ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Βαληνάκης: Επικίνδυνος ένας «θολός» διάλογος με την Τουρκία - Ανεπαρκής όρος οι «έξι λέξεις»

Βαληνάκης: Επικίνδυνος ένας «θολός» διάλογος με την Τουρκία - Ανεπαρκής όρος οι «έξι λέξεις»
Γιάννης Βαληνάκης: Ο σχεδιασμός πρέπει να γίνεται με βάση το χειρότερο δυνατό σενάριο ΜΠΑΜΠΟΥΚΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ / INTIME

Να αυξήσουμε άμεσα τις διπλωματικές και εξοπλιστικές προετοιμασίες μας και να διαλέξουμε μια ευνοϊκότερη διαδικασία από έναν θολό διάλογο με έναν αδίστακτα επιθετικό γείτονα όπως η Τουρκία, προτείνει μεταξύ άλλων ο καθηγητής διεθνών σχέσεων Γιάννης Βαληνάκης.

Ο κ. Βαληνάκης καταθέτει τις απόψεις του στο CNN Greece για το πλαίσιο ενός διαλόγου με την Τουρκία, καθώς και για τους τρόπους αποτελεσματικής αντιμετώπισης της επιθετικότητάς της, βάσει τόσο της πολιτικής του εμπειρίας ως υφυπουργός Εξωτερικών επί των κυβερνήσεων του Κώστα Καραμανλή, όσο και των γνώσεων του ως ακαδημαϊκός δάσκαλος.

«Το θέμα είναι με ποιους όρους θα γίνει η αποκλιμάκωση» διερωτάται για να προσθέσει πως «το να πας σε ένα διάλογο, ενώ η τουρκική αρμάδα συνεχίζει να αλωνίζει προκλητικά και πρακτικά ανεμπόδιστη στην Ανατολική Μεσόγειο, ούτε ίση απόσταση είναι, ούτε συμφέρει την Ελλάδα».

«Φοβάμαι ότι ως προτεινόμενη φόρμουλα απεμπλοκής μέσω ενός θολού διαλόγου, οι λεγόμενες “έξι λέξεις” δεν φαίνεται επαρκώς διεκδικητική» σχολιάζει, αναφερόμενος στην γνωστή δήλωση του πρωθυπουργού «τελειώνουν οι προκλήσεις, αρχίζουν οι συζητήσεις».

Προτείνει να ζητήσουμε πολύ περισσότερα για το προκαταρκτικό πλαίσιο αποκλιμάκωσης, να αυξήσουμε άμεσα τις διπλωματικές και εξοπλιστικές προετοιμασίες μας και να διαλέξουμε μιά ευνοικότερη διαδικασία από έναν θολό διάλογο με έναν αδίστακτα επιθετικό γείτονα.

Ο κ. Βαληνάκης εμφανίζεται επικριτικός και ως προς τις διαμεσολαβητικές προσπάθειας που γίνονται και ειδικά εκείνη που βρίσκεται σε εξέλιξη από την πλευρά του Βερολίνου: «Για να είναι αξιόπιστος ο μεσολαβητής πρέπει να είναι ουδέτερος. Εξ ορισμού η Γερμανία δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ουδέτερη. Ως προεδρεύουσα της ΕΕ οφείλει να εκπροσωπεί έναντι της Άγκυρας τις θέσεις, την αλληλεγγύη και τα συμφέροντα της Ευρώπης αλλά και των απειλούμενων κρατών-μελών της. Δεν βλέπω όμως να κάνει αυτό. Δυστυχώς μεσολαβεί στη βάση των ίσων αποστάσεων και άρα παραβαίνει την ευρωπαϊκή αποστολή της».

«Δείχνει» επίσης τον κίνδυνο να βρεθεί η Ελλάδα σε δυσμενέστερη θέση ως αποτέλεσμα αυτών των διαμεσολαβητικών προσπαθειών, έτσι όπως αυτές εξελίχθηκαν μέχρι σήμερα. Όπως παρατηρεί: «Η Ελλάδα κατά την εκτίμηση Μπορέλ και Κραμπ-Κάρενμπαουερ είναι "ήπια" και η Τουρκία "πολύ δύσκολη". Συμπέρασμα για τον μεσολαβητή: Πρέπει να δώσω κι άλλα στο δύσκολο μέρος πιέζοντας το ήπιο μέρος».

