Ασφαλιστική μεταρρύθμιση: Απαντήσεις του υπουργείου Εργασίας σε 14 ερωτήματα
Απαντήσεις σε 14 ερωτήματα δίνει το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων σχετικά με την ασφαλιστική μεταρρύθμιση.
Όπως αναφέρει η σχετική ανακοίνωση: «Η μεταρρύθμιση του συστήματος Επικουρικής Ασφάλισης που προωθείται με το προτεινόμενο νομοσχέδιο αποτελεί υλοποίηση μιας ακόμα προεκλογικής δέσμευσης της κυβέρνησης, με το βλέμμα στραμμένο στη νέα γενιά. Η παρέμβαση "απαντά" στο μείζον πρόβλημα της επιδείνωσης των δημογραφικών συσχετισμών, με γνώμονα την εμπειρία των σκανδιναβικών χωρών, όπως η Σουηδία και η Δανία».
Ακολουθούν οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις:
Ποια είναι τα βασικά πλεονεκτήματα της παρέμβασης;
- Οδηγεί σε υψηλότερες επικουρικές συντάξεις για τους νέους ασφαλισμένους, όπως δείχνει η ευρωπαϊκή εμπειρία την οποία ακολουθούμε, με πλήρη διασφάλιση των υφιστάμενων συντάξεων.
- Εισάγει τη λογική του «ατομικού κουμπαρά», δίνοντας στον νέο ασφαλισμένο περισσότερες επιλογές και μεγαλύτερο έλεγχο στο τελικό ύψος της σύνταξής του.
- Βοηθά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των νέων προς το ασφαλιστικό σύστημα συνδέοντάς τους με την σύνταξή τους και απαντώντας στην ανησυχία που εκφράζουν πολλοί νέοι ότι «δεν θα πάρω ποτέ σύνταξη».
- Δημιουργεί καινούρια κουλτούρα αποταμίευσης, με σημαντικά οφέλη για την εθνική οικονομία. Γιατί μέσα από το νέο σύστημα θα δημιουργηθεί και ένας εθνικός «κουμπαράς», οι πόροι του οποίου θα επενδυθούν στην εθνική οικονομία. Οι επενδύσεις σημαίνουν ανάπτυξη, νέες θέσεις εργασίας, αυξημένα έσοδα για το κράτος.
- Ενισχύει τη βιωσιμότητα και την ευστάθεια του ασφαλιστικού συστήματος εισάγοντας ποικιλομορφία στους επιμέρους πυλώνες που οδηγεί σε περιορισμό του κινδύνου.
Γιατί προχωράμε στη μεταρρύθμιση αυτή;
Γιατί το υφιστάμενο εξολοκλήρου διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (που σημαίνει με απλά λόγια ότι οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των σημερινών εργαζομένων χρηματοδοτούν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων και τυχόν ελλείμματα καλύπτονται από τον κρατικό προϋπολογισμό) λειτουργεί αποτελεσματικά όταν οι εργαζόμενοι είναι πολλοί και οι συνταξιούχοι λίγοι. Κάτι που συνέβαινε στο παρελθόν, αλλά όχι πια. Αυτό είναι μια πραγματικότητα που δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά και πολλές αναπτυγμένες χώρες, καθώς η υπογεννητικότητα αφενός και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής αφετέρου υπονομεύουν την ομαλή λειτουργία των διανεμητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων.
Τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, όταν «χτιζόταν» το ασφαλιστικό μας σύστημα, η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους στην Ελλάδα ήταν 4 προς 1. Σήμερα είναι 1,7 προς 1. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2030 η Ελλάδα αναμένεται να είναι η πιο γερασμένη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ξεπερνώντας την Ιταλία.
Ειδικά όσον αφορά στην επικουρική ασφάλιση, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, η αναλογία ασφαλισμένων προς συνταξιούχους από 2,6 που ήταν το 2020 θα υποχωρήσει στο 1,7 το 2050. Δηλαδή το 2050 1,9 εκατομμύρια συνταξιούχοι θα μοιράζονται τις εισφορές 3,2 εκατομμυρίων ασφαλισμένων. Ως αποτέλεσμα, προβλέπεται ότι η μέση επικουρική σύνταξη θα μειωθεί από 16% του μέσου μισθού που είναι σήμερα σε λιγότερο από 10% το 2050.
