Άλωση της Κωνσταντινούπολης: Προσευχή στην Αγία Σοφία σήμερα με απόφαση Ερντογάν
Με αφορμή την 567η επέτειο της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, ο Τούρκος πρέδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αποφάσισε να γίνει προσευχή στην Αγία Σοφία.
Μετά τη λήξη του υπουργικού συμβουλίου και αφού αναφέρθηκε στα μέτρα που λαμβάνονται κατά του κορωνοϊού προσέθεσε: «Για αύριο ετοιμάζουμε ένα πολύ ωραίο πρόγραμμα για την επέτειο της Άλωσης. Αρχικά θα εγκαινιάσουμε του νοσοκομείο "Feriha Öz" στην περιοχή Σαντζάκτεπε. Τις βραδινές ώρες θα γίνουν οι αγώνες για το Κύπελλο της Άλωσης. Θα διαβάσουμε στην Αγία Σοφία το "εδάφιο της Άλωσης" και άλλες προσευχές. Με το πρόγραμμα αυτό θα βιώσουμε τη χαρά της Άλωσης μαζί με το έθνος μας.
Μνημονεύουμε με σεβασμό τον σουλτάνο τον Μωάμεθ τον Πορθητή, καθώς και όλους τους μάρτυρες και ήρωές μας, που μας χάρισαν ως πατρίδα τα χώματα αυτά».
Υπενθυμίζεται πως σήμερα λήγει στην Τουρκία η απαγόρευση στα τεμένη στο πλαίσιο των μέτρων κατά την πανδημίας του κορωνοϊού.
Την ανακοίνωση έκανε ο Τούρκος πρόεδρος αφού νωρίτερα ο Διευθυντής Θρησκευτικών Υποθέσεων της Τουρκίας Αλί Ερμπάς είχε δηλώσει ότι η σημερινή μουσουλμανική προσευχή θα πραγματοποιηθεί στο τέμενος Φάτιχ στην Κωνσταντινούπολη (το οποίο έχει χτιστεί πάνω στον Βυζαντινό ναό των Αγίων Αποστόλων).
Σημειώνεται πως ήχοι από ισλαμική προσευχή ακούστηκαν στην Αγία Σοφία, εν μέσω των περιορισμών για την πανδημίας, τον περασμένο Μάρτιο.
Τότε, το κάλεσμα (εζάν) και η ανάγνωση της προσευχής έγινε, σύμφωνα με την επίσημη ενημέρωση, προκειμένου να δοκιμαστεί η ακουστική του ναού, κατόπιν άδειας που εξασφαλίστηκε από τον διευθυντή του Μουσείου της Αγίας Σοφίας, Χαϊρουλάχ Τζενγκίζ. Στο χώρο είχαν τοποθετηθεί οκτώ κάμερες και ισάριθμα μικρόφωνα, ενώ δεν υπήρχε κανείς άλλος εκτός από έναν ιμάμη, έναν μουεζίνη και το αναγκαίο τεχνικό προσωπικό.
Η κίνηση αυτή ωστόσο επανέφερε για μία ακόμη φορά στην επικαιρότητα τη μακρά συζήτηση στην Τουρκία περί επαναλειτουργίας του ναού ως τεμένους. Ένα χρόνο νωρίτερα, στις 24 Μαρτίου του 2019, σχεδόν μία εβδομάδα πριν από τις περιφερειακές εκλογές, ο Ερντογάν είχε δηλώσει: «Μπορούμε να ανοίξουμε την Αγία Σοφία όχι ως μουσείο, αλλά ως τζαμί. Μάλιστα μπορεί ακόμα και να αλλάξουμε το όνομά της σε “Τέμενος της Αγίας Σοφίας”».
Λίγες ημέρες αργότερα επανήλθε και αναφερόμενος στην αναγνώριση από τις ΗΠΑ της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, δήλωσε: «Μπορούμε να κάνουμε ελεύθερη την είσοδο στην Αγία Σοφία, αλλά μπορούμε να μη κάνουμε μόνο αυτό. Μετά τις (δημοτικές) εκλογές θα επαναφέρουμε το πραγματικό καθεστώς της Αγίας Σοφίας. Τι σημαίνει αυτό; Θα αλλάξουμε το στάτους από μουσείο σε τέμενος. Αυτή την στιγμή ο Τράμπ ανακοινώνει ότι η Ιερουσαλήμ είναι πρωτεύουσα (του Ισραήλ). Έτσι δεν είναι; Παραχωρεί τα υψίπεδα του Γκολάν στον κατακτητή. Θα πάρετε την απάντηση από την Τουρκία». Όπως είχε πει «οι τουρίστες όλων των δογμάτων σήμερα μπορούν να επισκεφθούν δωρεάν το Μπλε τζαμί που βρίσκεται δίπλα», γι' αυτόν τον λόγο «μπορούμε να ενεργήσουμε αναλόγως και με την Αγία Σοφία».
H κίνηση αυτή ερμηνεύτηκε τότε ως απέλπιδα προσπάθεια του Τούρκου προέδρου να κερδίσει ο υποψήφιος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), Μπιναλί Γιλντιρίμ, τον δήμο της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος τελικά, μετά από ένα εκλογικό θρίλερ και επαναληπτική ψηφοφορία τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, έχασε τις εκλογές.
Αλλά και τον Ιούλιο του 2016, για πρώτη φορά μετά από 85 χρόνια από τη μετατροπή του μνημείου σε μουσείο από τον Κεμάλ Ατατούρκ, ο μουεζίνης απηύθυνε κάλεσμα (εζάν) για μουσουλμανική προσευχή μέσα από την Αγία Σοφία.
Η κίνηση αυτή είχε προκαλέσει τότε την αντίδραση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών ο εκπρόσωπος του οποίου είχε δηλώσει:
«Εκφράζουμε την έντονη ανησυχία και δυσφορία μας για ένα ακόμη βήμα που υπονομεύει τον χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας ως μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και που προφανώς δεν συνάδει με τις αρχές που οφείλουν να διέπουν ένα σύγχρονο, κοσμικό κράτος. Έχουμε κατ' επανάληψη τονίσει με σειρά ενεργειών μας με σκοπό την ενημέρωση κρατών και διεθνών οργανισμών, ότι η απόπειρα αλλαγής χρήσης από μουσείο σε τέμενος της Αγίας Σοφίας που έχει χαρακτηριστεί από την UNESCO ως παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά είναι ένα διεθνές ζήτημα. Ένα ζήτημα μείζονος σημασίας που άπτεται της προστασίας της ταυτότητας ενός μνημείου που ανήκει στον πανανθρώπινο πολιτισμό».