ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Αχτσιόγλου: Ο βάσιμος λόγος απόλυσης είναι κεκτημένο του ευρωπαϊκού δικαίου

Αχτσιόγλου: Ο βάσιμος λόγος απόλυσης είναι κεκτημένο του ευρωπαϊκού δικαίου
Φωτογραφία αρχείου ΙΝΤΙΜΕ/ ΝΤΟΥΝΤΟΥΜΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

«Η Νέα Δημοκρατία έχει την αντίληψη ότι η ανάπτυξη της οικονομίας έρχεται μέσα από τη συμπίεση των μισθών και των εργασιακών δικαιωμάτων», σημείωσε η τομεάρχης Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης του ΣΥΡΙΖΑ, Έφη Αχτσιόγλου, επισημαίνοντας ότι «η ΝΔ θέτει τη χώρα εκτός ευρωπαϊκού κεκτημένου στα εργασιακά θέματα».

Η πρώην υπουργός Εργασίας ανέφερε ότι ο κ. Βρούτσης «έφερε εν κρυπτώ» τροπολογίες με τις οποίες καταργήθηκαν η προστασία των εργαζομένων στις εργολαβίες, για την καταβολή των μισθών και την τήρηση των ωραρίων τους, καθώς και ο βάσιμος λόγος απόλυσης, σε συνέντευξή της

Επίσης, η κ. Αχτσιόγλου είπε ότι «είναι απολύτως ψευδές το επιχείρημα περί φακελώματος των εργαζομένων» και συμπλήρωσε:

«Ο εργοδότης δεν έχει πρόσβαση στα στοιχεία του εργαζόμενου παρά μόνο σε ό,τι αφορά τη δική του επιχείρηση. Δεν έχει τέτοιο δικαίωμα ο εργοδότης και είναι απαράδεκτο ένας υπουργός Εργασίας να επικαλείται μία παράνομη πρακτική για να δικαιολογήσει την κατάργηση μέτρων προστασίας των εργαζομένων».

Όπως είπε, ο βάσιμος λόγος απόλυσης «είναι ρύθμιση που υπάρχει στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, είναι κεκτημένο του ευρωπαϊκού δικαίου και ισχύει στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών».

Σε ό, τι αφορά το ασφαλιστικό, σημείωσε ότι «ο επανυπολογισμός έχει γίνει για όλες τις συντάξεις και από 1/1/2019 είναι όλες επανυπολογισμένες» ενώ για τις ληξιπρόθεσμες συντάξεις ανέφερε ότι στα τέλη Ιουνίου ήταν 107.000, τονίζοντας ότι «ο κ. Βρούτσης φουσκώνει τα νούμερα, είτε γιατί προεξοφλεί ότι ο ίδιος δεν θα μπορέσει να τις εκκαθαρίσει, είτε για να μειώσει το έργο της προηγούμενης κυβέρνησης».

Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση για τη Συμφωνία των Πρεσπών, υπογράμμισε την «υποκριτική στάση της ΝΔ, που ως αντιπολίτευση μιλούσε για μία κατάπτυστη και προδοτική συμφωνία και ως κυβέρνηση λέει ότι θα την εφαρμόσει κατά γράμμα».

Πρόσθεσε δε, ότι η Συμφωνία των Πρεσπών «επιλύει ένα πρόβλημα που σκόρπιζε τοξικές αναθυμιάσεις στις σχέσεις των δύο χωρών και στα Βαλκάνια, σεβόμενη απολύτως την εθνική γραμμή όπως είχε χαραχτεί στη χώρα».