Τι ακριβώς κάνουμε;
Προσαρμόζουμε το συνταξιοδοτικό σύστημα για να αντιμετωπίσουμε τις δημογραφικές τάσεις διασφαλίζοντας την επάρκεια των συντάξεων. Για να μην βρεθούν οι νέοι εργαζόμενοι να εισπράττουν χαμηλές επικουρικές συντάξεις, αλλάζουμε την αρχιτεκτονική του συστήματος της επικουρικής ασφάλισης, με τη σταδιακή μετατροπή του από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό.
Ο απώτερος σκοπός της προσπάθειας είναι η δημιουργία κεφαλαιοποιητικής συμπληρωματικής ασφάλισης διακριτής από την κύρια που είναι και θα παραμείνει διανεμητική, ώστε ένα τμήμα των εισοδημάτων των συνταξιούχων να προέρχεται από το διανεμητικό σύστημα (κύρια ασφάλιση) και ένα τμήμα (επικουρική ασφάλιση) από το κεφαλαιοποιητικό σύστημα,
Βασικό χαρακτηριστικό του νέου συστήματος είναι ότι δημιουργούνται ατομικοί λογαριασμοί («κουμπαράδες») από τους οποίους θα καταβληθούν οι μελλοντικές συντάξεις των νέων εργαζομένων. Αντί δηλαδή οι εισφορές των νέων να χρησιμοποιούνται για την πληρωμή της επικουρικής σύνταξης των σημερινών συνταξιούχων, θα αποταμιεύονται και θα επενδύονται, δημιουργώντας ένα αποθεματικό, από το οποίο θα πληρωθούν οι μελλοντικές τους συντάξεις. Οι εισφορές που πληρώνει ο κάθε νέος εργαζόμενος θα πηγαίνουν στη δική του σύνταξη, η οποία θα υπολογίζεται στη βάση του σωρευμένου ποσού εισφορών και αποδόσεων.
Ποιους αφορά το νέο σύστημα;
Το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα είναι υποχρεωτικό για το σύνολο των μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων που εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας από 1η Ιανουαρίου 2022 και είναι υπόχρεοι επικουρικής ασφάλισης. Πρόκειται για τους μισθωτούς του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, τους δικηγόρους και τους μηχανικούς.
Προαιρετικά, αν δηλαδή το επιθυμούν, μπορούν να ενταχθούν σε αυτό ασφαλισμένοι κάτω των 35 ετών οι οποίοι είτε δεν έχουν υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση (π.χ. ένας λογιστής), είτε είναι ήδη ασφαλισμένοι στο υφιστάμενο σύστημα. Το ύψος των εισφορών για το νέο επικουρικό σύστημα παραμένει ως έχει (6% για τους μισθωτούς που επιμερίζεται σε 3% για τον εργαζόμενο και 3% για τον εργοδότη και βάσει ασφαλιστικής κλάσης για τους αυτοαπασχολούμενους)
Πώς θα λειτουργεί;
Για κάθε νέο ασφαλισμένο θα δημιουργηθεί ατομικός λογαριασμός, στον οποίο θα κατευθύνονται οι εργοδοτικές και εργατικές εισφορές για επικουρική ασφάλιση που έχουν καταβληθεί από τον εργοδότη για τον μισθωτό ή από τον ίδιο τον εργαζόμενο -εφόσον πρόκειται για αυτοαπασχολούμενο- καθώς και οι αποδόσεις των επενδύσεων που αντιστοιχούν στις εισφορές του.
Η διαχείριση των ατομικών αυτών λογαριασμών -των ατομικών «κουμπαράδων»- θα γίνεται μέσω ενός νέου δημοσίου φορέα, ενός νέου Ταμείου που θα διοικείται από πιστοποιημένους επαγγελματίες.
