Καβγάς κυβέρνησης - ΣΥΡΙΖΑ για την αποφυλάκιση Κορκονέα
Στον ΣΥΡΙΖΑ και τον νέο Ποινικό Κώδικα που ψηφίστηκε παραμονές των εκλογών επιρρίπτει ευθύνες η κυβέρνηση για την αποφυλάκιση του Επαμεινώνδα Κορκονέα. «Ουδέν ψευδέστερον» απαντά η Κουμουνδούρου.
Το θέμα αναφέρθηκε και στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο όπου ο Στέλιος Πέτσας ερωτώμενος σχετικά σημείωσε πως το θέμα «έχει διάφορες προεκτάσεις, που έχουν να κάνουν με τις πολιτικές επιλογές της προηγούμενης Κυβέρνησης. Οι αιτίες που οδηγούν στην αποφυλάκιση Κορκονέα είναι δύο και αφορούν στον νέο Ποινικό Κώδικα που ψήφισε μόνος του και εσπευσμένα ο ΣΥΡΙΖΑ, λίγο πριν από τις εθνικές εκλογές».
Σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο «η πρώτη είναι η αλλαγή των προϋποθέσεων για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του πρότερου έντιμου βίου- σύννομου βίου, όπως λέγεται τώρα- που ανοίγει τον δρόμο για να την αξιοποιήσουν ακόμη και δράστες ειδεχθών εγκλημάτων. Η δεύτερη είναι η αλλαγή του ανωτάτου ορίου της ποινής που θα μπορούσε να επιβληθεί μετά την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως, το οποίο περιορίζεται από τα 20 χρόνια στα 15».
Ο Στέλιος Πέτσας αναγνώρισε πως «ο νέος Ποινικός Κώδικας και ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας κινούνται συνολικά προς τη σωστή κατεύθυνση» όμως «υπάρχουν αστοχίες σε ορισμένες διατάξεις τους, που ήδη εξετάζονται από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, προκειμένου να τροποποιηθούν, έτσι ώστε να αποφευχθούν στο μέλλον ανάλογα περιστατικά που βρίσκονται σε προφανή αναντιστοιχία με το κοινό περί δικαίου αίσθημα».
Στον κυβερνητικό εκπρόσωπο απάντησε ο τομεάρχης Δικαιοσύνης της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, Σπύρος Λάππας σχολιάζοντας πως «τελευταία παρατηρείται στον δημόσιο λόγο και στα κυρίαρχα ΜΜΕ συχνή αναφορά στους ποινικούς κώδικες που ψηφίστηκαν από την κυβέρνηση του Σύριζα και ισχύουν από την 1η Ιουλίου 2019».
«Η ενασχόληση με τους ποινικούς κώδικες και υπό γενικότερη έννοια την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα μας γίνεται κατ’ αρχήν από τους ‘’ειδικούς’’ επιστήμονες (εκπροσώπους του δικηγορικού σώματος, εκπροσώπους των δικαστικών ενώσεων, καθηγητές των νομικών σχολών), ενώ σοβαρά ενδιαφέρει και την κοινωνία των πολιτών, γιατί ο τρόπος απονομής της δικαιοσύνης πάντοτε σηματοδοτεί την ποιότητα του δικαιϊκού κράτους ως κράτους δικαίου και την ποιότητα της δημοκρατίας» σύμφωνα με τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ.
«Ορυμαγδός δημοσιευμάτων και σχολίων στο διαδίκτυο κατατείνουν στην παραδοχή ότι οι δικαστικές αποφάσεις και κρίσεις των τελευταίων ημερών (υποθέσεις Φλώρου και Επ. Κορκονέα), που δεν συνάδουν με το περί δικαίου λαϊκό αίσθημα, στηρίζονται και οφείλονται στο περιεχόμενο των διατάξεων του νέου ποινικού κώδικα» συμπλήρωσε, τονίζοντας: «Ουδέν ψευδέστερον». «Οι δύο αυτές υποθέσεις, αφορούσαν δύο θεσμούς, πρώτον τον θεσμό της υφ’ όρον απόλυσης (υπόθεση Φλώρου) και δεύτερον τον θεσμό των ελαφρυντικών (υπόθεση Επ. Κορκονέα).
Ο θεσμός της υφ’ όρον απόλυσης υπάρχει στο ελληνικό ποινικό σύστημα ήδη εδώ και περισσότερο από εκατό χρόνια (ν. 811/1917) και δεν εισάγεται το πρώτον από τον νέο ποινικό κώδικα, σε κάθε δε περίπτωση και εφόσον καταφάσκεται η ύπαρξη κριτηρίων και προϋποθέσεων (καλή διαγωγή, ορισμένος χρόνος έκτισης της ποινής) το αρμόδιο δικαστικό όργανο (δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο) αποφαίνεται κυριαρχικά. Αυτό ισχύει εδώ και 100 χρόνια, αυτό συμβαίνει και σήμερα υπό την ισχύ του νέου ποινικού κώδικα.
Επίσης ο θεσμός των ελαφρυντικών (όπως του πρότερου έντιμου βίου που δέχθηκε το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο στην περίπτωση Επ. Κορκονέα) προβλέπεται στο ελληνικό ποινικό σύστημα ήδη εδώ και περισσότερο από 70 χρόνια και είναι γνωστό στους νομικούς κυρίως ότι δεν αποτελούσε ούτε αποτελεί υπό την ισχύ του νέου ποινικού κώδικα μια κλειστή λίστα αλλά αντιθέτως ο δικαστής μπορεί να θεωρήσει οτιδήποτε ως ελαφρυντική περίπτωση και να επιβάλει ελαφρύτερη ποινή. Ακριβώς το ίδιο σύστημα εμπλουτισμένο με την εμπειρία και τη νομολογία διατηρείται ακέραια και στο νέο ποινικό κώδικα» εξηγεί.
Ο Σπύρος Λάππας κάνει λόγο για «επικοινωνιακή αθλιότητα να χρεωθεί στο νέο ποινικό κώδικα κάθε δικαστική απόφαση που δε συνάδει με το περί δικαίου λαϊκό αίσθημα» αντί να «μιλούν, να κρίνουν και να ερμηνεύουν οι επιστήμονες νομικοί, ώστε οι αποφάσεις υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών και του αληθινού περιεχομένου των ποινικών διατάξεων, να γίνονται κατανοητές από την κοινωνία και τους πολίτες».
«Η επικοινωνιακή αθλιότητα που αποδίδει κάθε δικαστική απόφαση των τελευταίων ημερών στο νέο ποινικό κώδικα έχει πολιτικά χαρακτηριστικά, αντιεπιστημονική βάση και συνιστά στην καλύτερη περίπτωση ‘’αντιπολίτευση’’ στη νομική επιστήμη, στους εκπροσώπους της και στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές και στη χειρότερη περίπτωση πολιτική αθλιότητα, και η τελευταία δυστυχώς κυριαρχεί» καταλήγει.