Συζήτηση για την ακρίβεια: Η αποτίμηση του Μαξίμου και οι επόμενες κινήσεις
Ως ήττα του Αλέξη Τσίπρα σε ακόμη ένα ημίχρονο κοινοβουλευτικού μπρά-ντε-φερ καταγράφεται από την κυβέρνηση η χθεσινή προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για την ακρίβεια.
Μια αντιπαράθεση στην οποία σύμφωνα με ανώτερο αξιωματούχο ο αιφνιδιασμός της πρωτοβουλίας του Κυριάκου Μητσοτάκη να συμπληρώσει το πακέτο για την προστασία των ευάλωτων και τη στήριξη των υγειονομικών αποδιοργάνωσε εμφανώς τον Αλέξη Τσίπρα.
Ο «κακός εαυτός» Τσίπρα
Για τη νέα τριπλέτα μέτρων δεν είχε προηγηθεί η παραμικρή διαρροή που να προϊδέαζε την ένταξή της στο πλέγμα που το Μέγαρο Μαξίμου συνεχώς αναπροσαρμόζει, όπως επισήμανε ο πρωθυπουργός στην ομιλία του, ώστε να μεγεθύνει την αποτελεσματικότητά του κατά του φαινομένου των ανατιμήσεων και της ενεργειακής κρίσης. Όπως εξηγούσε ο ίδιος αξιωματούχος στο CNN Greece, ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν κατελήφθη μόνο εξαπίνης αλλά ταυτόχρονα «δεν μπόρεσε να κρυφτεί από τον κακό του εαυτό».
Υπερθεματίζοντας σε αυτήν την προσέγγιση ο ανώτερος αξιωματούχος στεκόταν στο γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν κατάφερε να γείρει την πλάστιγγα σε ένα πεδίο που με βάση τη συγκυρία μπορεί να θεωρηθεί προνομιακό για την Κουμουνδούρου. Ανέφερε δε, σε δηκτικό τόνο πως παρά την αναντίρρητη παραδοχή που κάνει η κυβέρνηση για την πίεση στους οικιακούς αλλά και στους προϋπολογισμούς από την άνοδο των τιμών «ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπορεί να βρει ταύτιση.
Η μεσαία τάξη
Στον αντίποδα όπως έγραφε το CNN Greece, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέδειξε την απόδοση της κυβερνητικής στρατηγικής στην οικονομία η οποία προλειαίνει συνεχώς το έδαφος για την υλοποίηση τέτοιων πολιτικών. Ο κ. Μητσοτάκης μάλιστα όπως εκτιμούν αρμόδιες πηγές, διεύρυνε περαιτέρω το γαλάζιο σερί στην προεκλογική δέσμευση να επιστρέψει στην τσέπη της μεσαίας τάξης όσα της πήρε η «φοροεπέλαση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ».
Κατά την ίδια ανάλυση ανεπιτυχής ήταν η προσπάθεια του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, να αντικρούσει το κυβερνητικό αφήγημα για την ενεργειακή κρίση αλλά και τις ανατιμήσεις. Δεν παραλείπουν δε, να στρέψουν την προσοχή στην πλημμελή προετοιμασία του Αλέξη Τσίπρα να αποδομήσει τα κυβερνητικά επιχειρήματα για το νέο πακέτο μέτρων. Προς αυτήν την κατεύθυνση υπενθυμίζουν την επίκληση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην πρόβλεψη της Κριστίν Λαγκάρντ για την πορεία που θα διαγράψει ο πληθωρισμός.
«Μόνο που είπε και άλλα η κυρία Lagarde. Τι να κάνουμε; Δυστυχώς δεν μπορείτε να λέτε τη μισή αλήθεια. Για τις τιμές η κ. Lagarde, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο: «πιστεύουμε ότι θα επιστρέψουμε σε πολύ μεγαλύτερη σταθερότητα τον επόμενο χρόνο, καθώς πολλοί από τους λόγους που οδηγούν σε υψηλότερες τιμές, είναι προσωρινοί» τόνισε αιχμηρά ο κ. Μητσοτάκης.
Τα νέα μέτρα
Στο πλαίσιο αυτό, πέραν των μέτρων που ήδη εφαρμόζονται, κατά την ομιλία του στη Βουλή τη Δευτέρα ο Πρωθυπουργός Σύμφωνα με τις τρεις νέες πρωτοβουλίες που ανακοίνωσε τη Δευτέρα ο πρωθυπουργός, 100.000 ενεργοί υγειονομικοί που εργάζονται σε νοσοκομεία, κέντρα υγείας και στο ΕΚΑΒ θα λάβουν, μαζί με την μισθοδοσία Δεκεμβρίου, έκτακτη καταβολή μισού μισθού. Το μέσο ποσό που θα τους πιστωθεί υπολογίζεται στα 900 ευρώ.