Ο ασφαλισμένος θα μπορεί να επιλέξει από έναν μικρό αριθμό επενδυτικών «προφίλ» (συντηρητικό, ισορροπημένο, επιθετικό) όπου θα επενδυθούν τα κεφάλαια του «ασφαλιστικού κουμπαρά» του. Θα έχει τη δυνατότητα ανά τακτά χρονικά διαστήματα (5ετία) να αλλάζει προφίλ και θα έχει τον πλήρη έλεγχο των εισφορών του και των αποδόσεών τους μέσω πρόσβασης από το κινητό ή/και τον υπολογιστή του ανά πάσα στιγμή, όπως συμβαίνει και με το e-banking. Δηλαδή, θα βλέπει τις εισφορές και τις αποδόσεις των εισφορών του να σωρεύονται στον ατομικό κουμπαρά και να «χτίζεται» το κεφάλαιο που θα χρηματοδοτήσει την επικουρική του σύνταξη.
Δεν τίθεται κανένα θέμα ιδιωτικοποίησης της επικουρικής ασφάλισης. Η νέα επικουρική παραμένει το δεύτερο σκέλος της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης, εντός του πρώτου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος. Το Ταμείο που θα διαχειρίζεται τις εισφορές, που θα ονομάζεται ΤΕΚΑ (Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης) θα είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου. Το ΔΣ του νέου Ταμείου και ο Διευθύνων Σύμβουλός του θα διορίζονται από τον υπουργό Εργασίας ύστερα από ανοιχτές διαδικασίες πρόσληψης, με διαφανή και αξιοκρατικά κριτήρια. Το ΤΕΚΑ θα υπόκειται σε ισχυρή κρατική εποπτεία και θα επενδύει με αυστηρά και διαφανή κριτήρια. Θα στελεχωθεί κατάλληλα και θα έχει τη δυνατότητα να κάνει outsourcing μέρος της δραστηριότητάς του κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Το ΤΕΚΑ θα μπορεί να συμβληθεί με εγνωσμένου κύρους ιδιωτικούς φορείς διαχείρισης κεφαλαίων -όπως ακριβώς συμβαίνει και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για την πρώτη πενταετία, προβλέπεται ρητά στο νόμο ότι οι επενδύσεις θα γίνονται από την ΕΔΕΚΤ ΑΕΠΕΥ (Εταιρεία Διαχείρισης Επενδυτικών Κεφαλαίων Ταμείων) η οποία έχει δώσει διαπιστευτήρια υψηλών αποδόσεων για τα κεφάλαια που διαχειρίζεται. Εν πάση περιπτώσει, το σύστημα μας είναι ευρωπαϊκό και εφαρμόζεται και εδώ ό,τι εφαρμόζεται στην Ευρώπη.
Είπατε πως το νέο Ταμείο είναι δημόσιο. Θα καταφέρει ένα δημόσιο Ταμείο να κάνει τη δουλειά, να επενδύσει αποτελεσματικά τις εισφορές των ασφαλισμένων;
Έχει αποδειχθεί ότι όταν το Δημόσιο ακολουθεί κανόνες καλής διακυβέρνησης και λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια μπορεί να κάνει αποτελεσματικά τη δουλειά του. Για παράδειγμα στις αρχές της δεκαετίας του 2000 συστήθηκαν δύο κρατικές εταιρείες, με κύριο σκοπό την ασφαλή, επαγγελματική διαχείριση των αποθεματικών των Ασφαλιστικών Ταμείων: η ΕΔΕΚΤ ΑΕΠΕΥ και η ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών. Και οι δύο αυτές εταιρείες αξιοποίησαν τα αποθεματικά των ασφαλιστικών Ταμείων με τον βέλτιστο τρόπο. Ενδεικτικά, την περίοδο 2003-2020 η απόδοση που πέτυχε η ΕΔΕΚΤ ΑΕΠΕΥ στα κεφάλαια που της εμπιστεύθηκαν τα ασφαλιστικά ταμεία ήταν 113% ενώ το Μεικτό Αμοιβαίο Κεφάλαιο Εσωτερικού της ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών την ίδια περίοδο είχε απόδοση 146%. Αν αφαιρέσουμε την επίδραση του πληθωρισμού, οι πραγματικές ετήσιες αποδόσεις τους ήταν 2,9% και 3,7% αντιστοίχως.
