Αχτσιόγλου στο CNN Greece: Η κυβέρνηση αποφάσισε να πληρώσουν την κρίση οι εργαζόμενοι
Η Έφη Αχτσιόγλου σε συνέντευξή της στο CNN Greece εκτίμησε ότι η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να πληρώσουν οι εργαζόμενοι το κόστος της κρίσης.
Αναφερόμενη στο πακέτο Μητσοτάκη, η τομεάρχης Εργασίας του ΣΥΡΙΖΑ είπα ότι: «Ουσιαστικά, ανακοίνωσε στους εργαζόμενους της χώρας τρεις δρόμους: ή θα μειωθούν οι μισθοί τους, ή θα απολυθούν, ή θα τεθούν σε καθεστώς επιδοτούμενης ανεργίας –διότι αυτό είναι η αναστολή συμβάσεων εργασίας».
Προσέθεσε ότι η διαφωνία του ΣΥΡΙΖΑ με το πρόγραμμα της κυβέρνησης είναι στρατηγική και δεν σχετίζεται μόνο με την επάρκεια τους. Κατηγόρησε ακόμα την κυβέρνηση ότι «παρακολουθεί την οικονομία να βυθίζεται στην ύφεση χωρίς η ίδια να παρεμβαίνει δραστικά, ώστε να προλάβει τις συνέπειες της για τους εργαζόμενους και τις μικρές επιχειρήσεις.»
Η Έφη Αχτσιόγλου τόνισε ότι το βασικό στοιχείο της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ είναι:
«Να μην αποτελέσει η πανδημία ούτε πρόσχημα ούτε και δικαιολογητικό λόγο για απολύσεις, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, μείωση των μισθών, ούτε φυσικά και για μόνιμου χαρακτήρα ανατροπές στο εργατικό δίκαιο της χώρας».
Κατά την πρώην υπουργό Εργασίας το μηνιαίο κόστος της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για πλήρη κάλυψη του μισθολογικού κόστους στις πληττομένες επιχειρήσεις, ανέρχεται στα 850 εκατομμύρια.
Τέλος σε ό,τι αφορά στα εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ, η κ. Αχτσιόγλου υποστήριξε ότι «υποχρέωσή μας παρά τις ιδιαίτερες απόψεις του καθενός και τις κατά περίπτωση διαφωνίες μας να μην παρασυρθούμε σε εσωτερικούς διχασμούς, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει πολυφωνία στο εσωτερικό μας, όπως πάντα αυτή ελεύθερα αναπτυσσόταν στην ανανεωτική αριστερά ή ότι θα χτίζουμε επίπλαστες ομοφωνίες».
Αναλυτικά η συνέντευξη της Έφης Αχτσιόγλου στο CNN Greece.
-Από την αρχή της κρίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε λόγο για ένα «εμπροσθοβαρές» πακέτο στήριξης της οικονομίας. Τώρα ο χρόνος πέρασε και το «εμπροσθοβαρές» μοιάζει να μην έχει νόημα πλέον. Ποια θα ήταν η λέξη που θα χρησιμοποιούσατε για να χαρακτηρίσετε το επικαιροποιημένο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ;
-Επείγον. Πρόκειται πια για σχέδιο έκτακτης ανάγκης. Πράγματι, το παράθυρο για ένα εμπροσθοβαρές πακέτο σιγά σιγά κλείνει και βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τις συνέπειες μιας στρατηγικής επιλογής αδράνειας.
Διότι αυτή την επιλογή έκανε η κυβέρνηση. Να παρακολουθεί την οικονομία να βυθίζεται στην ύφεση χωρίς η ίδια να παρεμβαίνει δραστικά, ώστε να προλάβει τις συνέπειες της για τους εργαζόμενους και τις μικρές επιχειρήσεις.
Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν μπήκε ποτέ σε μια ειλικρινή συζήτηση για τις προτάσεις που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, εμείς δεν μένουμε στη λογική «σας τα είπαμε». Επικαιροποιούμε το οικονομικό μας πρόγραμμα για να δείξουμε ότι ακόμη και τώρα υπάρχουν τα περιθώρια για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας, για ουσιαστική στήριξη όσων αιφνιδιαστικά αντιμετώπισαν σεισμικές ανατροπές στο εισόδημά τους, για την προστασία του κόσμου της εργασίας και τελικά για να περιορίσουμε το μέγεθος της ύφεσης και να μπορέσουμε να έχουμε μια γρήγορη ανάκαμψη.
Τα μέτρα της κυβέρνησης
-Η κυβέρνηση πριν δυο μέρες παρουσίασε ένα πακέτο οικονομικών μέτρων. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασε αμέσως τη διαφωνία του θεωρείτε ότι αυτό δεν θα προλάβει τις συνέπειες της ύφεσης; Η διαφωνία σας έγκειται στο ότι τα μέτρα που εξήγγειλε δεν επαρκούν;
-Η διαφωνία μας υπερβαίνει το ζήτημα της επάρκειας, είναι στρατηγική. Η ΝΔ παρουσίασε ένα πακέτο που έχει ως κεντρικό του πυλώνα τη μείωση των μισθών των εργαζομένων κατά 20%, την παράταση των αναστολών συμβάσεων εργασίας και την πλήρη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Ουσιαστικά, ανακοίνωσε στους εργαζόμενους της χώρας τρεις δρόμους: ή θα μειωθούν οι μισθοί τους, ή θα απολυθούν, ή θα τεθούν σε καθεστώς επιδοτούμενης ανεργίας –διότι αυτό είναι η αναστολή συμβάσεων εργασίας.
Από ‘κει και πέρα, για τις μικρές επιχειρήσεις η κυβέρνηση επανέλαβε το μέτρο της επιστρεπτέας προκαταβολής. Όσες φορές και να το επαναλάβει, δεν μπορεί να μετρηθεί ως νέο μέτρο. Είναι ένα μέτρο που δεν συνιστά πραγματική ενίσχυση αλλά δάνειο, ενώ με τα κριτήρια που έχει θέσει η κυβέρνηση η πλειονότητα των επιχειρήσεων δεν μπορεί να διευκολυνθεί. Εντυπωσιακή όμως ήταν η παντελής απουσία συγκεκριμένου σχεδίου για τον τουρισμό, από τη λειτουργία του οποίου κυριολεκτικά εξαρτώνται εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, εργαζόμενοι, νοικοκυριά. Απ’ ό,τι φαίνεται, μπορεί η κυβέρνηση να μην έχει αντιληφθεί το μέγεθος της ύφεσης που έχει η ίδια προδιαγράψει για τη χώρα μας, έχει πάντως σίγουρα αποφασίσει ποιοι θα την πληρώσουν.
-Υποστηρίζετε ότι οι επιχειρήσεις που ανοίγουν μετά το lockdown πρέπει να ενισχυθούν για να διατηρήσουν το προσωπικό τους με τους ίδιους όρους. Τι κόστος έχει μηναία αυτή η ενίσχυση και για πόσο καιρό πρέπει να διαρκέσει;
-Στη δική μας στρατηγική, το κρίσιμο είναι να σταθεροποιηθούν οι σχέσεις εργασίας και οι μισθοί στα επίπεδα περίπου που είχαν διαμορφωθεί τον Φεβρουάριο του 2020.
Να μην αποτελέσει δηλαδή η πανδημία ούτε πρόσχημα ούτε και δικαιολογητικό λόγο για απολύσεις, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, μείωση των μισθών, ούτε φυσικά και για μόνιμου χαρακτήρα ανατροπές στο εργατικό δίκαιο της χώρας.