Ο καθηγ. Γ. Βαληνάκης επαναλαμβάνει την πρότασή του για επίσημη ανακοίνωση από την Αθήνα, με Προεδρικό Διάταγμα, των συντεταγμένων της ελληνικής ΑΟΖ στο Ιόνιο, την Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειο, με παράλληλο «πάγωμα» της εφαρμογής του για έναν χρόνο ώστε: α) Να απευθύνει πρόσκληση για κατά περίπτωση έναρξη, συνέχιση ή ολοκλήρωση των διμερών διαπραγματεύσεων οριοθέτησης με όλους τους γείτονές μας εντός του έτους και σε περίπτωση που δεν καταστεί αυτό δυνατό, β) Να προσφύγει παράλληλα με καθένα από τα γειτονικά κράτη στη Χάγη.

Ο κ. Βαληνάκης διαβλέπει πρόθεση του κ. Ερντογάν, μέσα στο νεοοθωμανικό του παραλήρημα, να προκαλέσει «θερμό επεισόδιο», έπειτα από τουρκική προβοκάτσια για να φανεί διεθνώς η Ελλάδα ως επιτιθέμενη και η Τουρκία δήθεν αμυνόμενη, που έτσι θα «αναγκαστεί» να κλιμακώσει σε στρατιωτική αναμέτρηση, συμπεριλαμβανομένης και της απόβασης σε ελληνικά νησιά.

Ερωτηθείς σχετικά δηλώνει ότι δεν είναι βέβαιος ότι σε μία τέτοια περίπτωση θα υπάρξουν άμεσα αποτελεσματικές διεθνείς επεμβάσεις, ώστε να περιοριστεί η κρίση μέχρι το επίπεδο του απλού και διαχειρίσιμου επεισοδίου και να μην κλιμακωθεί σε ανοιχτή στρατιωτική σύγκρουση. «Χρήσιμες είναι οι κοινές ασκήσεις με συμμαχικές χώρες, αλλά το καίριο είναι πως θα μας συνδράμουν στρατιωτικά σε περίπτωση σύγκρουσης. Και σε αυτό δεν βλέπω πολλή προθυμία».

«Ο σχεδιασμός πρέπει να γίνεται με βάση το χειρότερο δυνατό σενάριο» τονίζει.

Αναλυτικά η συνέντευξη του Γιάννη Βαληνάκη:

- Πώς αξιολογείτε τις τελευταίες εξελίξεις στα ελληνο-τουρκικά; Έχετε υποστηρίξει στο τελευταίο βιβλίο σας «η Ελλάδα των τεσσάρων θαλασσών» ότι η Τουρκία επιδιώκει ένα «θερμό επεισόδιο». Βλέπετε κάτι τέτοιο;

Ναι, ανησυχώ περισσότερο από ποτέ για το μέχρι πού θέλει να φτάσει ο Ερντογάν μέσα στο νεοοθωμανικό παραλήρημά του. Είμαι πεπεισμένος ότι το έχει ήδη σχεδιάσει και σκηνοθετήσει αναλυτικά, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή. Στόχος του είναι μετά από τουρκική προβοκάτσια να φανεί διεθνώς η Ελλάδα ως επιτιθέμενη και η Τουρκία δήθεν αμυνόμενη, που έτσι θα «αναγκαστεί» να κλιμακώσει σε στρατιωτική αναμέτρηση, συμπεριλαμβανομένης και της απόβασης σε ελληνικά νησιά.

Αυτά δεν είναι εικασίες, αλλά πληροφορίες και δεδομένα που αποκαλύφθηκαν από τον ίδιο τον Ερντογάν για το σχέδιο «Βαριοπούλα». Επιβεβαιώνονται και από το πρόσφατο δημοσίευμα της Die Welt. Όλα αυτά γιατί ο ίδιος αντιλαμβάνεται ότι ο διακηρυγμένος στόχος του να αλλάξει τα σύνορα της Τουρκίας που «της επιβλήθηκαν» με τη Συνθήκη της Λωζάννης, μόνο με πόλεμο και επαναχάραξη συνόρων μπορεί να επιτευχθεί.

Φυσικά πιστεύει παράλληλα ότι θα κερδίσει την αναμέτρηση αιφνιδιάζοντας μια Ελλάδα, που θεωρεί ότι επιπλέον αποδυναμώθηκε πολύ λόγω της κρίσης.