Υπάρχει περίπτωση να χάσουν τα χρήματά τους οι ασφαλισμένοι αν κάτι δεν πάει καλά με τις επενδύσεις;
Κατηγορηματικά όχι. Στο πλαίσιο αυτό, θα προβλέπεται ρητά στο νομοσχέδιο εγγύηση του Δημοσίου περί μη αρνητικής απόδοσης. Αυτό σημαίνει ότι ο ασφαλισμένος θα λάβει κατ’ ελάχιστον επικουρική σύνταξη υπολογισμένη στη βάση των εισφορών που κατέβαλε, σε πραγματικούς όρους (λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό). Με άλλα λόγια, κανείς δεν θα πάρει επικουρική σύνταξη χαμηλότερη από αυτή που αντιστοιχεί στις εισφορές που κατέβαλε. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη την εμπειρία χωρών όπου κεφαλαιοποιητικά ασφαλιστικά συστήματα λειτουργούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, είναι μάλλον απίθανο να χρειαστεί η ενεργοποίηση της συγκεκριμένης εγγύησης.
Ένα καλό παράδειγμα είναι η Σουηδία, όπου από το 1995, εδώ δηλαδή και 25 χρόνια, λειτουργούν δυο παράλληλα συστήματα δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης. Το ένα, που παρέχει τις κύριες συντάξεις είναι διανεμητικού χαρακτήρα και, μάλιστα, «νοητής κεφαλαιοποίησης», ακριβώς όπως το σημερινό σύστημα επικουρικών συντάξεων. Το δεύτερο –που αφορά στην επαγγελματική ασφάλιση- είναι κεφαλαιοποιητικό, σαν αυτό που σχεδιάζουμε με τη μεταρρύθμιση. Για την περίοδο 1995-2019 η μέση ετήσια απόδοση για την διανεμητική ασφάλιση ήταν σε πραγματικούς όρους 1,7% το χρόνο, ενώ για την κεφαλαιοποιητική 4,2%. Αν το δούμε διαφορετικά, σε αυτή την περίοδο, το κεφάλαιο του διανεμητικού συστήματος αυξήθηκε κατά 52% ενώ αυτό του κεφαλαιοποιητικού κατά 180%.
Η αντιπολίτευση κάνει λόγο για «τζόγο» με τις εισφορές των ασφαλισμένων. Τι απαντάτε;
Η απάντηση είναι ότι πρέπει να απολογηθεί η αντιπολίτευση για αυτή την ανόητη κριτική ! Ήδη έχει τονιστεί πως υπάρχει διπλή εγγύηση στο νέο σύστημα, τόσο για τις επικουρικές συντάξεις των σημερινών ασφαλισμένων όσο και για τις συντάξεις των νεοεισερχομένων. Πού είναι λοιπόν ο υποτιθέμενος τζόγος αφού κανένας δεν πρόκειται να χάσει τα χρήματά του;
Πέρα από αυτό όμως, μας προκαλεί πραγματικά κατάπληξη η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ και ζητάμε εξηγήσεις διότι:
- Ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται ένα σύστημα που ισχύει σε όλες τις προηγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης! Παριστάνουν τους προοδευτικούς, δεν βλέπουν επιτέλους τι γίνεται στις άλλες χώρες;
- Γιατί υπερασπίζεται ένα αποτυχημένο στη συνείδηση των ασφαλισμένων σύστημα -όπως μαρτυρούν τα προβλήματα, οι περικοπές και οι διαμαρτυρίες των ασφαλισμένων όλα τα τελευταία χρόνια και μάλιστα χωρίς να έχει να αντιπροτείνει απολύτως τίποτε;
- Με τη στάση τους αρνούνται να δοθεί στους νέους η ευκαιρία για αυξημένες συντάξεις και μάλιστα από 43% έως 68%!
Ο ΣΥΡΙΖΑ πέφτει από γκάφα σε γκάφα και εκτίθεται απέναντι στους νέους ανθρώπους που με το νέο σύστημα θα μπορούν να έχουν πολύ καλύτερες προοπτικές.