Αυτή είναι και η στρατηγική μας διαφωνία με την κυβέρνηση που από την πρώτη στιγμή ακολουθεί την ακριβώς αντίθετη πορεία. Στο δικό μας πρόγραμμα η οικονομική ενίσχυση στην επιχείρηση συνδέεται απολύτως με τη διατήρηση των σχέσεων εργασίας (και όχι μόνο των θέσεων εργασίας) και των μισθών. Για να είναι αυτό εφικτό, στις επιχειρήσεις που ανοίγουν μετά το lockdown πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα σε αυτές που επιβάλλονται διοικητικοί περιορισμοί λειτουργίας (π.χ. εστίαση) όπου εξ αντικειμένου το κράτος περιορίζει την παραγωγική τους λειτουργία και σε αυτές που επαναλειτουργούν χωρίς περιορισμούς μεν, έχουν ωστόσο υποστεί σημαντική πτώση του τζίρου. Στην πρώτη περίπτωση το κράτος οφείλει να επιδοτήσει το κατά περίπτωση υπόλοιπο του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους –αυτό που αντιστοιχεί δηλαδή στον περιορισμό που επιβάλλει- ώστε να καταβάλλονται οι μισθοί στο 100%, ενώ στη δεύτερη περίπτωση μπορεί να παρέχει μια σταθερή επιδότηση για το μισθολογικό και μη μισθολογικό κόστος με την υποχρέωση και πάλι οι μισθοί να καταβάλλονται στο 100%. Κρίσιμη δικλείδα είναι σε όλες τις περιπτώσεις να μην υπάρχει αρνητική μεταβολή των σχέσεων εργασίας, δηλαδή από πλήρους απασχόλησης σε μερικής ή εκ περιτροπής. Αυτονόητα στις επιχειρήσεις που συνεχίζουν να είναι σε αναστολή, επιμένουμε στην αρχική μας πρόταση ότι το κράτος οφείλει να καλύπτει μισθούς και ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων στο 100%.
Το κόστος αυτής της πρότασης ανέρχεται περίπου στα 850 εκατομμύρια το μήνα. Η επιδότηση θα πρέπει να διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι και τα τέλη του Σεπτέμβρη αλλά θα πρέπει να έχει μετενέργεια για το επόμενο διάστημα, δηλαδή η δέσμευση για διατήρηση των σχέσεων εργασίας να εκτείνεται και μετά το τέλος της επιδότησης.
Μέρκελ και Βίλι Μπραντ
-Υποστηρίζετε ότι μπορούν να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας και οι μισθοί. Πώς μπορεί να γίνει αυτό σε μια οικονομία ελεύθερης αγοράς όπου η ύφεση μπορεί να φτάσει και το 10%;
-Δεν είναι όλες οι οικονομίες ελεύθερης αγοράς ίδιες. Όλα εξαρτώνται από τον συσχετισμό δύναμης και τον βαθμό ρύθμισης. Για να το πω με ένα παράδειγμα:
Η Γερμανία του Βίλι Μπραντ και η Γερμανία της Άγγελα Μέρκελ δεν είναι ίδιες παρά το γεγονός ότι και στις δύο στιγμές έχουμε οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Το ότι είμαστε σε οικονομία ελεύθερης αγοράς λοιπόν δεν σημαίνει ότι το κράτος δεν μπορεί να παρέμβει και να θέσει κανόνες στην αγορά εργασίας.
Διαφορετικά δεν θα υπήρχε καθόλου εργατικό δίκαιο και εργαζόμενοι και εργοδότες θα συναλλάσσονταν ως να ήταν ίσοι.Ούτε σημαίνει ότι δεν έχει τη δυνατότητα να εξαρτήσει τη στήριξη στις επιχειρήσεις από προϋποθέσεις προστασίας του μισθού και των συμβάσεων εργασίας. Προφανώς και μπορούν λοιπόν να τεθούν κανόνες προστασίας της εργασίας και προφανώς μπορούν να τεθούν υποχρεωτικές ρήτρες μη μείωσης των μισθών και μη αρνητικής μεταβολής των σχέσεων εργασίας όταν το κράτος επιδοτεί επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Σε ό,τι αφορά την ύφεση, η λογική είναι η αντίστροφη απ’ αυτή που θέτετε στην ερώτησή σας. Η ύφεση θα φτάσει και θα ξεπεράσει το 10% ακριβώς εάν δεν παρέμβει το κράτος για να στηρίξει μισθούς και θέσεις εργασίας, αν δεν δώσει ρευστότητα στις μικρές επιχειρήσεις για να λειτουργήσουν.