Το επικίνδυνο είναι ότι έχει λανθασμένα προεξοφλήσει (βάσει των ελληνικών μη-δυναμικών αντιδράσεων του παρελθόντος) ότι η Ελλάδα δεν θέλει ουσιαστικά να πολεμήσει και έχει «βάλει όλα της τα αυγά» στην αποτροπή του μέσα από φραστικές διεθνείς καταδίκες και άσφαιρες κυρώσεις.

Προσθέτω εδώ ότι η Τουρκία αποδεικνύεται επικοινωνιακά -βοηθούσης και της διεθνούς υποκρισίας- επικίνδυνα αποτελεσματική, ενώ καλλιεργεί συστηματικά στον γειτονικό λαό το ανθελληνικό μίσος, κάτι που θα βρούμε μπροστά μας και στο μέλλον.

Το κυριότερο: Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι θα υπάρξουν άμεσα αποτελεσματικές διεθνείς επεμβάσεις ώστε να περιοριστεί η κρίση μέχρι το επίπεδο του απλού και διαχειρίσιμου επεισοδίου και να μην κλιμακωθεί σε ανοιχτή στρατιωτική σύγκρουση.

- Συμφωνείτε δηλαδή ότι θα είμαστε μόνοι;

Ο σχεδιασμός πρέπει να γίνεται με βάση το χειρότερο δυνατό σενάριο.

Χρήσιμες είναι οι κοινές ασκήσεις με συμμαχικές χώρες, αλλά το καίριο είναι πως θα μας συνδράμουν στρατιωτικά σε περίπτωση σύγκρουσης. Και σ’ αυτό δεν βλέπω πολλή προθυμία.

Επισημαίνω εξάλλου ότι η Ελλάδα συνήθως δεν αξιολογούσε πολιτικά (πέρα δηλ. από τον καθαρά επιτελικό σχεδιασμό) ως πολύ πιθανό το σενάριο μίας γενικής τουρκικής επίθεσης με τη βολική «εξήγηση» ότι απλά ο Ερντογάν εκβιάζει για να μας οδηγήσει σε διαπραγματεύσεις.

Επιπλέον μείναμε πολύ πίσω (και όχι μόνο λόγω της κρίσης) στο στρατιωτικό ισοζύγιο ισχύος. Και τώρα πρέπει, ...χθες, όχι το 2025, να καλύψουμε με ευφυείς και σχετικά φθηνές λύσεις (όπως το μεταχειρισμένο υλικό, το λήζινγκ κλπ.) το χαμένο έδαφος. Ευτυχώς οι ένοπλες δυνάμεις μας απέδειξαν όχι μόνο υψηλό φρόνημα αλλά και αξιοθαύμαστες ικανότητες που δεν περνούν απαρατήρητες από κανένα.

- Άρα είναι προτιμότερη η αποκλιμάκωση;

Είμαστε μια χώρα ειλικρινά φιλειρηνική. Αλλά η αποκλιμάκωση πρέπει να εξαρτάται από τους όρους που μας πιέζουν να αποδεχθούμε, ειδικά ως προς το πλαίσιο του διαλόγου που θα επακολουθήσει. Δεν πρέπει να την δούμε δηλ. ως αυτοσκοπό, έστω και υπό την πίεση της σημερινής συγκυρίας, γιατί τότε θα χάσουμε καίριο διαπραγματευτικό έδαφος.

Εξηγούμαι:

Πρώτον, για να είναι αξιόπιστος ο μεσολαβητής πρέπει να είναι ουδέτερος. Εξ ορισμού η Γερμανία δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ουδέτερη. Ως προεδρεύουσα της ΕΕ οφείλει να εκπροσωπεί έναντι της Άγκυρας τις θέσεις, την αλληλεγγύη και τα συμφέροντα της Ευρώπης αλλά και των απειλούμενων κρατών-μελών της. Δεν βλέπω όμως να κάνει αυτό. Δυστυχώς μεσολαβεί στη βάση των ίσων αποστάσεων και άρα παραβαίνει την ευρωπαϊκή αποστολή της. Μάλιστα θεωρώ επιπλέον απαράδεκτο να εκνευρίζεται κι από πάνω επειδή κλείσαμε μία -πολύ συντηρητική κατά τα άλλα και απόλυτα σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο- συμφωνία οριοθέτησης με την Αίγυπτο. Κλίνει λοιπόν επικίνδυνα προς την άλλη πλευρά κι αυτό πρέπει να της υπογραμμισθεί. Θα ήταν διαφορετικά πχ. τα πράγματα αν στη διαμεσολάβηση αυτή προσθέταμε και τη Γαλλία. Γιατί να μην το προτείνουμε εκεί όπου έφτασαν τα πράγματα; Κι ας βγει να το απορρίψει η Τουρκία..