Ποια είναι εμπειρία άλλων χωρών από τα κεφαλαιοποιητικά ασφαλιστικά συστήματα;
Η εισαγωγή κεφαλαιοποιητικών στοιχείων στο ασφαλιστικό σύστημα ασφαλώς και δεν αποτελεί ελληνική πατέντα! Κάθε άλλο. Η Ελλάδα προχωρά με καθυστέρηση στον δρόμο που έχουν ακολουθήσει ήδη πολλές ανεπτυγμένες χώρες προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις παρενέργειες της γήρανσης του πληθυσμού τους. Είναι ενδεικτικό ότι στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ πάνω από το 50% του εργατικού δυναμικού καλύπτεται συμπληρωματικά από κάποιο κεφαλαιοποιητικό πρόγραμμα ασφάλισης, ενώ σε χώρες όπως η Σουηδία, η Φινλανδία, η Ολλανδία, η Δανία, το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά προγράμματα υπερβαίνει το 80%
Από τη στιγμή όμως που οι εισφορές των νέων ασφαλισμένων δεν θα κατευθύνονται στο υφιστάμενο σύστημα, δεν θα προκύψει κενό στα έσοδά του; Πώς θα καλυφθεί; Μήπως κινδυνεύουν οι υφιστάμενες επικουρικές συντάξεις;
Οι επικουρικές συντάξεις του υφιστάμενου συστήματος δεν θα θιγούν από τη μεταρρύθμιση και για αυτό θα υπάρχουν επιχορηγήσεις από τον προϋπολογισμό προς το «παλιό» ταμείο επικουρικής ασφάλισης. Το ποσό που απαιτείται υπολογίζεται σε 300 εκατ. ευρώ –κατά μέσο όρο- κάθε χρόνο για την πρώτη δεκαετία εφαρμογής του νέου συστήματος. Ποσό απόλυτα διαχειρίσιμο, αν ληφθεί υπόψη ότι ο κρατικός προϋπολογισμός ενισχύει το συνταξιοδοτικό σύστημα με 15 δις. ευρώ σε ετήσια βάση. Σύμφωνα με την μακροοικονομική μελέτη του ΙΟΒΕ, η πραγματική μέση ετήσια επιβάρυνση του προϋπολογισμού από την μεταρρύθμιση (καθαρό ετήσιο κόστος μετάβασης) για τη περίοδο αναφοράς (2022-2070) θα περιοριστεί στα 120 εκατ. ευρώ (ή σωρευτικά 6 δις.ευρώ ), καθώς οι απώλειες εσόδων του «παλιού» ταμείου επικουρικής ασφάλισης λόγω της μεταρρύθμισης θα αντισταθμιστούν από τα πρόσθετα δημοσιονομικά έσοδα που θα προκύψουν χάρη στη μεταρρύθμιση. Γιατί οι πόροι του ΤΕΚΑ Ασφάλισης θα διοχετευθούν σε νέες επενδύσεις στην ελληνική οικονομία προκαλώντας άνοδο της παραγωγικότητας, υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, νέες θέσεις εργασίας που θα «φέρουν» υψηλότερα φορολογικά έσοδα και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Επομένως, αυτό το «μέρισμα ανάπτυξης» σε μεγάλο βαθμό αντισταθμίζει το ακαθάριστο κόστος μετάβασης αφήνοντας πολύ μικρά κενά που μπορούν εύκολα να απορροφηθούν από τον προϋπολογισμό.
Πώς έχουν υπολογιστεί οι επιπτώσεις της μεταρρύθμισης αυτής ;
Το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων έχει αναθέσει την εκπόνηση τριών μελετών ώστε να έχει πλήρη εικόνα των επιπτώσεων της μεταρρύθμισης στην οικονομία:
- Η αναλογιστική μελέτη, για το κόστος της μετάβασης στο νέο σύστημα και το ρυθμό ωρίμανσής της εκπονήθηκε από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή. Από αυτήν προέκυψε ότι το ποσοστό κάλυψης των ασφαλισμένων από τη νέα επικουρική θα ξεπεράσει το 50% το 2045 και το 90% το 2065. Τα στοιχεία για το κόστος μετάβασης έχουν ήδη αναλυθεί.
