Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την επίσκεψη Πομπέο: Η συμμαχική μας σχέση προχωρά με ταχύτατους ρυθμούς
Με στόχο την «εμβάθυνση της ιστορικής σχέσης» Ελλάδας-ΗΠΑ, κατέφθασε στην Αθήνα ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο.
Ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας θα πραγματοποιήσει συναντήσεις σε ανώτερο κυβερνητικό επίπεδο, προετοιμάζοντας ουσιαστικά το έδαφος για τον δεύτερο στρατηγικό διάλογο Ελλάδας-ΗΠΑ.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο κ. Πομπέο θα συναντηθεί με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και άλλα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων των υπουργών Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας, Νίκο Δένδια και Νίκο Παναγιωτόπουλου.
Αναφερόμενος στον γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ είχε δηλώσει ότι «η Ελλάδα είναι ένας πυλώνας σταθερότητας στην ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια και ένας σημαντικός σύμμαχος στο ΝΑΤΟ. Ανυπομονούμε να συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε στενά για την προώθηση της σταθερότητας και της ευημερίας στην περιοχή».
Όπως επισημαίνει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η συνεργασία Ελλάδα-ΗΠΑ καλύπτει ένα ιδιαίτερα ευρύ φάσμα θεμάτων που επεκτείνεται σε τομείς όπως η άμυνα και η ασφάλεια, το εμπόριο, οι επενδύσεις, η ενέργεια, η έρευνα, ο πολιτισμός και οι τέχνες. Υπό αυτό το πρίσμα, ο κ. Πομπέο θα δώσει μια ομιλία, στην οποία θα αναφερθεί στη «δυναμική ανάπτυξη» της διμερούς σχέσης.
Η συμμαχική σχέση ΗΠΑ-Ελλάδας προχωρά με ταχύτατους ρυθμούς
Κάνοντας λόγο για ένα «ιστορικό σημείο» για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ σημειώνει ότι η Ελλάδα είναι ένας ζωτικός εταίρος που μοιράζεται βασικούς στρατηγικούς στόχους με τις ΗΠΑ και αποτελεί έναν πυλώνα σταθερότητας στην περιοχή.
«Στις 7 Οκτωβρίου 2019, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα θα συγκαλέσουν τη δεύτερη επανάληψη του στρατηγικού διαλόγου ΗΠΑ-Ελλάδας. Σε αυτόν τον διάλογο, οι ηγέτες των ΗΠΑ θα συναντηθούν με τους Έλληνες ομολόγους τους για να συζητήσουν πώς μπορούμε να επιτύχουμε τους κοινούς στόχους μας, ειδικά στην περιφερειακή συνεργασία, την άμυνα και την ασφάλεια, το εμπόριο και τις επενδύσεις, την ενέργεια, την επιβολή του νόμου και την αντιτρομοκρατία, καθώς και τους δεσμούς μεταξύ των δύο κοινωνιών», σημειώνεται.
Μάλιστα, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στη σημασία που αποδίδει η Ουάσινγκτον για την επέκταση της συνεργασίας με το περιφερειακό σχήμα της Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ στο πλαίσιο του «3 + 1».
«Μαζί οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα επενδύουν στο μέλλον της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης της Θεσσαλονίκης ως πύλης προς τα Βαλκάνια για επενδύσεις και εμπόριο», τονίζεται.
Ανάπτυξη της διμερούς οικονομικής σχέσης
Όπως αναφέρεται, «μια ισχυρή και ευημερούσα Ελλάδα θα είναι πιο ικανός εταίρος για τις Ηνωμένες Πολιτείες στην ανατολική Μεσόγειο». Υπό αυτό το πρίσμα, η Ουάσινγκτον στοχεύσει στη διατήρηση μιας ισχυρής οικονομικής σχέσης με την Αθήνα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η αξία των αμφίδρομων συναλλαγών και υπηρεσιών μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ελλάδας άγγιξε τα 2.8 δισ. δολάρια το 2018, μια αύξηση της τάξης του 21% σε σχέση με το 2017.
Μάλιστα οι εξαγωγές υπηρεσιών ανήλθαν σε περίπου 1.1 δισ. δολάρια το 2017, καταγράφοντας αύξηση 23% από το 2016. Σύμφωνα με το πρόγραμμα SelectUSA του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου, οι αμερικανικές άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα το 2018 ήταν 1.4 δισ. δολάρια, αυξημένες κατά 16% από το 2017.