Η εξάρτηση απο τον τουρισμό
-Η ελληνική οικονομία «πληρώνει» σήμερα το μοντέλο ανάπτυξης που ακολούθησε τις τελευταίες δεκαετίες. Ένα μοντέλο με υπέρμετρα διογκωμένους τους κλάδους του τουρισμού και της εστίασης. Σε γενικές γραμμές την ίδια λογική ακολούθησε και ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση. Πιστεύετε ότι πρέπει να αναζητηθεί ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης και ποιο είναι αυτό;
-Ο ΣΥΡΙΖΑ πάντοτε υπερασπιζόταν την ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου, την ανάγκη η χώρα να αναπτύξει κλάδους καινοτόμους και κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αυτό ήταν το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά προφανώς αυτό δεν μπορεί να υλοποιηθεί σε μια τετραετία ιδίως όταν στο μεγαλύτερο μέρος της βρισκόμασταν σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Βεβαίως είναι δεδομένο ότι η ελληνική οικονομία έχει και θα έχει μια υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έχει δυνατότητες να αναπτύξει αντίστοιχα και άλλους κλάδους: τον αγροτοδιατροφικό, τη μεταποίηση, τις υψηλές τεχνολογίες, την ενέργεια, τη χημική βιομηχανία, τις μεταφορές. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται συντονισμένο σχέδιο και προσανατολισμός των χρηματοδοτικών εργαλείων που διαθέτει το κράτος (Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, ΕΣΠΑ) σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις.
Στο διαφορετικό παραγωγικό μοντέλο του ΣΥΡΙΖΑ οι κρίσιμες μεταβλητές είναι η οργανωμένη αγορά εργασίας και υψηλοί μισθοί, ώστε οι επιχειρήσεις να επενδύουν στην καινοτομία και στην ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος. Διότι όσο μπορούν να αυξάνουν την κερδοφορία τους μόνο μέσω της μείωσης των μισθών και της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, δεν θα αναζητούν τους άλλους δρόμους. Η καθοδηγητική ιδέα λοιπόν στο παραγωγικό μοντέλο του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ρύθμιση και ο συντονισμένος κυβερνητικός σχεδιασμός. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή από το μοντέλο του επαρχιωτικού νεοφιλελευθερισμού που ακολουθεί η ΝΔ: χατήρια στους φίλους και διάλυση των εργασιακών σχέσεων.
Τα εσωκομματικά
-Και μια τελευταία ερώτηση για τα εσωκομματικά. Πώς τοποθετήστε εσείς στη συζήτηση περί αυριανισμού εντός του ΣΥΡΙΖΑ;
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εδώ για να εκφράσει τις κοινωνικές ανάγκες, να πιέσει για τα αιτήματα του κόσμου της εργασίας, να δώσει την πολιτική μάχη για την κοινωνική πλειοψηφία. Και ιδίως τώρα που μαζί με την υγειονομική κρίση η κοινωνία δοκιμάζεται από μια νέα οικονομική κρίση, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να σταθεί αντάξιος των περιστάσεων και να κάνει ό,τι είναι δυνατό για να είναι αποτελεσματικός σε ένα δεδομένο επί του παρόντος πολιτικό και μιντιακό τοπίο αλλά και για να διαμορφώσει τους όρους μιας νέας προοδευτικής ριζοσπαστικής διακυβέρνησης.
Είναι λοιπόν υποχρέωσή μας παρά τις ιδιαίτερες απόψεις του καθενός και τις κατά περίπτωση διαφωνίες μας να μην παρασυρθούμε σε εσωτερικούς διχασμούς, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει πολυφωνία στο εσωτερικό μας, όπως πάντα αυτή ελεύθερα αναπτυσσόταν στην ανανεωτική αριστερά ή ότι θα χτίζουμε επίπλαστες ομοφωνίες.
Το κρίσιμο όμως είναι να συντονίσουμε όλοι όλες μας τις δυνάμεις σε μια συγκεκριμένη πολιτική στρατηγική, με απόλυτη αφοσίωση στον κόσμο που θέλουμε να εκπροσωπούμε.