- Η μακροοικονομική μελέτη, η οποία εκπονήθηκε από το Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), τα βασικά ευρήματα της οποίας είναι τα εξής:
- Το αποθεματικό του νέου Ταμείου στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070) εκτιμάται στο 31% του ΑΕΠ
- Οι ετήσιες εγχώριες επενδύσεις θα αυξηθούν μεσοσταθμικά κατά 0,6% του ΑΕΠ την περίοδο 2022-2070
- Σταδιακή αύξηση ΑΕΠ σε σύγκριση με το σενάριο της μη υλοποίησης της μεταρρύθμισης η οποία θα φτάσει σε ύψος 6-7% στο τέλος της περιόδου αναφοράς (2070)
- Ενίσχυση της απασχόλησης, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών, άμεσων και έμμεσων φόρων
- Η ανάλυση βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, η οποία εκπονήθηκε από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), η οποία δείχνει ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2045 οι επιπτώσεις της μεταρρύθμισης στο δημόσιο χρέος είναι πολύ μικρές.
Για τους «παλαιούς» εργαζόμενους και τους τωρινούς συνταξιούχους αλλάζει κάτι;
Ξεκάθαρα ΟΧΙ. Από τη σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση δεν επηρεάζεται ούτε η καταβολή ούτε το ύψος των επικουρικών συντάξεων του υφιστάμενου συστήματος.
Μάλιστα, θα αναγράφεται ρητά στο νόμο πως οι καταβαλλόμενες από το «παλιό» Επικουρικό Ταμείο συντάξεις δεν θα θιγούν από τη μεταρρύθμιση. Επειδή μετά την έναρξη εφαρμογής του νέου συστήματος (1/1/2022) θα αρχίσουν να μειώνονται τα έσοδα του υφιστάμενου συστήματος (αφού δεν θα τροφοδοτείται πλέον με τις εισφορές των νέων ασφαλισμένων που θα πηγαίνουν όπως προαναφέρθηκε στους «κουμπαράδες» τους), θα υπάρχουν σταδιακά αυξανόμενες επιχορηγήσεις από τον προϋπολογισμό προς το παλιό επικουρικό ταμείο. Όμως, ό,τι δίνει ο προϋπολογισμός από τη μια «τσέπη» στο υφιστάμενο σύστημα, θα το εισπράττει εμμέσως από την «άλλη» τσέπη, στο μέτρο που σημαντικό τμήμα των πόρων του νέου Ταμείου θα επενδυθεί στην ελληνική οικονομία.
Επομένως η κριτική της αντιπολίτευσης για «δυσβάσταχτο κόστος» και προοπτική μείωσης των σημερινών συντάξεων είναι αστήριχτη;
Απολύτως. Οι υφιστάμενες συντάξεις και οι συντάξεις των ασφαλισμένων που θα συνταξιοδοτηθούν με το ισχύον σύστημα θα εξακολουθήσουν να υπολογίζονται με βάση τους υφιστάμενους κανόνες και δεν πρόκειται να θιγούν. Η επώδυνη κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας δημιούργησε την εντύπωση πως κάθε ασφαλιστική μεταρρύθμιση ισοδυναμεί με μείωση των συντάξεων. Συνήθως οι ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις που γίνονται εγκαίρως αποσκοπούν -μεταξύ άλλων- στην αποφυγή της περικοπής των συντάξεων. Όμως, οι ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις που γίνονται εγκαίρως και με το βλέμμα στο μέλλον –όπως αυτή που σχεδιάζουμε σήμερα- αποσκοπούν στην αποφυγή της περικοπής των συντάξεων.
Τελικά τι κερδίζει ο νέος ασφαλισμένος; Μπορούν να ποσοτικοποιηθούν τα οφέλη που θα έχει από τη μετάβαση στο νέο σύστημα;
Από τις μελέτες και τις προβολές που έχον γίνει προκύπτει ότι το νέο σύστημα μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά υψηλότερες επικουρικές συντάξεις σε σχέση με το υφιστάμενο.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, ενώ αυτή τη στιγμή το ύψος της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης για μέσο ετήσιο μισθό 14.000 ευρώ ευρώ και 40 έτη ασφάλισης ανέρχεται σε 235 ευρώ, με το νέο σύστημα η επικουρική σύνταξη μπορεί να φτάσει στα 326 ευρώ με βάση την επαγγελματική διαχείριση των κεφαλαίων του ΕΦΚΑ και στα 479 ευρώ με βάση τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ που έχουν τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα με τις υψηλότερες αποδόσεις.