Δεύτερον, το θέμα είναι με ποιους όρους θα γίνει η αποκλιμάκωση. Το να πας σε ένα διάλογο, ενώ η τουρκική αρμάδα συνεχίζει να αλωνίζει προκλητικά και πρακτικά ανεμπόδιστη στην Ανατολική Μεσόγειο, ούτε ίση απόσταση είναι, ούτε συμφέρει την Ελλάδα. Ορθά λοιπόν απορρίφθηκε.

Φοβάμαι όμως ότι ως προτεινόμενη φόρμουλα απεμπλοκής μέσω ενός θολού διαλόγου, οι λεγόμενες «έξι λέξεις» («τελειώνουν οι προκλήσεις, αρχίζουν οι συζητήσεις») δεν φαίνεται επαρκώς διεκδικητική.

- Έχετε ενστάσεις για τον διάλογο;

Επιδιώκουμε ως χώρα την αποκλίμάκωση και αποδεχόμαστε λογικά ως επόμενο βήμα τον διάλογο. Κι εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Όλες οι προσπάθειες των μεσολαβητών για έναρξη διαλόγου προφανώς κατατείνουν στην εξεύρεση ενός πλαισίου προκαταρκτικών όρων που βολιδοσκοπούνται ήδη οι δύο πλευρές να αποδεχθούν.

Η Ελλάδα κατά την (εκ λάθους διαρρεύσασα) «εκτίμηση» Μπορέλ και Κραμπ-Κάρενμπαουερ είναι «ήπια» και η Τουρκία «πολύ δύσκολη».

Συμπέρασμα για τον μεσολαβητή: Πρέπει να δώσω κι άλλα στο δύσκολο μέρος πιέζοντας το ήπιο μέρος.

Πρακτικότερα: Θα μπορέσει ένας τέτοιος μεσάζων να πείσει την Τουρκία ώστε το αντικείμενο του διαλόγου να είναι μόνο η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών; ή θα μας προσθέσει και άλλα θέματα, όπως πχ τα «συναφή ζητήματα» που αποδέχθηκε η κυβέρνηση Κώστα Σημίτη το 1999 στο Ελσίνκι και όλοι πλέον γνωρίζουμε μέχρι που μπορεί να φτάσουν (βλ. πχ την λίστα Καλίν);

Το κορυφαίο όμως ζήτημα είναι το εξής: Ακόμη κι αν δεχθεί η Τουρκία να περιοριστεί η ατζέντα στις θαλάσσιες ζώνες, με ποιες θέσεις θα προσέλθουμε για την οριοθέτησή τους;

Οι Τούρκοι έχουν καταγράψει την (εξωφρενικά μαξιμαλιστική μεν, επί του τραπεζιού κατατεθειμένη δε) «γαλάζια πατρίδα». Έχουν καταθέσει παντού τις συντεταγμένες των πιο ακραίων διεκδικήσεών τους και καταγράφουν καθημερινά και με «τσαμπουκά» πράξεις νομής σε αυτές. Ξέρουμε ότι θα διεκδικήσουν ακόμη περισσότερα.

- Και η Ελλάδα με ποιές θέσεις θεωρείτε ότι πρέπει να προσέλθει;

Με την «Ελλάδα των τεσσάρων θαλασσών» όπως εξηγώ στο βιβλίο μου. Εμείς δηλαδή, η 9η χώρα στον κόσμο σε μήκος ακτογραμμών, δεν είχαμε μέχρι πρόσφατα θεσπίσει ούτε μία από τις θαλάσσιες ζώνες και τα εργαλεία που προβλέπει το δίκαιο της θάλασσας. Μετά την πρώτη και εξαιρετική συμφωνία οριοθέτησης με την Αλβανία το 2009 (που κάκιστα αφέθηκε να ακυρωθεί μονομερώς από τα Τίρανα) και μετά από δεκαετή αδράνεια, χρειάστηκε η ασφυκτική πλέον πίεση του τουρκολιβυκού μνημονίου για να θεσπίσουμε επιτέλους (έστω κι όπως-όπως) ΑΟΖ με Ιταλία και με Αίγυπτο.

