέγαρο Μαξίμου θα επιθυμούσε να επιτύχει εντός της κυβερνητικής θητείας, μαζί με την εισφορά αλληλεγγύης και τη μείωση του εργασιακού κόστους.
Στην τρέχουσα συγκυρία όμως η επιδίωξη που καταδείχθηκε από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, είναι η ταχύτερη αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, που αποτελεί έναν από τους δυο πυλώνες του σχεδίου στήριξης των πιο ευάλωτων, έναντι του κύματος ανατιμήσεων. Η απόφαση για ελάττωση κατά 13% ήταν ειλημμένη αλλά προγραμματιζόταν, σύμφωνα με τις πληροφορίες του CNN Greece, για τα μέσα του Φεβρουαρίου.
Ωστόσο, κρίθηκε αναγκαία η επίσπευση της προσθήκης της στο πλέγμα των παρεμβάσεων, ώστε η απόδοση τους να μην κυνηγά το χρονόμετρο της εισαγόμενης πληθωριστικής πίεσης. Ταυτόχρονα όμως, η πολιτική αντανάκλαση αυτής της κίνησης βάζει στην πρίζα την αξιωματική αλλά και την ελάσσονα αντιπολίτευση. Αυτή είναι η κυβερνητική ερμηνεία των τοποθετήσεων, με τις οποίες τα στελέχη τους υποδέχθηκαν δημόσια τις ανακοινώσεις της Τρίτης. «Πρόκειται επίσης για την πλέον ηχηρή απάντηση σε όσους, επιχειρώντας να αποκρύψουν την πολιτική ένδειά τους, προσπαθούν να υποβαθμίσουν την ποιότητα της πολιτικής ζωής και να επαναφέρουν την ατμόσφαιρα του 2012 σε μία χώρα που έχει γυρίσει οριστικά σελίδα» ήταν ο δηκτικός σχολιασμός κυβερνητικών στελεχών.
Τα ίδια στελέχη μάλιστα υπενθύμιζαν τον αλληλένδετο χαρακτήρα των πρόσφατων πρωθυπουργικών αποστροφών. Την φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη στη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για «το καταδικασμένο παρελθόν που μέμφεται το δημιουργικό παρόν και το ελπιδοφόρο μέλλον», διαδέχτηκε η ρητή οδηγία προς τα στελέχη του κόμματος στη Θεσσαλονίκη: «Στην τοξικότητα των ημερών, στο διχαστικό λόγο των αντιπάλων μας εμείς αντιπαραβάλλουμε τη μετριοπάθεια, τον προγραμματικό μας λόγο και κυρίως τα έργα μας».
Με τη νέα μείωση του 13% η κυβέρνηση υπερκαλύπτει την προεκλογική δέσμευσή της για μείωση κατά 30%. Σύμφωνα με τους κυβερνητικούς υπολογισμούς, μέσα σε 2,5 χρόνια η συνολική μείωση του ΕΝΦΙΑ ανέρχεται περίπου στο 34% σε σχέση με το 2018. Τα φυσικά πρόσωπα δε, θα πληρώνουν, από εφέτος, συνολικά 920 εκατ. ευρώ λιγότερα συγκριτικά με το 2018.
Η μείωση του φόρου αφορά στη συντριπτική πλειονότητα των φορολογούμενων, παρά τη σημαντική αύξηση των αντικειμενικών αξιών. Στοιχεία στα οποία έκανε ειδική μνεία ο πρωθυπουργός κατά τις έκτακτες ανακοινώσεις της Τρίτης και σύμφωνα με αυτά το 80% των φυσικών προσώπων που θα πληρώσουν φόρο ακίνητης περιουσίας το 2022, δηλαδή περίπου 5 εκατ. φορολογούμενοι θα δουν από φέτος και μόνιμα μείωση του ΕΝΦΙΑ. Το 14% θα πληρώσει τον ίδιο φόρο με πέρυσι και περίπου το 6% του συνόλου θα δει αύξηση του ΕΝΦΙΑ. Για περίπου τους μισούς δε η ετήσια αύξηση δεν θα ξεπερνά τα 50 ευρώ.
Συνιστά ακόμη μια απόδειξη ότι η μείωση του ΕΝΦΙΑ αφορά τα μικρομεσαία στρώματα, η έκπτωση φόρου 30% -που ισχύει σήμερα για ακίνητη περιουσία έως 60.000 ευρώ- επεκτείνεται στα 100.000 ευρώ.
Καλύπτει δηλαδή πλέον το 65% των φορολογουμένων, έναντι 54% μέχρι πρότινος. Με άλλα λόγια, η αυξημένη φοροελάφρυνση αφορά 733.000 επιπλέον. Ισχυρή τόνωση στο διαθέσιμο εισόδημα, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, δίνεται και με την δυνατότητα αποπληρωμής του νέου ΕΝΦΙΑ, σε έως και 10 δόσεις.
Αρμόδιες πηγές συμπλήρωναν μάλιστα, το θετικό ντόμινο που θα προκαλέσει η περαιτέρω μείωση στους συντελεστές του βασικού φόρου οικοπέδων, έτσι ώστε το 91% των παλαιών ζωνών να έχει μείωση, το 7% να μείνει σταθερό και μόλις το 2% να δει αύξηση. Η βεβαίωση επί του βασικού φόρου οικοπέδων μειώνεται πλέον κατά περίπου 50% μεσοσταθμικά. Το θέμα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό δεδομένου ότι η αξιοποίηση οικοπέδων δεν είναι πάντοτε σταθερή, ειδικά όταν δεν υπάρχει ισχυρή ζήτηση σε μία περιοχή, και συνεπώς μπορεί να μετατραπούν σε περιουσιακά στοιχεία που φορολογούνται αλλά δεν αποφέρουν έσοδα.