Σε ένα άλλο παράδειγμα, η μηνιαία επικουρική σύνταξη εργαζόμενου που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό (650 ευρώ) και διαθέτει 40 χρόνια ασφάλισης διαμορφώνεται με το υφιστάμενο σύστημα στα 153 ευρώ. Με το νέο κεφαλαιοποητικό σύστημα η σύνταξη μπορεί να ανέλθει στα 219 ευρώ, να αυξηθεί δηλαδή κατά 43%, με αποδόσεις ίσες με τον μέσο όρο των κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Μπορεί δε να αυξηθεί ακόμα περισσότερο, στα 257 ευρώ (+68% σε σχέση με το υφιστάμενο σύστημα) εάν επιτευχθούν αποδόσεις ίσες με τη μέση ετήσια απόδοση των αποθεματικών του ΕΦΚΑ που διαχειρίζεται το Μικτό Αμοιβαίο Κεφαλαίο της ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών.
Για εργαζόμενο ιδιωτικού τομέα με μισθό 1500 ευρώ και 40 έτη ασφάλιση, η επικουρική του σύνταξη με το ισχύον σύστημα διαμορφώνεται στα 353 ευρώ/μήνα. Με το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα (υποθέτοντας αποδόσεις ίσες με τον μέσο όρο των αποδόσεων των κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ) η μηνιαία επικουρική ανέρχεται στα 505 ευρώ. Και αυξάνεται ακόμα περισσότερο στα 594 ευρώ αν επιτευχθούν αποδόσεις ίσες με τη μέση ετήσια απόδοση των αποθεματικών του ΕΦΚΑ που διαχειρίζεται το Μικτό Α/Κ της ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών.
Τι γίνεται αν ένας ασφαλισμένος κάτω των 35 χρονών που είναι ασφαλισμένος στο υφιστάμενο σύστημα επικουρικής ασφάλισης αποφασίσει να μεταπηδήσει στο νέο;
Οι νέοι ως 35 ετών που εργάζονται ήδη και είναι ασφαλισμένοι στο υφιστάμενο (πρώην ΕΤΕΑΕΠ) Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και θα αποφασίσουν να μεταπηδήσουν στο νέο Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) θα λάβουν κατά τη συνταξιοδότηση τους δύο επικουρικές συντάξεις, δηλαδή σύνταξη και από τα δύο Ταμεία ανάλογα με τον χρόνο ασφάλισης, τις εισφορές και τους κανόνες που ισχύουν στο κάθε Ταμείο.
Ο χρόνος ασφάλισης στο παλαιό και το νέο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης θα αθροίζεται, προκειμένου ο ασφαλισμένος να θεμελιώσει δικαίωμα επικουρικής (15ετία).
Έτσι, ένας 30χρονος με 5 έτη ασφάλισης στο υφιστάμενο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης που μετακινείται στο ΤΕΚΑ, μετά από 10 έτη ασφάλισης στο ΤΕΚΑ θα έχει αθροιστικά 15 έτη ασφάλισης στα δύο Ταμεία Επικουρικής Ασφάλισης και θα θεμελιώνει δικαίωμα (15ετία) για σύνταξη και στο παλαιό και στο νέο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης.
Ο 30χρονος του παραδείγματος κατά τη συνταξιοδότησή του (π.χ. στα 67 έτη) θα λάβει δύο συντάξεις:
Α) Σύνταξη από το υφιστάμενο (πρώην ΕΤΕΑΕΠ) Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης όπως αναλογεί στα 5 έτη ασφάλισης και στις εισφορές που κατέβαλλε στο υφιστάμενο Ταμείο επικουρικής ασφάλισης νοητής κεφαλαιοποίησης (πρώην ΕΤΕΑΕΠ).
Β) Σύνταξη από το ΤΕΚΑ ανάλογη των κεφαλαίων που σωρεύτηκαν στον ατομικό λογαριασμό του στα 37 έτη ασφάλισης στο ΤΕΚΑ.