Συνεχίζοντας η ανακοίνωση του Στείτ Ντιπάρτμεντ κάνει λόγο για μια αύξηση των αμερικανικών επενδύσεων στην Ελλάδα. «Οι επενδύσεις των ΗΠΑ στην Ελλάδα αυξάνονται. Η Pfizer ανακοίνωσε πρόσφατα ότι θα ανοίξει εγκατάσταση έρευνας και ανάπτυξης 200 εργαζομένων στη Θεσσαλονίκη. Η Cisco ανακοίνωσε ότι θα επενδύσει 10-12 εκατομμύρια για την ανάπτυξη ενός κέντρου καινοτομίας στη Θεσσαλονίκη, το οποίο θα αναπτύξει τεχνολογίες για έξυπνες πόλεις».
Αναφορικά με τον τομέα της τεχνολογίας, αναφέρεται ότι η Ελλάδα συμμετείχε μαζί με τις ΗΠΑ και τριάντα άλλες χώρες στην ανάπτυξη των Προτάσεων της Πράγας, «οι οποίες υπογραμμίζουν την ανάγκη δημιουργίας δικτύων 5G με βάση τον ελεύθερο και δίκαιο ανταγωνισμό, τη διαφάνεια και το κράτος δικαίου. Ενθαρρύνουμε την Ελλάδα να χρησιμοποιήσει αξιόπιστους πωλητές στην αλυσίδα εφοδιασμού 5G της».
Αμυντική και ενεργειακή συνεργασία
Όπως σημειώνει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η συνεργασία ΗΠΑ-Ελλάδας σε όλα τα μέτωπα θα ενισχύσει την ικανότητα της Ελλάδας να προάγει την ειρήνη και τη σταθερότητα στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο.
«Χαιρετίζουμε τη συμφωνία μας για επικαιροποίηση της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA), η οποία θα μας επιτρέψει να επεκτείνουμε τις διμερείς μας δραστηριότητες στη Λάρισα, το Στεφανοβίκιο και την Αλεξανδρούπολη και να διατηρήσουμε την αυξημένη δραστηριότητα στη ναυτική βάση της Σούδας. Η συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας επιτρέπει την αμοιβαία επωφελή βελτίωση των υποδομών και υποστηρίζει την αυξημένη συνεργασία με την Ελλάδα και τους συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ. Επικροτούμε επίσης την Ελλάδα για τη δαπάνη 2% του ΑΕΠ της για την άμυνα», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Τέλος, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπογραμμίζει ότι η ενεργειακή ασφάλεια είναι σημαντική για τη θωράκιση της οικονομικής και πολιτικής ασφάλειας αλλά και τη διασφάλιση της κυριαρχίας. Υπό αυτό το πρίσμα, γίνεται αναφορά στο πώς η χώρα μας συμβάλλει στην ενίσχυση της ενεργειακής διαφοροποίησης της Ευρώπης.
«Η Ελλάδα συμβάλλει στην προσέλκυση νέων πηγών ενέργειας στην Ευρώπη μέσω του Διαδριατικού Αγωγού που θα ολοκληρωθεί σύντομα. Κατά το τελευταίο έτος, ο όγκος του υγροποιημένου φυσικού αερίου που εισέρχεται στην Ελλάδα (συμπεριλαμβανομένων των πολλαπλών αποστολών από τις Ηνωμένες Πολιτείες) έχει διπλασιαστεί και θα αντικαταστήσει σύντομα τη Ρωσία ως τη μεγαλύτερη πηγή φυσικού αερίου στην Ελλάδα. Η γραμμή διασύνδεσης Ελλάδα-Βουλγαρία και ο προγραμματισμένος τερματικός σταθμός ΥΦΑ στην Αλεξανδρούπολη θα προωθήσουν αυτή την τάση» αναφέρει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Νωρίτερα, με ανάρτησή του στο τουίτερ, ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τζέφρι Πάιατ καλωσόρισε τον Μάικ Πομπέο, και υπογράμμισε ότι η επίσκεψη «έρχεται σε μια στιγμή εξαιρετικής ευκαιρίας για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και εμβαθύνει τους δεσμούς στους τομείς των επενδύσεων, της ενέργειας, της άμυνας και πολλών άλλων».