Αδειάζει η κλεψύδρα: «Βαρύ» το κλίμα για την Τουρκία στην Ευρώπη
Ανανεώθηκε:
Αντίστροφα μετρά πλέον ο χρόνος για τις ευρωπαϊκές συζητήσεις που θα κρίνουν το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία, με την Αθήνα και τη Λευκωσία να έχουν ήδη πάρει… θέσεις για την διήμερη Σύνοδο Κορυφής που ξεκινά αύριο.
Το τελευταίο διάστημα το κλίμα απέναντι στην Τουρκία έχει βαρύνει πολύ –γεγονός στο οποίο συντέλεσαν και οι επιθέσεις του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατά του Γάλλου ομολόγου του Εμανουέλ Μακρόν.
Ακόμη και το Βερολίνο, που από την πρώτη στιγμή επεδίωξε να ρίξει τους τόνους και εμφανώς δεν ήθελε την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία, έχει αρχίσει να πιέζεται σημαντικά από την Αθήνα και το Παρίσι.
Το «στίγμα» αυτό δίνει, άλλωστε, και ο γερμανικός Τύπος.
Ενόψει της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Frankfurter Allgemeine
Zeitung τονίζει:
«Η Τουρκία δεν χρειάζεται άλλα άσχημα νέα. Η οικονομία δεινοπαθεί από την ραγδαία υποτίμηση της λίρας και η πανδημία κατέστησε την Τουρκία μία εκ των χωρών που επλήγησαν εκτεταμένα από τον κορωνοϊό. Αν σε όλα αυτά, έρχονταν να προστεθούν ενδεχόμενες κυρώσεις της ΕΕ, η χώρα θα αποδυναμωνόταν ακόμη περισσότερο. Το ενδεχόμενο κυρώσεων όμως φαίνεται να πλησιάζει. Δυνατές καθίστανται οι κυρώσεις εξαιτίας των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πιο πιθανές γίνονται λόγω των τουρκικών προκλήσεων στην ανατολική Μεσόγειο».
Με τη σειρά της, η FAZ σημειώνει:
«Η γερμανική κυβέρνηση αντιτάχθηκε στη σκληρότερη οδό – δικαιολογημένα. Κι αυτό διότι στο παρελθόν παρόμοιες απειλές και συμβολικές κυρώσεις έπεφταν συνεχώς στο κενό. Ο Ερντογάν δεν απέκλινε από τις σταθερές πολιτικές θέσεις του. Αντιθέτως τα μέτρα οδήγησαν εσωπολιτικά σε σύμπνοια. Για τη γερμανική κυβέρνηση καθίσταται όμως όλο και πιο δύσκολο να αποτρέψει τις κυρώσεις που απαιτούν Γαλλία και Ελλάδα. Παρά τις διαβεβαιώσεις, η Τουρκία δεν έκανε τίποτα ώστε να αποφευχθούν οι εντάσεις στη Μεσόγειο και για να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις, που θα συντελούσαν στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο δικαστικό σύστημα της χώρας. Ο πρόεδρος Ερντογάν έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει: Προκειμένου να παραμείνει αξιόπιστη η ΕΕ, δεν θα αποφύγει τις κυρώσεις. Το τραγικό είναι όμως, ότι ακόμη κι αυτές δεν θα αλλάξουν τη στάση της Άγκυρας».
Ωστόσο, η Ουγγαρία εξακολουθεί να διατηρεί σκληρή στάση επί του ζητήματος της επιβολής των κυρώσεων κατά της Τουρκίας, κάτι που θα περιπλέξει ακόμη περισσότερο τις ευρωπαϊκές συζητήσεις.
Τη στάση της Ουγγαρίας επαναβεβαίωσε χθες ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας Πέτερ Σζιτζάρτο, ο οποίος κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου με τον Τούρκο ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, δήλωσε:
«Η ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι κυρίως στα χέρια της Τουρκίας».
Την ίδια ώρα ανέφερε ότι «η Άγκυρα είναι στρατηγικός εταίρος της ΕΕ».
Και η ΕΕ, όμως, δεν φαίνεται ακόμη έτοιμη να μιλήσει ανοιχτά για κυρώσεις κατά της Τουρκίας.
