Τηλεδιάσκεψη του Μητσοτάκη με τους ηγέτες της ΕΕ για τον κορωνοϊό
Σε τηλεδιάσκεψη με τους αρχηγούς των κρατών και των κυβερνήσεων των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα συμμετάσχει την Πέμπτη το απόγευμα στις 17:00 ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Το κύριο αντικείμενο της τηλεδιάσκεψης θα είναι οι εξελίξεις με τον κορωνοϊό και η αντιμετώπισή του.
Νωρίτερα, οι ηγέτες εννέα κρατών της ΕΕ, προερχόμενοι κυρίως από τον χώρο της Κεντροαριστεράς, κάλεσαν την Τετάρτη την ΕΕ να δημιουργήσει κορωνο-ομόλογα, προκειμένου να διαθέσει σημαντικά κονδύλια μπροστά στην υγειονομική κρίση.
Την επιστολή υπογράφουν οι Κυριάκος Μητσοτάκης, Sophie Wilmès, πρωθυπουργός του Βελγίου, Emmanuel Macron, πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, Leo Varadkar, πρωθυπουργός της Ιρλανδίας, Pedro Sánchez, πρωθυπουργός της Ισπανίας, Giuseppe Conte, πρωθυπουργός της Ιταλίας, Xavier Bettel, πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, António Costa, πρωθυπουργός της Πορτογαλίας, Janez Janša, πρωθυπουργός της Σλοβενίας.
Είναι η πρώτη φορά που η πρόταση για το ευρωομόλογο έχει τόσο ευρεία υποστήριξη και μάλιστα από κυβερνήσεις διαφορετικών ιδεολογικών αναφορών.
Στην επιστολή αναφέρεται μεταξύ άλλων:
«Είναι ανάγκη να συμφωνήσουμε σε ένα κοινό χρεωστικό μέσο, που θα μπορούσε να ονομαστεί «Ομόλογο-Corona» και το οποίο θα εκδοθεί από ένα θεσμικό όργανο της Ε.Ε. Αποστολή του θα είναι η συγκέντρωση κεφαλαίων -στην ίδια βάση και προς όφελος όλων των εταίρων. Έτσι, θα εξασφαλισθεί η σταθερή και μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση των πολιτικών που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των ζημιών από αυτή την πανδημία.»
«Η ανάγκη ενός τέτοιου κοινού χρηματοδοτικού μέσου είναι φανερή, αφού όλοι αντιμετωπίζουμε ένα συμμετρικό εξωτερικό σοκ, για το οποίο καμία χώρα δεν φέρει ευθύνη, αλλά όλες υφίστανται τις αρνητικές του συνέπειές. Είμαστε, συνεπώς, συλλογικά υπεύθυνοι για μια αποτελεσματική και ενιαία ευρωπαϊκή απάντηση. Αυτό το κοινό οικονομικό εργαλείο μας θα πρέπει να έχει επαρκές μέγεθος και εκτεταμένη διάρκεια, ώστε να είναι απόλυτα αποδοτικό και να αποτρέπει κινδύνους υποτροπής. Τώρα και στο μέλλον.
Τα κεφάλαια που θα συγκεντρωθούν, θα χρηματοδοτήσουν τις απαραίτητες επενδύσεις στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης όλων των χωρών-μελών. Αλλά και σειρά βραχυπρόθεσμων πολιτικών για την προστασία των εθνικών οικονομιών και του ευρωπαϊκού κοινωνικού μας μοντέλου.»
Το «όχι» της Γερμανίας
Η Γερμανία ωστόσο απέρριψε την ιδέα έκδοσης ευρωομόλογου για να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση, στην οποία εισέρχεται η Ευρωζώνη εξαιτίας της κρίσης του κορωνοϊού.
Ο υπουργός Οικονομίας και Ενέργειας της Γερμανίας Πέτερ Αλτμάιερ δήλωσε ότι πρόκειται για «συζήτηση - φάντασμα». Συνέστησε δε προσοχή «όταν κάποιες λαμπρές ιδέες παρουσιάζονται ως καινούργιες, ενώ αποτελούν επανάληψη προ πολλού απορριφθεισών προτάσεων».
Από τη μεριά του, ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ είπε ότι μπορεί να μην χρειαστεί το ευρωομόλογο γιατί τα εργαλεία του ESM, αφού είναι εγγυημένα από κράτη της Ευρωζώνης, ήδη αποτελούν ένα είδος ευρωομολόγου.
Μιλώντας στο γερμανικό Κοινοβούλιο, ο αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς δεν άφησε πάντως αμφιβολίες για τη σοβαρότητα της κατάστασης: «Βιώνουμε μια κρίση, η οποία δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας. Μια πρόκληση για ολόκληρη την ανθρωπότητα», είπε χαρακτηριστικά. Το κοινοβούλιο αποφάσισε την άρση του «φρένου χρέους» και την έγκριση νέου δανεισμού ύψους 156 δισεκατομμυρίων ευρώ για να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές συνέπειες του κορωνοϊού.
Οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης στήριξαν ευρέως την ιδέα να καταστεί δυνατή μια προληπτική γραμμή πίστωσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), με κάθε χώρα να μπορεί να αντλεί έως και 2% του ΑΕΠ. Η προληπτική ενισχυμένη γραμμή πίστωσης ECCL θα είναι διαθέσιμη για όλες τις χώρες της ευρωζώνης, παρόλο που δεν θα τη χρειαστούν όλες. Η τελική απόφαση για την χρήση των χρημάτων από τον ESM θα ληφθεί στην Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ που θα διεξαχθεί την Πέμπτη.
Σημειώνεται ότι ήδη έχουν ανασταλεί οι κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ενώ η ΕΚΤ προχωράει σε Πρόγραμμα Προσοτικής Χαλάρωσης ύψους 750 δισ. ευρώ.