Ακόμη περίπου 800.000 συνταξιούχοι θα λάβουν τον Δεκέμβριο ενίσχυση ύψους 250 ευρώ, προσαυξημένη κατά 50 ευρώ για κάθε εξαρτημένο μέλος της οικογένειάς τους. Δικαιούχοι είναι οι συνταξιούχοι που έχουν ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημα έως 7.200 ευρώ (600 ευρώ μηνιαίως) και ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο εισόδημα έως 14.400 ευρώ, ενώ η συνολική φορολογητέα αξία της ακίνητης περιουσίας του νοικοκυριού δεν υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ.
Το βοήθημα των 250 ευρώ θα λάβουν, επίσης τον Δεκέμβριο, περίπου 173.000 άτομα με αναπηρία. Δικαιούχοι είναι όσοι λαμβάνουν επίδομα ΑμεΑ του ΟΠΕΚΑ. Κατά τους κυβερνητικούς υπολογισμούς το συνολικό κόστος ανέρχεται στα 338,5 εκατομμύρια ευρώ.Αυτό το πακέτο είναι ακόμη μια ψηφίδα στο μωσαϊκό των μέτρων στήριξης που όπως υπογράμμισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνιστούν τη δραστική και αποτελεσματική απάντηση της κυβέρνησης στις έκτακτες ανάγκες που έχουν ενσκήψει για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Το πλέγμα προστασίας
Η κυβέρνηση έχει λάβει μέτρα ύψους 680 εκατομμυρίων ευρώ για την αντιμετώπιση των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης. Αναλογικά με το ΑΕΠ, όπως τόνισε ο πρωθυπουργός, είναι από τις μεγαλύτερες ενισχύσεις για το κόστος θέρμανσης και ηλεκτρισμού που έχουν δοθεί στην Ευρώπη. Ο κ. Μητσοτάκης υπενθύμισε ότι από τον Σεπτέμβριο, η Ελλάδα ανακοίνωσε κρατική επιδότηση στους λογαριασμούς του ρεύματος η οποία στην συνέχεια αυξήθηκε.
Πλαισιώθηκαν από την απόφαση για διπλασιασμό της ενίσχυσης των κοινωνικών τιμολογίων, εξαίρεση για τους επόμενους μήνες των τελών στο φυσικό αέριο, αναστολή της πληρωμής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στις επιχειρήσεις, επιστροφή το 2022 του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης για το πετρέλαιο κίνησης σε νέους αγρότες και αγρότες που συμμετέχουν σε συνεργατικά σχήματα.Σύμφωνα δε, με τον πρωθυπουργό, εφόσον το φαινόμενο των ανατιμήσεων συνεχιστεί εντός του 2022, η κυβέρνηση θα διερευνήσει περαιτέρω δυνατότητες στήριξης της πραγματικής οικονομίας.
Το πλέγμα προστασίας
Όμως ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε έμφαση και στις πολιτικές ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος που αποτελούν μια έμμεση στήριξη στις ανατιμήσεις. «Σήμερα, οι πολίτες πληρώνουν μικρότερο φόρο εισοδήματος, μικρότερο ΕΝΦΙΑ, λιγότερες εισφορές. Ο φόρος γονικής παροχής κάτω από τις 800.000 ευρώ έχει πρακτικά καταργηθεί. Η εισφορά αλληλεγγύης έχει ανασταλεί στον ιδιωτικό τομέα» είπε ο πρωθυπουργός. Ακόμη μειώθηκε στο 6% του Φ.Π.Α. στις ζωοτροφές.
Πρόσθεσε μάλιστα την εφαρμογή μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στα μέσα μεταφοράς και τον καφέ, κατάργηση του τέλους κινητής τηλεφωνίας για τους νέους, επέκταση των επιδοτούμενων ασφαλιστικών εισφορών για 150.000 θέσεις εργασίας και το πρόγραμμα Πρώτο Ένσημο. Ακόμη ο κατώτατος μισθός θα αυξηθεί από τον Ιανουάριο του 2022, ενώ όπως έχει δεσμευτεί ο πρωθυπουργός θα υπάρξει και δεύτερη αύξηση μέσα στο χρόνο.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Μητσοτάκης, ότι η αύξηση του μέσου εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών φτάνει στο 7,4% μέσα σε δύο χρόνια, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη αυτή η αύξηση ήταν μόλις 3,5%.