Παράνομες ελληνοποιήσεις: 34 εμπλεκόμενους αστυνομικούς «δείχνει» η έρευνα - Ενημέρωση Θεοδωρικάκου
Ανανεώθηκε:
Για την πορεία των ερευνών σχετικά με το κύκλωμα των παράνομων ελληνοποιήσεων με την παράνομη έκδοση ταυτοτήτων και διαβατηρίων στο οποίο έχουν εμπλοκή και αστυνομικοί, ενημερώθηκε ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Τάκης Θεοδωρικάκος, ο οποίος μετέβη το πρωί στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας.
Υπενθυμίζεται πως χθες, Τρίτη, 30 Νοεμβρίου, συνελήφθησαν εντός των ορίων του αυτοφώρου 20 άτομα μεταξύ των οποίων εννέα εν ενεργεία αστυνομικοί (εκ των οποίων ένας αξιωματικός), ένας πολιτικός υπάλληλος του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, μια υπάλληλος Ληξιαρχείου Ο.Τ.Α, ένας δικηγόρος και οκτώ πολίτες. Συνολικά, σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής έρευνες, στην εγκληματική οργάνωση υπάρχουν στοιχεία ότι εμπλέκονται 34 αστυνομικοί.
Σύμφωνα με την έρευνα, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, υπολογίζεται ότι το συνολικό οικονομικό όφελος που αποκόμισε η εγκληματική οργάνωση, ανέρχεται σε τουλάχιστον πέντε εκατομμύρια ευρώ (5.000.000,00 €).
Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Παναγιώτης Θεοδωρικάκος ζήτησε από τον Διοικητή και τα στελέχη της Υπηρεσίας των Εσωτερικών Υποθέσεων τη συνέχιση των ερευνών και την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης με σκοπό οι ένοχοι να οδηγηθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Όπως αναφέρεται στο δελτίο Τύπου της αστυνομίας, από τις μέχρι στιγμής έρευνες της Υπηρεσίας και τη συνδυαστική αξιολόγηση των συλλεχθέντων αποδεικτικών στοιχείων έχει προκύψει, ότι τουλάχιστον από 26–04–2013 έως και 30–11–2021, είχε συγκροτηθεί εγκληματική οργάνωση, αποτελούμενη κυρίως από Έλληνες, παλιννοστούντες πρώην χωρών Ε.Σ.Σ.Δ., αστυνομικούς και άλλους δημόσιους υπαλλήλους. Το κύκλωμα είχε αναπτύξει δίκτυο συνεργατών και δραστηριοποιούνταν στην έκδοση γνησίων (τυπικά) ελληνικών δελτίων ταυτότητας, ελληνικών διαβατηρίων και διπλωμάτων οδήγησης σε αλλοδαπούς υπηκόους με βαρύ ποινικό μητρώο επιδιώκοντας την αποκόμιση παράνομου περιουσιακού οφέλους.
Παράλληλα, διευκόλυναν την παράνομη παραμονή στη χώρα των αλλοδαπών υπηκόων, που απολάμβαναν όλα τα δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών, όπως έκδοσης αριθμού φορολογικού μητρώου, αριθμού μητρώου κοινωνικής ασφάλισης, παραπλανώντας τις αρμόδιες δημόσιες Αρχές και Υπηρεσίες, δυσχεραίνοντας ταυτόχρονα τυχόν έρευνες των Αστυνομικών Αρχών που θα αποσκοπούσαν στον εντοπισμό και τη σύλληψη ορισμένων εξ’ αυτών (με βεβαρημένο ποινικό παρελθόν) και επιπλέον διευκολύνοντας την έξοδό τους από την Ελλάδα προς άλλες χώρες, ιδιαιτέρως της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ζώνης Σένγκεν, όπου και ορισμένοι κάτοχοι των «πλαστών» εγγράφων συνελήφθησαν.
«Modus Operandi»
Σύμφωνα με το δελτίο Τύπου, η εγκληματική οργάνωση ήταν ιεραρχικώς δομημένη, πολυμελής, πολύπλοκη και καθόλου τυχαία, με διακριτούς και αλληλένδετους των μελών της ρόλους, με το κάθε μέλος να υποτάσσεται στη βούληση της ολότητας (Διευθύνοντα – εγκέφαλο της οργάνωσης), μη δυνάμενο να εφαρμόσει μόνο του το σχέδιό του, καθιστώντας κοινωνούς και τα λοιπά μέλη και επιδιώκοντας τον κοινό εγκληματικό σκοπό σχετικά με την έκδοση δελτίων ταυτότητας και διαβατηρίων έλληνα πολίτη, κυρίως σε αλλοδαπούς αλλά και σε ημεδαπούς είτε με τη χρήση ψευδών στοιχείων μη υπαρκτών ατόμων, είτε με τη χρήση στοιχείων ομογενών, οι οποίοι διέμεναν μόνιμα στο εξωτερικό και είχαν πλήρη άγνοια των ενεργειών της οργάνωσης, είτε με τη χρήση στοιχείων υπαρκτών ημεδαπών, κατόπιν προηγηθείσας ψευδούς δήλωσης απώλειας προηγούμενου νομίμως εκδοθέντος δελτίου ταυτότητας, είτε με τη χρήση των πραγματικών τους στοιχείων ταυτότητας, μέσω παράνομης κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας.
Με τη χρήση των ανωτέρω, οι ενδιαφερόμενοι πετύχαιναν κατά περίπτωση, την ελεύθερη παραμονή και κίνηση τους στη χώρα, την απόκρυψη τυχόν ποινικού τους παρελθόντος, την απρόσκοπτη έξοδό τους από τη χώρα και την ελεύθερη κίνηση και διαμονή σε χώρες εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ζώνης Σένγκεν, την έκδοση αδειών οδήγησης, την κατάρτιση νέων ή τη χρήση υπαρκτών φορολογικών μητρώων και την κατ’ επέκταση σύσταση εταιρειών και επιχειρήσεων και τη σύναψη συμβάσεων και συμβολαίων οποιασδήποτε μορφής.
Για την έκδοση κάθε εγγράφου, ο ενδιαφερόμενος κατέβαλε χρηματικό ποσό ύψους τουλάχιστον τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000,00 €). Μέχρι στιγμής έχουν κατασχεθεί πάνω από 600.000 ευρώ.