«Τείναμε το χέρι στην Τουρκία τον Οκτώβριο και η αξιολόγησή μας είναι αρνητική, με τη διαπίστωση της συνέχισης των μονομερών ενεργειών και της εχθρικής ρητορικής. Θα έχουμε μια συζήτηση κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στις 10 Δεκεμβρίου και είμαστε έτοιμοι να χρησιμοποιήσουμε τα μέσα που διαθέτουμε» είπε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, χωρίς ωστόσο να αναφέρει τον όρο «κυρώσεις».
Προκλήσεις μέχρι τέλους
Και παρότι το ενδεχόμενο κυρώσεων είναι πλέον ορατό, η Άγκυρα δεν φαίνεται να παρεκκλίνει της πολιτικής της.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ζήτησε χθες από την Ευρωπαϊκή Ένωση «να μην χειραγωγηθεί από την Ελλάδα και τους Ελληνοκύπριους, που πιέζουν για κυρώσεις κατά της Τουρκίας» ενώ παράλληλα υποστήριξε πως η Άγκυρα έχει τείνει το χέρι της στους συνομιλητές της.
Διεμήνυσε δε πως η χώρα του δεν θα υποκύψει σε απειλές και εκβιασμούς στην Ανατολική Μεσόγειο, ούτε θα επιτρέψει «ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό στη θάλασσα».
Τη σκυτάλη πήρε λίγη ώρα αργότερα ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο οποίος κάλεσε την Ευρωπαϊκή Ένωση να «χρησιμοποιήσει την κοινή λογική» για να βάλει τέλος στη διένεξη για το φυσικό αέριο.
Μάλιστα, για πολλοστή φορά ισχυρίστηκε ότι η Ελλάδα προχώρησε σε «προκλητικά βήματα» παρά τις «διπλωματικές προσπάθειες της Τουρκίας».
«Το τουρκικό ερευνητικό πλοίο Oruc Reis «έβαλε τέλος στις δραστηριότητές του στις 29 Νοεμβρίου. Όμως η Ελλάδα συνέχισε να βρίσκει προσχήματα για να αποφύγει τον διάλογο. Η ΕΕ οφείλει να δει αυτή την πραγματικότητα» είπε ο Τσαβούσογλου.
Τι ζητάει η Αθήνα
Σε αναλυτικό του δημοσίευμα χθες, Τρίτη, το πρακτορείο Bloomberg τόνιζε ότι η Ελλάδα ελπίζει να αποσπάσει τη δέσμευση των Ευρωπαίων ηγετών, ώστε να επιβληθούν οι κυρώσεις κατά της Άγκυρας.
«Η Ελλάδα θέλει οι Ευρωπαίοι ηγέτες να δώσουν μια “καθαρή εντολή” στον Ύπατο Εκπρόσωπο της ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής, Ζοζέπ Μπορέλ, ώστε να παρουσιάσει στοχευμένα μέτρα τον επόμενο μήνα, συμπεριλαμβανομένου κι ενός εμπάργκο όπλων καθώς και την απαγόρευση της χρηματοδότησης των τουρκικών τραπεζών και επιχειρήσεων από ευρωπαϊκούς οργανισμούς», αναφέρεται σε σημείωμα που κυκλοφόρησε πριν από τη συνάντηση στις Βρυξέλλες και την οποία επικαλείται το Bloomberg.
Το ειδησεογραφικό πρακτορείο επισημαίνει ότι τέτοιου είδους αυστηρά μέτρα είχαν προγενέστερα αποτύχει να τύχουν της ομόφωνης υποστήριξης των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Ο κ. Μπορέλ, από την πλευρά του, είχε σπεύσει τη Δευτέρα να επισημάνει ότι «η κατάσταση δεν είναι θετική».
Ωστόσο, ο ίδιος δεν θέλησε να προκαταλάβει τις επόμενες κινήσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έναντι της Τουρκίας.
«Δεν έχουμε παρατηρήσει κάποια θεμελιώδη αλλαγή ως προς τη συμπεριφορά της Τουρκίας», είπε ο κ. Μπορέλ στους δημοσιογράφους.