- Με ποιές λοιπόν θέσεις θα ξαναπιάσουμε τον διάλογο; Εκεί που σταμάτησε το 2016 με το «κεκτημένο» των διερευνητικών 2002-2003 για το θέμα των χωρικών μας υδάτων και καμία συζήτηση για άλλες ζώνες; Βλέπετε να φτάνουμε τότε σε ένα αδιέξοδο;

Όχι αναγκαστικά. Υπάρχουν καλύτερες και «έξυπνες» λύσεις που πρέπει όμως να αναζητήσουμε. Το αξίζουμε ως πατρίδα του Οδυσσέα!

Να ζητήσουμε λοιπόν πολύ περισσότερα για το προκαταρκτικό πλαίσιο αποκλιμάκωσης, να αυξήσουμε άμεσα τις διπλωματικές και εξοπλιστικές προετοιμασίες μας και να διαλέξουμε μιά ευνοικότερη διαδικασία από έναν θολό διάλογο με έναν αδίστακτα επιθετικό γείτονα.

Το αποτέλεσμα θα είναι ασφαλώς καλύτερο.

- Έχετε προτείνει πρόσφατα μιά «συνετή Πρωτοβουλία Ειρήνευσης στην Ανατολική Μεσόγειο». Τι ακριβώς θα προτείνατε στην ελληνική κυβέρνηση ή στους μεσολαβητές;

Έχω ένα συνεκτικό και ολοκληρωμένο σχέδιο που προσπαθώ να προσαρμόζω κάθε φορά στις εξελιξεις που τρέχουν όμως πολύ γρήγορα. Σε λίγο πολλά δεν θα μπορούν πλέον να γίνουν και θα εγκλωβιστούμε πιθανότατα σε μια εκρηκτική ένταση ή σε μια επικίνδυνη διαδικασία επίλυσης.

Προτείνω λοιπόν τα εξής:

  1. Η προκαταρκτική και ασαφής σημερινή θέση των «έξι λέξεων» («ήπια» κατά τους Γερμανούς) πρέπει να σκληρύνει τουλάχιστον ως προς τους όρους για τα επόμενα βήματα.
  1. Δεν επιτρέπουμε στην ΕΕ να μάς αφήσει μόνους στον διάλογο με την Τουρκία.

Επιλέγουμε ως θεσμικά ορθότερο και εθνικά συμφερότερο να εντάξουμε τον ελληνο-τουρκικό διάλογο στον γενικότερο ευρω-τουρκικό. Έτσι κι αλλιώς στο παζάρι της κ. Μέρκελ εντάσσονται κι άλλα θέματα (προσφυγικό κ.λπ.). Ζητούμε έτσι από την γερμανική προεδρία πέρα από τις κυρώσεις (που πρέπει ασφαλώς να «δαγκώνουν»), να συμπεριλάβει στις προτάσεις της και:

α) σε βάθος ενδοευρωπαϊκή συζήτηση για το συνολικό θεσμικό και πρακτικό οπλοστάσιο της ΕΕ σε περίπτωση επίθεσης τρίτης χώρας κατά κράτους- μέλους και την αναβάθμιση της αποτελεσματικότητας της κοινής αμυντικής πολιτικής

β) οι συζητήσεις οριοθέτησης Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας με την Τουρκία να γίνουν στο πλαίσιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων (Κεφ.13 περί Αλιείας), με την Κομισιόν να απαιτεί από την Τουρκία προκαταρκτικά (όπως προβλέπεται θεσμικά) την αποδοχή της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας (ΣΔΘ). Το ζήτημα άρα της οριοθέτησης (μέσω Κεφ.13) προτάσσεται πλέον ως προαπαιτούμενο για οποιαδήποτε ευρωπαϊκή συζήτηση με την Τουρκία, καθιστώντας πλέον τη συμφωνία της Τουρκίας με την Ελλάδα, Κύπρο και ΕΕ για τις θαλάσσιες ζώνες conditio sine qua non.

  1. Προχωρούμε χωρίς καμία καθυστέρηση και όσο συνεχίζονται οι προκλήσεις:

α) Στην επίσημη ανακοίνωση μέσω Προεδρικού Διατάγματος των συντεταγμένων της ελληνικής ΑΟΖ στο Ιόνιο, την Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειο: τόσο δηλ. των συμφωνημένων με Ιταλία και Αίγυπτο, όσο και εκείνων της συμφωνίας του 2009 με την Αλβανία, καθώς και με Λιβύη, Αίγυπτο (των υπόλοιπων), Κύπρο και Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο, όλων στη βάση της μέσης γραμμής και σύμφωνων με τη Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας.

β) Η κυβέρνηση «παγώνει» άμεσα -προλαμβάνοντας αντιδράσεις και κάθε είδους αμφισβητήσεις- την εφαρμογή του ΠΔ για 1 χρόνο στις μη οριοθετημένες ακόμη περιοχές ώστε ταυτόχρονα:

γ) Να απευθύνει πρόσκληση για κατά περίπτωση έναρξη, συνέχιση ή ολοκλήρωση των διμερών διαπραγματεύσεων οριοθέτησης με όλους τους γείτονές μας εντός του έτους (μη αποκλειόμενης μιάς εύλογης παράτασης), και σε περίπτωση που δεν καταστεί αυτό δυνατό,

δ) Να προσφύγει παράλληλα με καθένα από τα γειτονικά κράτη στη Χάγη.

ε) Παράλληλα, η Ελλάδα ανακοινώνει την γ´ φάση (μετά το Ιόνιο και νότια της Κρήτης) επέκτασης των χωρικών υδάτων μας σε 12 ν.μ. στη γραμμή νότια από την Κρήτη, Κάσο Κάρπαθο και Ρόδο μέχρι τον 28ο μεσημβρινό (τη γραμμή βάσης της συμφωνίας με Αίγυπτο). Και

στ) Ειδικά στην πρόσκληση προς την Τουρκία για οριοθέτηση (στην Ανατολική Μεσόγειο) θα επιμένει εμφατικά στους όρους σαφούς αποκήρυξης της απειλής και χρήσης βίας και στα προαπαιτούμενα που έχει αναλάβει ως υποψήφια χώρα (ευρωπαϊκή καλή γειτονία, ειρηνική επίλυση διαφορών κ.λπ.).

ζ) Επισείει σε περίπτωση περαιτέρω κλιμάκωσης από την Τουρκία την απειλή να προβεί άμεσα σε επέκταση των χωρικών υδάτων και ανατολικότερα του 28ου, δηλ. στην υπόλοιπη νότια ακτή της Ρόδου και στο Καστελλόριζο αλλά και επιπρόσθετης συνορεύουσας ζώνης 12 ν.μ. σε Κεντρική και Ανατ.Μεσόγειο.

- Μήπως περιπλακεί έτσι η προσπάθεια των διεθνών μεσολαβητών για αποκλιμάκωση;

Σημασία έχει να βγούμε νικητές από την αποκλιμάκωση και την μεσολάβηση για τα περαιτέρω κι όχι να μας θεωρήσουν βολικά «ήπιους».

Εξήγησα ότι το μεσολαβητικό πλαίσιο ίσων (και ακόμη λιγότερο ίσων) αποστάσεων που υποπτεύομαι ότι εξυφαίνεται παρασκνιακά σήμερα, ενέχει πολλαπλούς κινδύνους.

Πρέπει για αυτό η Ελλάδα να ρυμουλκήσει την Τουρκία, αλλά και την Γερμανία/ΕΕ, στο ευνοϊκότερο για μας πεδίο διαλόγου (στις ενταξιακές), εκεί δηλ. όπου η ΕΕ θεσμικά και υποχρεωτικά πρέπει να κινηθεί σε πλήρη υποστήριξη των ελληνικών θέσεων κι όχι σε αποστασιοποίηση.

Παράλληλα, καταθέτουμε πλέον για πρώτη φορά με πληρότητα όλες τις ελληνικές θέσεις (που ασφαλώς θα θεωρηθούν μαξιμαλιστικές από την Τουρκία και όχι μόνο), αναβαθμίζοντας θεαματικά τη διαπραγματευτική μας θέση στον διάλογο που έρχεται.

Αξιοποιούμε έτσι «έξυπνα» τα νόμιμα εργαλεία του Διεθνούς Δικαίου και της διπλωματίας για να υποστηρίξουμε τα δικαιώματά της μέσα σε ένα διεθνές πλαίσιο επικίνδυνης αδράνειας ή μεσολαβήσεων που εξισώνουν τον θύτη και το θύμα.

Η Ελλάδα επανακτά ως δύναμη ευρωπαϊκή και φιλειρηνική την πρωτοβουλία των κινήσεων και του διαλόγου τον οποίο πλέον οδηγεί με σύνεση και ευελιξία αλλά και υπό δικό της έλεγχο επιλέγοντας εκείνη, και όχι συρόμενη, τις διαδικασίες, τα όρια και το timing της πορείας επίλυσης.