«Αντίθετα, σε αρκετές εκφάνσεις η κατάσταση έχει χειροτερεύσει και όλα τα κράτη – μέλη γνωρίζουν πολύ καλά ότι απαιτείται προσεκτική ανάλυση της κατάστασης με την Τουρκία», πρόσθεσε.
Το μήνυμα Μητσοτάκη
Στη συνέντευξή του στον Alpha και τον δημοσιογράφο Αντώνη Σρόιτερ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έστειλε τα δικά του μηνύματα τόσο στην Τουρκία όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όπως τόνισε ο πρωθυπουργός, αυτό που μέχρι στιγμής έχει καταφέρει η Αθήνα είναι να μετατρέψει τις ελληνοτουρκικές διαφορές σε ευρωτουρκικές διαφορές με την έννοια ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά ουσιαστικά την Ευρώπη.
«Αυτό δεν είχε συμβεί στο παρελθόν» τόνισε ο κ. Μητσοτάκης.
Και συμπλήρωσε:
«Και χρειάστηκε μία πάρα πολύ συστηματική διπλωματική δουλειά για να εξηγήσουμε γιατί η συμπεριφορά της Τουρκίας δεν αμφισβητεί απλά κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, αλλά συνιστά ταυτόχρονα και μία απειλή για την ασφάλεια και την ευημερία της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία θα πρέπει να αποτελεί περιοχή μεγάλης, μείζονας στρατηγικής σημασίας για τη χώρα μας.
Αυτό πιστεύω ότι είναι κάτι το οποίο το έχουμε σε πολύ μεγάλο βαθμό κατακτήσει. Έχει γίνει κοινή συνείδηση. Εξ ου και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Οκτώβριο έδωσε στην Τουρκία δύο επιλογές: ή να αγκαλιάσει μια θετική ατζέντα σταματώντας την παραβατική συμπεριφορά ή σε περίπτωση που κάνει το δεύτερο να υποστεί τις συνέπειες. Νομίζω ότι είναι ξεκάθαρο ότι η Τουρκία δεν αγκάλιασε την θετική ατζέντα. Αυτό είναι σαφές. Αναγνωρίζεται πια από όλους.
Ο βαθμός τώρα των μέτρων ή των αποφάσεων που θα πάρει το Συμβούλιο δεν είναι κάτι το οποίο μπορώ να προεξοφλήσω αυτή τη στιγμή. Ξέρετε ότι πολλές φορές σε αυτά τα Συμβούλια γίνονται πολύ ζωντανές συζητήσεις και καταλήγουμε τελικά με διαφορετικά συμπεράσματα από αυτά με τα οποία ξεκινάμε».
Στη συνέχεια, ο κ. Μητσοτάκης εξέφρασε την πεποίθηση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα διακινδυνεύσει το δικό της κύρος.
«Και δεν αναφέρομαι εδώ στην αυτονόητη στήριξη που πρέπει να παρέχει στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Αναφέρομαι στο γεγονός ότι έχει πάρει μία απόφαση, η απόφαση αυτή έχει ένα ξεκάθαρο χρονοδιάγραμμα και λέει με πολύ μεγάλη σαφήνεια ότι αν διαπιστωθεί ότι η Τουρκία δεν αγκαλιάζει τη θετική ατζέντα, το Δεκέμβριο θα πάρουμε αποφάσεις και θα υπάρχουν, θα δρομολογηθούν επί λέξει, οι συνέπειες για την Τουρκία» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Μάλιστα, ο πρωθυπουργός άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο βέτο, τονίζοντας ότι όλα είναι στο τραπέζι.
«Αλλά εν προκειμένω το βέτο θα το έβαζε άλλος, όχι η Ελλάδα, διότι σας διαβεβαιώνω ότι αυτή τη στιγμή η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών συντάσσονται με τις ελληνικές θέσεις» είπε ο κ. Μητσοτάκης, και κατέληξε:
«Δεν είμαστε μόνοι μας. Ξέρετε, το veto είναι μια έννοια που παραπέμπει σε μια χώρα η οποία είναι μόνη της. Άρα δεν πρέπει να αναφέρεται στην Ελλάδα γιατί η Ελλάδα έχει πάρα πολλούς συμμάχους αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη».